Οξεία im-Post-er-ίτιδα


Photo by frixin





Κάθησα χθες και μέτρησα όλες τις όμορφες στιγμές που έχουμε να θυμόμαστε μαζί και δάκρυσα. Πού να τις βάλω και πού να τις χωρέσω, που μια ζωή ολόκληρη για να τις διηγηθώ δε φτάνει. Στο λίγο που σε ξέρω, είναι δυσανάλογα πολλές, ικανές για να γεμίσουνε βιβλία. Κι οι πίκρες μας ακόμα κι οι αναποδιές, κι αυτές χαμόγελο μου φέρνουνε στα χείλη κάθε που θα τις θυμηθώ και θα σε πεθυμήσω. Τι να σου πρωτοπώ και τι ν’ αφήσω τελευταίο, που όλα σου όμορφα ήτανε και κάτι απ’ όλα αυτά θα αδικήσω. Δυο χρόνια πάνε που η ΝΝ ανέβαινε σε μια περιστρεφόμενη βεραμάν καρέκλα, να φτάσει τον ανεμιστήρα οροφής και να τραβήξει το κορδόνι, δυο φορές τη μέρα, σαν αντιβίωση, για να γελάς... δυο χρόνια που πρώτη φορά σε άκουσα και μ’ άκουσες κι ακόμα κοκκινίζω σαν σκέφτομαι ότι νόμιζα πως μίλαγα με άλλον... κάτι λιγότερο που σ’ έκανα να τρέχεις Σάββατο βράδυ στη δουλειά να δεις τις κόκκινες, τις μαύρες, τις λευκές φωτογραφίες, με μια υπόσχεση κάθε φορά για κάτι περισσότερο... τις κάλτσες τις ριγέ που σου έδειξα χθες... που παιδεύτηκα να στήσω μια σκηνή στην άμμο καλοκαίρι, όχι τόσο για να κοιμηθώ, μα για τη φωτογραφίσω με καμάρι και να στη στείλω να τη δεις και να χαμογελάσεις... εκείνη την άλλη τη φωτό, που πιάνεις το δεξί σου αυτί με το αριστερό σου χέρι τη θυμάσαι; ...και τις άλλες στον καθρέφτη στο πρωινό σου ξύρισμα που με κάνανε να κρατάω την κοιλιά μου από τα γέλια... που μου ΄λεγες για την Α και σου ‘λεγα για τον Γ και παρηγορούσε ο ένας τον άλλον στα δύσκολα... την ώρα που κατέβηκα απ’ το τρένο πρόπερσι τα Χριστούγεννα σέρνοντας μια βαλίτσα ασημί κι έλαμπαν τα μάτια μου από τη χαρά που σ’ είδα και με το ζόρι έκρυβα την τρελή αμηχανία μου και μιλούσα ακατάπαυστα προσπαθώντας να την κρύψω... τον κούκλο με τα σκι που περίμενες να τον βαφτίσεις παρέα με τη μικρή σου ανηψιά... την πυζαμούλα τη Χριστουγεννιάτικη με τις νιφάδες που φωσφορίζανε ήσουν ο πρώτος που την είδες ...τη Νάρνια που ποτέ δεν είδα γιατί με πήρε ο ύπνος μετά το ταξίδι, την πίτσα και το κρασί και τη γλυκιά σου αγκαλιά που τόσο άνετα με βόλεψε κι ας ήταν η πρώτη φορά που κούρνιασα στα δυο σου μπράτσα... τις βόλτες μας την επομένη το πρωί που με κρατούσες απ΄το χέρι και μου’ λεγες και σου ‘λεγα κι η μέρα δεν έλεγε να τελειώσει... το παγοδρόμιο και τον καφέ μας στη λιακάδα, κι ας κρύωνα μα δεν ήθελα να φύγουμε... εκείνο τον άσπρο καναπέ που φοβόμουν μη λερώσω με τα παπούτσια μου και το γλυκάκι με τη σοκολάτα που το ‘τρωγα μια εγώ και μια εσύ από πάνω μου και τα κατεβασμένα τα παντζούρια μην τύχει και μας δουν τα ξέχασες; ...την Πρωτοχρονιά στο σπίτι της Α με τις όμορφες κουρτίνες και το κρεβάτι με την κουνουπιέρα, που λίγο έλειψε ν΄αργήσουμε και να χάσουμε την αλλαγή του χρόνου, και το Γαλλικό τυρί που δεν ήξερα να το προφέρω κι ακόμα το ξεχνάω και τα παιχνίδια στο πάτωμα και το τυπικό φιλί σου για καλή χρονιά, και όλα τα καυτά φιλιά το πρωί στο σπίτι που ξυπνήσαμε οι δυο μας... το βράδυ που έβρεξε κι έγιναν χάλια τα μαλλιά μου κι έλεγες πως είναι πιο όμορφα σπαστά μα εγώ νόμιζα πως μου το ‘λεγες για να μη νιώθω άσχημα... τη βόλτα μας στα μαγαζιά κι εκείνο το καφέ κοτλέ σακάκι που ποτέ δεν πήρες μα το ήθελες... εκείνο το emoticon με τη μακριά τη γλώσσα που το έφτιαξες για μένα και του ‘δωσες τ΄ όνομά μου... τη βόλτα στο Θησείο με τη Ρ και που μου ζήτησες να μείνω άλλη μια μέρα κι εγώ μέσα μου έλιωνα και δεν ήθελα να παραδεχτώ πως πέθαινα να μείνω άλλες τόσες... τη νύχτα που έφερες τα ρεσό και τα έβαλες μπροστά από τον καθρέφτη και μ’ έκανες να σου υποταχτώ... και στο τραπέζι στο σαλόνι που με σκέπασες με το τραπεζομάντηλο γιατί δεν ήθελες να βλέπω παρά μόνο να αισθάνομαι, το ξέχασες; ... τη μαντινάδα που μου έγραψες και δεν την έχω διαβάσει σε κανέναν και την κρατώ σαν φυλαχτό, καρδιά μου... που ήρθα πάλι να σε δω αποκριάτικα και ήσουνα σκληρός μαζί μου για να με προφυλάξεις, τη βόλτα στη μαρίνα με τους χαρταετούς και τους αέρηδες κι όσα σου είπα για τον Β κι όσα μου είπες για την Α, και τα μάτια μου που βούρκωναν για τον πόνο που τότε είχες νιώσει... κι αλήθεια ποια γυναίκα ήταν τόσο τυφλή που δεν μπορούσε να δει πόσα αξίζεις και τι έχεις να δώσεις; ...το βροχερό απόγευμα που ήσουν άκεφος και διάβαζες δίπλα στη τζαμαρία κι εγώ που σου ζωγράφισα ένα ποδήλατο με πανί που ήθελε να σαλπάρει και το έβαλες με μαγνητάκι στην πόρτα του ψυγείου... τη βόλτα στη Χαλκίδα με τον Κ και τον αέρα που φυσούσε κι ήθελα να με πάρει και να με σηκώσει να πετάξω και να μη προσγειωθώ ποτέ ξανά γιατί την επόμενη θα ‘φευγα... την πίκρα μου που σε ήθελα τόσο μα δεν μπορούσα να σ’ έχω παρά μόνο σε δόσεις και με όρους, όχι πια σεξ, μόνο φίλοι... την απόρριψη που ένιωσα και το θυμό που είχα... και πόσο μου έλειπες, πόσο μου έλειπες, πόσο μου έλειπες... τους μήνες μετά που κάτι είχε αλλάξει και το καλοκαίρι που ήρθα και σε είδα ελάχιστα μα χαιρόμουν που ήσουν καλά και στο γάμο του Λ που σε είδα ξανά... το μπρελόκ με τη γατούλα που κάθε πρωί σου λέει καλημέρα κι ας μην τ’ ακούς που είσαι μακριά, αυτή στο λέει... τη χαρά που πήρα όταν το έλαβα και το τσίμπημα στην καρδιά όταν κατάλαβα πως είσαι με τη Β μα δεν είσαι ευτυχισμένος... και πόσα ακόμα αμέτρητα πολλά, κρυφά κι αγαπημένα... ξέρεις αλήθεια πόσο πονάω όταν σ΄ ακούω θλιμμένο; ...και που σε περιμένω γεμάτη αγωνία κι εσύ τώρα ΕΡΧΕΣΑΙ! ...κι όμως μπορώ να σου γράφω ατελείωτα, μόνο για να σε αισθανθώ χαρούμενο έστω για λίγο... κι άλλα κι άλλα κι άλλα άπειρα μπορώ να γράψω και να ξημερώσουμε... πες μου πώς είναι δυνατόν δυο άνθρωποι που είναι τόσο κοντά, να είναι τόσο μακριά; ...πες μου, μετά απ’ όλα όσα έγραψα για σένα, χαμογέλασες καθόλου;









Δεκάξι


Photo by Alyz


Ψάχνοντας στη ντουλάπα μου βρήκα ένα τζην που είχαμε αγοράσει στο Λονδίνο, εκείνο το φαρδύ με τις τσέπες τις τεράστιες, που έλεγε η γιαγιά μου πως με κάνει σαν εργάτη. Το φόρεσα λοιπόν ξανά κι εκείνα τα ίσια παπουτσάκια που είναι ολοστρόγγυλα, φαρδιά και μονοκόμματα μπροστά κι έλεγες πως μοιάζουνε με φαλαινάκια και κορόιδευες πως μ΄ έκαναν να περπατάω σαν παπάκι. Κι εγώ θύμωνα, γιατί ήθελα να λικνίζομαι κι από πείσμα πήγαινα κι έβαζα τα ψηλοτάκουνα που ήθελες να τα φοράω μόνο στο κρεβάτι. Φόρεσα κι ένα κοκαλάκι στα μαλλιά, δίπλα στο μέτωπο σαν κοριτσάκι κι αν δεν με κοίταζες στο πρόσωπο παρά μονάχα στο κορμί, θα ‘λεγες πως ήμουνα δεκάξι. Και θυμήθηκα τα καλοκαίρια που τριγυρνούσα όλη μέρα με τα εσώρουχα και φώναζες να ντυθώ γιατί μ’ έπαιρναν μάτι οι απέναντι κι εγώ γελούσα γιατί το έκανα επίτηδες για να ζηλεύεις. Και μ’ έλεγες «κοριτσάκι», μα κοριτσάκι ήμουνα κι ακόμα δε μεγάλωσα, γιατί απόψε δεκάξι νιώθω. Κι ύστερα μια μέρα ξαφνικά πήγα κι έβαψα τα μαλλιά μου κατακόκκινα, γιατί το καστανό ήτανε βαρετό κι εγώ μέσα μου έβραζα κι ήθελα να το δείξω κι έλαμπα! Κι όταν σε χώρισα, το βαρετό τ΄ άφησα πίσω μου μαζί με σένα κι είπα πως στη ζωή θ΄ακολουθώ μόνο τον έρωτα και γι αυτό χάνω το δρόμο μου συνέχεια μέχρι τώρα. Και πάλι χάρτη δεν κρατώ, κάθε φορά να χάνομαι θέλω, αφού το ξέρω πως μια μέρα πάλι στον ίσιο δρόμο θα γυρίσω, και δε με νοιάζει τελικά γιατί θα ‘χω δει πολλά και νέες εμπειρίες θα ‘χω ζήσει κι ας μεγαλώνω. Κι ας κλαίω κι ας κουράζομαι κι ας μπαίνουν χρόνια πάνω μου, η καρδιά μου δε γερνάει, κάθε φορά είναι πιο ζωντανή και ρώτα όποιον θέλεις. Και συχνά θέλω να πετάξω πάνω από τη θάλασσα. Πήγα σήμερα βόλτα με το ποδήλατο στη σκάλα. Μόνη μου ήμουν, ο ουρανός ήταν εκείνο το γκρίζο-μπλε που προμηνύει τη βροχή κι ο κόσμος είχε μαζευτεί στα σπίτια. Μόνο εγώ ήμουν η τρελή που έκανα πετάλι κόντρα στον άνεμο μ’ ένα κοκαλάκι στα μαλλιά να μου κρατάει τα τσουλούφια που πετάνε, μα τα φτερά που έχω στην πλάτη μου ποιος θα βρεθεί να μου τα συγκρατήσει; Κι είχα τη θάλασσα αριστερά κι είχα τη θάλασσα δεξιά κι είχα τη θάλασσα μπροστά μου και τρόμαξα λιγάκι κι ήθελα να ‘ναι κάποιος εκεί να με καθησυχάσει. Να μου πει να μη φοβάμαι και πως θα ‘ναι δίπλα μου ό,τι κι αν συμβεί. Μα δεν ήταν γύρω μου κανείς κι έκανα πιο δυνατό πετάλι κόντρα στον άνεμο και πάλι, ώσπου με πήρανε οι πρώτες στάλες και τα μικρά μου φαλαινάκια δίψασαν και θέλανε να φύγουν απ’ τα πόδια μου και να τσαλαβουτήσουν στη βροχή. Ύστερα μπήκα κάτω απ’ το υπόστεγο για να μην βρέξω τα φτερά μου και μια γιαγιά μου χαμογέλασε απ’ τα απέναντι μπαλκόνια, μάλλον δεν έβλεπε καλά και με πέρασε για κοριτσάκι. Η δική μου γιαγιά σήμερα έκανε επέμβαση για καταρράκτη. Γιαγιά, πόσο δίκιο είχες που έλεγες να μην αποκαλώ τ΄ αγόρια «φίλους»... Μα όσο φορώ ακόμα αυτα τα ίσια παπουτσάκια και το κοκαλάκι στα μαλλιά, έχω και τούτα τα φτερά στην πλάτη, άσε με να πιστεύω πως είμαι κοριτσάκι και μη μου χαλάς το όνειρο, αύριο στο υπόσχομαι πως θα ξυπνήσω και θα ‘μαι μεγάλη πάλι. Καληνύχτα.



* Αφιερωμένο σε κάποιον που θέλει να με βλέπει και να με ακούει χαρούμενη, ακόμα κι όταν ο ίδιος δεν είναι.





ετεροχρονισμένο




Τα λόγια μου είναι μια γλυκιά προσευχή
Κουρνιάζουν έξω απ' το κλεισμένο σου παράθυρο
Κι αν τ' άφηνες θα ανοίγαν μια ρωγμή
Απ' το μικρό κελί σου ως το άπειρο

Μα εσύ σωπαίνεις και θρηνείς σαν το κατάδικο
Πάνω απ' τη στάχτη που σκεπάζει τον παράδεισο
Πάνω απ' τη στάχτη

Βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει, σ' ό,τι σου τρώει τη ψυχή
Έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι ανοιχτοί
Είν' η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή

Ζήσε μαζί μου στον αέρα, στη φωτιά, στη βροχή
Μας περιμένουν άδειες μέρες, ραγισμένοι ουρανοί
Είν' η αγάπη ένα ταξίδι από πληγή σε πληγή

Βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει...
Ζήσε μαζί μου στον αέρα...

Τα λόγια μου είναι μια ανέλπιδη ευχή
Σβησμένα φώτα μέσα στο άχαρο δωμάτιο
κι αν τα άφηνες θα καίγαν τη σιωπή
και θα διαλύαν το κρυμμένο σου παράπονο

Μα εσύ σωπαίνεις και θρηνείς...
Βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει...
Ζήσε μαζί μου στον αέρα...

Βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει, σ' ό,τι σου τρώει τη ψυχή
Υπάρχει ακόμα, υπάρχει κάτι που δεν έχει χαθεί
Είν' η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή
Ζήσε μαζί μου στον αέρα...




* Κάποιοι μου έκαναν παράπονα που έκλεισα τα σχόλια στο χθεσινό post.
Καλά, μη βαράτε! Γράψτε ό,τι θέλετε εδώ. Μέρα ήταν και πέρασε.


Μέρα είναι θα περάσει


Photo by doorstopPhotos



Λένε πως ό,τι δε μας σκοτώνει, μας κάνει πιο δυνατούς. Δεν ξέρω... Θα ‘πρεπε να 'μουν πολύ δυνατή ως τώρα. Μα νιώθω πως είμαι ευάλωτη και πως γίνομαι κακιά, σκληρή και άκαρδη με τον καιρό και μόνο εγώ δε φταίω. Σήμερα είναι η μόνη μέρα που εύχομαι να μην είχα κινητό. Θέλω ν’ απομονωθώ και να μη δω ούτε ν’ ακούσω κανέναν. Μόνο τα mail διάβασα, γιατί αυτά δεν έχουν ήχο και μετά μπορώ και να τα διαγράψω.

Με ρώτησε ποτέ κανείς πώς θέλω να περάσω αυτή τη μέρα; Ναι, μπορεί και να ‘μαι μια ξινή παράξενη, αλλά δική μου είναι η μέρα και θα την κάνω ό,τι θέλω! Θέλω ν’ ανοίξω ένα μπουκάλι και να το πιω μονάχη απόψε, αφού δεν μπορώ να το μοιραστώ με κάποιον άλλον. Οι φίλοι ήρθαν άλλα χρόνια, μα έφυγαν μετά κι έμεινα πάλι μόνη. Δε με κρατήσαν αγκαλιά το βράδυ ούτε μου είπαν παραμύθι για να κοιμηθώ. Δε μου χαϊδέψαν τα μαλλιά και δε μου έτριψαν τους ώμους. Δεν ανησύχησε κανείς αν ξεσκεπάστηκα και κρύωσα, ούτε με νoιάστηκαν αν ονειρεύτηκα γλυκά ως το πρωί. Και ποτέ κανείς δε ρώτησε αν είμαι ευτυχισμένη.

Κι αν γελάω, μην πιστεύεις όσα βλέπεις. Ψάξε να δεις πίσω απ’ την κουρτίνα, αφού η παράσταση τελειώσει. Tο κοινό έχει φύγει και τα φώτα έχουν σβήσει. Θα δεις τη μαριονέτα να κοιμάται στο κουτί, άψυχη, δε χορεύει, και το φουρό της μάδησε και τσαλακώθηκε, οι μπούκλες της μπερδεύτηκαν με τα σχοινάκια κι είναι άσχημη πολύ και θλιβερή. Ως την επόμενη παράσταση που στα χέρια σου θα ξαναζωντανέψει.

Συγνώμη. Θα ‘θελα τόσο να μπορώ να γράψω κάτι ευχάριστο απόψε. Μέρα είναι, θα περάσει.




Τη μέρα που δε θα θυμάμαι τίποτα


Photo by PinkSherbetPhotography

Good as you - Life in no motion


Πόσος καιρός πάει δεν ξέρω. Έμεινε μόνο η αίσθηση δαχτύλων στα μαλλιά και της ανάσας στο πίσω μέρος του λαιμού. Το σχήμα στο σεντόνι απ’ τα κορμιά σαν κουτάλια στο συρτάρι και η αρμύρα απ’ τον ιδρώτα στα χείλη. Αμυδρά... μια τρικυμία από ξενυχτισμένα όνειρα που χάσανε το δρόμο στο σκοτάδι και τρεκλίζανε στα πιο κρυφά σοκάκια του μυαλού. Κομματιασμένες μνήμες που θα κάνουν χαρακίρι τη μέρα που δε θα θυμάμαι τίποτα. Περίμενα πολύ, μα τώρα ξέρω πως θα ‘ρθει εκεί που θα ‘χω κουραστεί και δε θα ελπίζω. Σαν τότε που πρώτη φορά με κοίταξε και δάκρυσα από ευτυχία, πίσω απ’ την πλάτη μου εκπλήξεις κόκκινες υγρές θα φέρει. Θα ‘ναι σαν πρώτη καλημέρα και τελευταία καληνύχτα. Τη μέρα που δε θα θυμάμαι τίποτα ξέρω πως θα ‘ρθει, να διώξει τα φαντάσματα και να με πάρει από το χέρι. Μου έχει λείψει το να μ΄ακουμπά κι εγώ ν΄ ανατριχιάζω. Όμως θα σβήσουνε με τα φιλιά όλα τα λάθη ή πάλι απ’ την αρχή θα μάθω ν’ αγαπώ και ν΄ ανασαίνω; Κι η όψη του ποια θα’ ναι; Είναι αλήθεια πως στις άλλες μας ζωές πάλι τα ίδια άτομα αγαπάμε; Οι ίδιοι μας προδίδουν κι οι ίδιοι μας πονάνε; Θα ‘χει εκείνη την κοφτή ματιά να τον αναγνωρίσω ή πάλι θα μου βάλει δύσκολα; Πόσες φορές άλλαξε πρόσωπο μην τύχει και τον συνηθίσω και δεν αντιδρώ στον ερχομό του... Μα τι άμυαλος που είναι ο έρωτάς μου! Αφού δε θα θυμάμαι τίποτα... τίποτα... τίποτα... τίποτα...



Μπουρδολογίες Παρασκευής


Photo by SomethingWicked

1. Προχθές ένας πολύ καλός μου φίλος μου είπε να σταματήσω να γράφω γκριζόμαυρα posts γιατί θα χάσω –λέει- όσους με διαβάζουν. Ας τους χάσω ρε, θα βρω άλλους! Αγαπητοί bloggers, αν νομίζετε ότι τα γράφω για σας, πλανάσθε οικτρά. Σιγά μην αρχίζω να γράφω χαζοχαρούμενα posts για να κάνω fan club. Εντάξει, σε όλους μας αρέσει να είμαστε χαρούμενοι κι ευδιάθετοι, αλλά τελευταία γκρι έχουμε σε πλεόνασμα και μέχρι να μας τελέψει, αυτό θα βγάζουμε προς τα έξω. Capisci? Κι άμα δε γουστάρετε, τα κουβαδάκια σας και σ’ άλλη παραλία.

2. Επίσης πολύ γέλασα μ’ ένα ανώνυμο π@π@ρι που κυκλοφορεί σ' ένα χαμένο blog και λέει άρες μάρες κουκουνάρες. Κατά τη γνώμη του, εμείς οι bloggers είμαστε άτομα καταθλιπτικά, απαιδιόδοξα, χωρίς κοινωνική ζωή, που κλαίμε τη μοίρα μας απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, που δε μας παίζουνε τα άλλα παιδάκια ή που μας παράτησε ο γκόμενος και τριγυρνάμε στα blogs ζητώντας αποδοχή κι επιδοκιμασία από άτομα εξίσου κατεστραμμένα.

3. Εδώ και λίγες μέρες ξαναπερνάω μουσική στα παλιά μου posts κι έτσι τα περισσότερα απ’ αυτά ξαναβγαίνουν στους aggregators. Δεν το κάνω επίτηδες, σας τ’ ορκίζομαι! Ποιο post λοιπόν λέτε να έχει τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα; Αυτό! Όπου sex και κλικ.

4. Μετά το Πάσχα το μόνο που θέλω είναι να κοιμάμαι, να κάνω ποδήλατο και ν’ αράζω παραλία για μπύρες. Το καλοκαίρι που έχω τη δυνατότητα να τα κάνω και τα τρία χωρίς πίεση χρόνου, ένα περίεργο πράμα ρε παιδιά... βαριέμαι.

5. Πριν λίγο ο ίδιος φίλος της πρώτης παραγράφου μου υπέδειξε πώς γίνεται ένας "πατ κιουτ" χωρισμός. Είναι –λέει- σαν αυτό με τον ελέφαντα στο ψυγείο: Ανοίγεις ψυγείο - βάζεις ελέφαντα - κλείνεις ψυγείο. "Χτυπάς πόρτα – Μπαίνεις μέσα – Αφήνεις κλειδιά (της) – Παίρνεις κλειδιά (σου) – Χαιρετάς – Βγαίνεις – Φεύγεις. Συγχαρητήρια, μόλις χώρισες." Εγώ αντιθέτως πάντα χώριζα σπαραξικάρδια και με πολύ κόπο. Μάλλον θα πρέπει να εξασκηθώ, 'cause practice makes perfect. Τον ζηλεύω πάντως.

Αυτά τα ολίγα για σήμερα. Καλό Σαββατοκύριακο να ‘χετε.
Θα μου λείψετε ούλοι. Μάκια!



nosy-τσάντα



Ποια Barbie, ποιοι Transformers, ποιο τσαντάκι του Sport Billy και πίτσες μπλε; Εδώ κυκλοφόρησε η νέα σούπερ ντούπερ nosy-τσάντα. Σπεύσατε! Θα προτιμούσα βέβαια να μου την είχε φέρει η νονά μου το Πάσχα μαζί με τη λαμπάδα, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ, μπορείτε να μου την κάνετε δώρο στη γιορτή μου. Τη βρήκε η lo-li βγαίνοντας για ψώνια και την απαθανάτισε. Δεν είναι τρέλα; Καλέ είμαι φτυστή, μη με ματιάσω! Νιάου...


Όχι άλλο γκρι!


Photo by mizz-messed-up



Χειμώνιασε πάλι και δεν το αντέχω. Μαύρος ορίζοντας, μουντός, μολυβένια σύννεφα και στάλες στο παρμπρίζ. Πάνω που ανέβηκε λιγάκι η διάθεσή μου, μη μ’ αφήσεις να χαρώ, βιάστηκες να μου το πάρεις πίσω. Αγχωτικό ξύπνημα, μία καφές μία ζάχαρη, ακούω μουσική όσο ετοιμάζομαι, κοιτάζω τους μαύρους κύκλους στον καθρέφτη, σαν να μην κοιμήθηκα αρκετά, πιάνω το κραγιόν και με ζωγραφίζω. Να φτιάξω ένα χαμόγελο όπως αυτό των κλόουν ή δεν θα ξεγελάσω κανέναν; Φόρεσα πάλι εκείνο το μαύρο παλτό. Δώσε μου ένα ζευγάρι χρωματιστά γυαλιά για να τα βλέπω όλα άλλο χρώμα!

Οι ώρες δεν περνάνε με τίποτα, στη δουλειά νυστάζω, δε γίνεται να ξεκινάμε πιο αργά και να τελειώνουμε πιο νωρίς; Πόσα χρόνια θα ζήσουμε ακόμα; Θέλω να περνώ τη μέρα μου με όμορφα χρώματα και μουσική και χαμογελαστούς ανθρώπους που ομορφαίνουν τον κόσμο. Μεσημέριασε κι ο ουρανός δεν λέει ν’ αλλάξει. Βγάζω το φαγητό από το ψυγείο και το τρώω παγωμένο. Μέσα μου ανατριχιάζω σαν να τρώω παγωτό. Παγωτό με γεύση φασολάκια. Και τι δε θα ‘δινα να ‘μουνα πάλι εκεί, να μου δίνεις παγωτό απ’ το χωνάκι και να μου πασαλείβεις τη μύτη! Να το αφήνεις να στάζει στο στέρνο μου και να το γλύφεις από κει. Καλοκαίριασέ με!

Απόγευμα. Κι αυτός ο ουρανός ακόμα στάζει. Στάζει πίκρα γκρι. Βγαίνω για λίγο και γυρίζω άπραγη. Μέσα έχει πιο κρύο απ’ ότι έξω. I need a good drill. Να μου φύγει ο πονοκέφαλος. Πού να ‘σαι; Τρέχω και δε σε φτάνω... Βράδιασε. Άλλη μια μέρα χωρίς κάτι να περιμένω. Δυο μήνες ακόμα και μετά θα μπορώ να γράφω ό,τι θέλω. Καληνύχτα.



Για να θυμάμαι...


Photo by StateYourName


...πόσο εύκολα ξεχνάμε. (click)


Στόχος μηδέν


Photo by digitalfreak

«Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να φτάσεις, θα πας εκεί που κοιτάς»



Η επιγραφή στεκόταν επιβλητικά με μεγάλα κόκκινα γράμματα στον τοίχο του μικρού φοιτητικού καφέ-μπαρ. Την είχα απέναντί μου ένα ολόκληρο βράδυ, μα δεν της είχα δώσει σημασία. Η εικόνα πέρασε από μπροστά μου σαν φλας μόλις άνοιξα τα μάτια μου το επόμενο πρωί. Φωτογραφικά. Ο τοίχος και τα κόκκινα γράμματα.

Οι στόχοι μου... Κατά κάποιο ανεξήγητο τρόπο, ποτέ δεν είχα συγκεκριμένους στόχους στη ζωή. Έρμαιο των διαθέσεων και των παθών μου, με οδηγούσα εν γνώση μου συχνά σε λάθη, όμορφα λάθη που χάραζαν το μάθημά τους στο πετσί μου. Μα το πάθημα κρατούσε λίγο μόνο, σαν σημάδι δερματογραφίας που φεύγει μετά. Κι ο πόνος περνούσε κι αυτός σαν τις ωδίνες του τοκετού, που τις ξεχνάς και κυοφορείς ξανά και ξανά και ξανά... Οι στόχοι μου ήταν συχνά στόχοι των άλλων. Φέρω τεράστιο μερίδιο ευθύνης. Μα δεν παραπονιέμαι, δεν τα πήγα κι άσχημα ως τώρα. Όμως πρέπει επιτέλους να κοιτάξω εκεί που θέλω να φτάσω, έτσι μου είπε η επιγραφή, αλλιώς θα πάω εκεί που κοιτάζω.

Μα... ούτε εκεί που κοιτάζω με πάει η ζωή. Βλέπω το δρόμο μπροστά μου, στο βάθος είναι αυτό που θέλω, το κοιτώ και ξέρω πως, αν δεν παρεκλίνω απ΄την ευθεία, θα το φτάσω κάποτε. Όμως είναι μακριά, κι εγώ βαριέμαι εύκολα, είναι πολύ ανιαρή η ευθεία. Η προσοχή μου αποσπάται, εξερευνώ τα στενά, χώνομαι στα σοκάκια, γνωρίζω ανθρώπους, πίνω μαζί τους και γελάμε, αγκαλιαζόμαστε, ανταλλάσουμε υποσχέσεις και μετά χανόμαστε πάλι. Και τραβώ ξανά τον ίσιο δρόμο. Και μένουν μόνο οι στιγμές. Στιγμές που θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα ολόκληρο σπίτι. Μα το σπίτι είναι άδειο πάντα τα βράδια που γυρνώ. Δε μου φτάνουν πια οι στιγμές. Θέλω τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια!



Τα χρόνια... Σήμερα ανακάλυψα άσπρες τρίχες στους κροτάφους.



Αγαπημένο μου ημερολόγιο

Ναι, ημερολόγιο! Αφού αυτό είσαι τελικά. Μου πήρε μήνες να το συνειδητοποιήσω. Στην ουσία, αυτό το blog δε διαφέρει και πολύ από κείνο το παλιό τετράδιο με τα σκιουράκια που το φυλούσα σαν κόρη οφθαλμού και το έκρυβα κάτω απ’ το στρώμα ή κάτω από στοίβες βιβλίων στο συρτάρι μην τυχόν και τ’ ανακαλύψουν, μην τύχει και το διαβάσει κανείς, μη μάθουν τι σκέφτομαι, τι νιώθω, τι ελπίζω, τι φοβάμαι. Μου πήρε κάμποσα χρόνια να μάθω να μη φοβάμαι να εκτίθεμαι, να λέω την αλήθεια, να φανερώνω τις πιο κρυφές μου σκέψεις κι επιθυμίες. Για δες τώρα τι καλά! Σου γράφω κάθε μέρα σχεδόν και σ’ αφήνω ανοιχτό να σε διαβάζουν. Μεγαλώνω κι ωριμάζω. Και δε φοβάμαι.

Ξύπνησα σήμερα νωρίς και πήρα το λεωφορείο για το κέντρο. Μέρα ηλιόλουστη με τη μουσική στ’ αυτιά κι ένα μισό χαμόγελο καρφωμένο στο πρόσωπο. Είχα στο μυαλό μου να πάρω κάποια δώρα. Θυμήθηκα την τελευταία φορά που πήρα σε κάποιον κάτι ξεχωριστό και πόνεσα λιγάκι. Ένα μικρό τσιμπηματάκι στην καρδιά κι έφυγε το χαμόγελο για λίγο. Δεν τα γιατρεύει όλα ο χρόνος τελικά. Ένας χρόνος πάει ακριβώς. Πόση ενέργεια είχα βάλει για να βρω αυτόν τον αναπτήρα! "Να ‘ναι μοναδικός όπως κι εσύ" σκεφτόμουν κι ας ήταν δυσανάλογα ακριβός για το μεγεθός του. Λίγους μήνες μετά έκοψες το κάπνισμα. Ας είναι...

Σήμερα έψαξα να βρω κάτι για έναν μικρό μου φίλο. Μικρός, μα με μεγάλη καρδιά. Πώς να διαλέξεις κάτι ξεχωριστό για κάποιον που ξέρεις τόσο λίγο; Συχνά έχω την αίσθηση ότι εγώ χαίρομαι περισσότερο με τα δώρα που παίρνω για τους άλλους. Μακάρι κι αυτοί όταν τ’ ανοίγουν να νιώθουν έστω το ένα δέκατο απ’ τη χαρά μου. Γύρισα σπίτι και το τύλιξα προσεκτικά με χαρτί καφέ και τυρκουάζ, έβαλα μέσα και μικρές μικρές εκπλήξεις. Αν μπορούσα θα ‘βαζα και ζαχαρωτά, λουλούδια, αρώματα, αγκαλιές, φιλιά, μπαλόνια, πασχαλίτσες και πεταλούδες. Να ‘ναι η ζωή του γλυκιά και γεμάτη.

Ύστερα πήγα μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα. Φυσούσε μανιασμένα, μα έβγαλα φωτογραφίες.



Η ατάκα της ημέρας


Photo by schizochicken




- Τι παιδί είσαι εσύ!!!


- Παιδί βιολί.



Χωρίς λόγια



κάθαρση


Photo by rockerdem


Ντουζ. Καυτό νερό να τρέχει πάνω μου και το δέρμα να κοκκινίζει. Ατμοί Αποπνικτικοί. Ατμόσφαιρα Ασφυκτική. Η ανάσα βγαίνει με δυσκολία. Εικόνες στη μπανιέρα σαν από ταινία, ξυράφια στους καρπούς και το αίμα να ρέει κινηματογραφικά. Θέλω να λιώσω και να με παρασύρει η αποχέτευση. Αυτός ο πόνος στην αριστερή ωμοπλάτη επανήλθε. Αισθάνομαι την ανάγκη να απομονωθώ. Είδα... Ένιωσα... Άκουσα... Είπα... Αντιλαμβάνομαι περισσότερα απ’ όσα σου δείχνω. Το παιχνίδι δεν είναι επί ίσοις όροις και το ξέρεις. Αναρωτιέσαι σε ποιον απ’ όλους απευθύνομαι; Σε σένα μιλάω. Εσένα που διαβάζεις και καταλαβαίνεις. Λένε πως η αλήθεια είναι υποκειμενική. Αλήθεια είναι! Εγώ βλέπω μόνο τη δική μου αλήθεια. Αυτή που θέλω, αυτή που με βολεύει. Η δική σου ποια είναι;


Τέρμα τα γκάζια πάλι απόψε και ρακόμελα. Κι ένα φεγγάρι 3/4 να με καταδιώκει από ψηλά. Με ξέρεις; Νομίζεις στ’ αλήθεια πως με ξέρεις; Ή βλέπεις απλά αυτό που θα ήθελες να είμαι; Κάτι μέσα μου θέλει να βγει, ν’ αναστηθεί. (Ανα) Γέννηση = Πόνος. Δεν πονάς μόνο εσύ, πονάω κι εγώ. Μα δεν τον χρησιμοποιώ. Μπορώ να σε χειραγωγήσω. Μα δε θα ήμουν ο εαυτός μου τότε. Προτιμώ να είμαι ΕΓΩ. Κομμάτια... χίλια δυο. Μορφές και λόγια. Μουσικές, βήματα, χρώματα και σχήματα. Κάποιος μου μίλησε για γρανάζια. Το δικό μου μάλλον σκούριασε και χάλασε. Σε παρακαλώ, φτιάξε με! Θέλω να γίνω Όμορφος Άνθρωπος.



Photo by PAtScHWOrK


* σ' ευχαριστώ που μου έδωσες μια αφορμή για να μη σταματήσω




on/off



Πόσο θα ήθελα να είχα διακόπτες!

Να με ανοίγω... να με κλείνω.



My dear bloggers


Photo by metalifreak



Ξύπνησα σήμερα στις 10 με εμφανή τα σημάδια της κούρασης και νωπές τις αναμνήσεις της χθεσινοβραδυνής συνάντησης. Βγήκα για μια βόλτα με το ποδήλατο πριν ακόμη πιω καφέ κι η πρωινή ψύχρα σε συνδυασμό με τη θαλασσινή αύρα και τη λιακάδα λειτούργησαν πάνω μου καταλυτικά. Έχω ένα κεφάλι γεμάτο σκέψεις, λέξεις και προτάσεις που ξεκινούν από το τίποτα, μα στην πορεία ενώνονται σαν διακλαδώσεις της ίδιας κεντρικής αρτηρίας και θέλουν να ξεχυθούν.

Όταν ξεκίνησα αυτό εδώ το blog μερικούς μήνες πριν, δε φανταζόμουν μέχρι πού θα μπορούσα να φτάσω. Ούτε πόσο κόσμο θα γνώριζα. Ούτε πόσο πολύ θα μπορούσα ν’ ανοιχτώ και πόσα θα μπορούσα να γράψω. Αποδείχτηκε πολύ καλή και φτηνή ψυχοθεραπεία. Με τις καλές και τις κακές της στιγμές. Εθισμός και συντροφιά στη μοναξιά, παρέα με τον πρωινό καφέ του Σαββατοκύριακου και με το καθιερωμένο κονιάκ τα ήσυχα βράδια.

Πολλά θα μπορούσα να γράψω για χθες βράδυ. Και για προχθές και για πριν μια βδομάδα και για κάθε φορά που συναντιόμαστε σε μια άτυπη μπλογκοσυνάντηση. Θα μπορούσα να γράψω σελίδες για το ρεβανί και τα σιρόπια που έσταζαν στα χέρια μου, για τα μάτια σου πάνω μου, για το βραχιολάκι από αναδευτήρες που μόλις έβαψα τις γωνίες του με κόκκινο βερνίκι νυχιών, για το χαρτάκι της Λ που το κρατούσε στα χέρια της σαν επτασφράγιστο μυστικό, για τα cd και τα πανέμορφα σκουλαρίκια της Φ, το παιδικό κι αυθόρμητο χαμόγελο του Ν, τα χέρια του Κ, το γυμναστήριο στο σπίτι του Α και το βλέμμα του που δεν είναι αυτό που δείχνει, τη μουσική του Σ και την απρόσμενη πρόσκληση, το χιούμορ του Γ, για τα ανεπαίσθητα αγγίγματα του άλλου Γ, τη συγκαταβατικότητα της Σ, το ντεκολτέ και την αμηχανία της Μ και πόσες ακόμα σκέψεις δικές μου, καταχωνιασμένες στα συρτάρια του νου που τόσο ξεγελάνε καμουφλαρισμένες πίσω από ένα πλατύ χαμόγελο.

Πόσα μα πόσα θα μπορούσα να γράψω! Mα τότε, τι θα είχα κρατήσει για μένα; Τι θα είχε μείνει που δε θα ήξερες; Και πώς θα μπορούσα να σε ξαναδώ μη χαμηλώνοντας το βλέμμα; Είμαστε τελικά όσα γράφουμε; Μη γελιέσαι, ξέρω πια. Μου πήρε λίγους μήνες να μάθω, αλλά τα κατάφερα. Κι αυτή τη διαίσθηση που λες πως δεν καταλαβαίνεις, εγώ την έχω. Και δεν ξαναπέφτω στην παγίδα. Δεν άλλαξα, πάλι εγώ η ίδια θα ‘μαι, αλλά αυτό το blog έχω την αίσθηση ότι δεν θα είναι πια το ίδιο. Μη με ρωτήσεις, κουράστηκα, μ’ αφήνεις λίγο μόνη;





Η νύχτα


Είναι η ώρα που θέλω να πιω. Κρασί. Είναι η ώρα που χαλαρώνω, που πέφτουν οι αντιστάσεις. Η ώρα που θα βγω βρεγμένη απ’ το ντουζ, θ’ ανάψω τα κεριά και θα βάλω μουσική. Και μ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί θα καθήσω μπροστά στην οθόνη. Μπροστά στο desktop που η candyblue βάζει κόκκινο κραγιόν στα χείλη. Έχω φετίχ με τα κραγιόν, σου το ‘πα; Φταίει το σχήμα τους, θυμίζει φαλλό που πλησιάζει στο στόμα.

Αν δεν έχω κρασί, θα βάλω κονιάκ. Με πάγο. Κι ας λένε ότι δεν πάει. Στο κρακ που κάνει το παγάκι σαν πέφτει πάνω του το υγρό, θα λιώσω. Και σαν η πρώτη γουλιά με κάψει, θα γράψω. Θα γράψω για όσα έζησα, όσα ένιωσα και όσα θα ‘θελα ακόμα. Κάποια απ΄αυτά θα με κάνουν να κλάψω. Είναι ατόφια η αλήθεια.

Συχνά βάφω τα νύχια μου συγχρόνως. Κόκκινα ή μπορντώ. Είναι η ώρα που μια δρασκελιά να κάνω, σ’ έχω φτάσει. Θα σε διαβάσω και θα ξεχαστώ. Θα θυμηθώ και θα ξεχάσω. Θα φανταστώ πως σε φοράω σαν μπουρνούζι κι ύστερα σαν το σατέν μου νυχτικό. Θα γλιστράς επάνω μου τη νύχτα και θα με νανουρίζεις σαν σαξόφωνο βραχνό.



* Αυτό το blog έχει εκπληρώσει το σκοπό του. Ανά πάσα στιγμή μπορεί και να αυτοκαταστραφεί.


Duet


Photo by pablorenauld




Διαστροφή είναι ο φόνος, διαστροφή κι ο πόνος. Όταν εσύ συμπλήρωσες "κι ο χρόνος", ήξερα πως μαζί θα κάναμε τα πιο όμορφα εγκλήματα.

8/10/2002 - "Ο δολοφόνος με τον μετρονόμο" έγραψαν οι εφημερίδες, όταν δίπλα στο πρώτο πτώμα τον βρήκανε να δίνει το tempo σε 4/4 πάνω σε μια παρτιτούρα που κολυμπούσε σε μια λίμνη αίματος.

16/1/2003 - Την παρέσυρες στο στούντιο για να προβάρετε ένα ντουέτο. Prima vista δική μου! Της έκοψα το λαιμό με μια χορδή, την ώρα που εσύ συνέχισες ατάραχος να παίζεις σε F major.

19/5/2004 - Πίσω απ’ την κουίντα του βγάλαμε μαζί τα νύχια ενώ η ορχήστα έπαιζε Adagio for strings in G minor. Τον είχες δέσει πάνω σ’ ένα κοντραμπάσο και του φίμωσες το στόμα με ταινία. Στο ancore του έμπηξες με δύναμη τη μπαγκέτα στο αυτί και τον άφησες εκεί όλη τη νύχτα. Τον βρήκε ο μαέστρος το πρωί.

24/9/2005 - Μετά το δείπνο, της έβαλες ν’ ακούσει Prokofiev, March of the Montagues & Capulets. Αργότερα καθώς καθόταν πάνω σου στο κρεβάτι, της κάρφωσα το ψαλίδι στην πλάτη. Πήρα τη φωτογραφική και απαθανάτισα τη λάμψη στα μάτια σου.

Κι οι μήνες περνούσαν κι η μουσική συνόδευε τα μικρά μας εγκλήματα, σαν μυστική συμφωνία για έγχορδα. Κάθε φορά σε άλλο tempo, κάθε φορά μια νέα παρτιτούρα να βάφεται με αίμα, τελετουργία ορχηστρική, εσύ κι εγώ, αγάπη μου, μαζί.

3/1/2006 - Έβγαλες εισιτήριο για Βιέννη, από το νέο έτος θα ήσουν μέλος της Συμφωνικής. Μου το ανακοίνωσες με George Gershwin, Rhapsody In Blue. Δεν μπόρεσα να κρύψω την απογοήτευσή μου.

4/1/2006 - Δεν μπορώ πια να παίξω πιάνο. Τα πλήκτρα χτυπάνε πάνω στα ακρωτηριασμένα σου μέλη και δε βγάζουν ήχο. Ίσως να πρέπει να τα ρίξω στην πισίνα. Ή να τα κάψω στη μπανιέρα. Δεν ξέρω... Μόλις τελειώσει η Σονάτα του Σεληνόφωτος, θ΄αποφασίσω. Πάντα είχαμε τις καλύτερες ιδέες ακούγοντάς την, αγάπη μου...
εγώ κι εσύ... μαζί...