Από τότε που με θυμάμαι, πάντα κάτι μου έλειπε. Θυμάμαι να μου λείπει ο πατέρας μου που γύριζε πάντα κατά τις 10 κι ήταν συνέχεια κουρασμένος. Θυμάμαι να πηγαίνουμε βόλτα, να προσπαθώ να του πιάσω το χέρι κι εκείνος σκληρά να με χτυπά στο πάνω μέρος της παλάμης λέγοντάς μου ότι πρέπει να μεγαλώσω και να μάθω να διασχίζω το δρόμο μόνη. Θυμάμαι να μη με παίρνει αγκαλιά και να μη με χορεύει στα γόνατα, γιατί είμαι μεγάλη πια και δεν πρέπει. Θυμάμαι να τον περιμένω να γυρίσει απ’ τη δουλειά να με βοηθήσει στις ασκήσεις φυσικής και να νυστάζω. Δεν τον θυμάμαι να γελάει συχνά. Θυμάμαι τη μαμά συνέχεια στην κουζίνα. Τη θυμάμαι με τα ρούχα του σπιτιού να μαγειρεύει. Τη θυμάμαι όταν βγαίνανε με τον μπαμπά να φορά γαλάζια σκιά και ρίμελ στις βλεφαρίδες. Θυμάμαι στο μάγουλο μια ελιά και μια στο στήθος δεξιά. Όμορφη, μα καταπιεσμένη. Τη θυμάμαι να μην έχει δική της γνώμη και να είναι πάντα ένα βήμα πίσω απ' τον μπαμπά. Θυμάμαι που ορκίστηκα ποτέ να μη γίνω σαν εκείνη. Θυμάμαι που με κοίταζε και με θαύμαζε κρυφά σαν έβγαινα τα πρώτα ραντεβού, θυμάμαι που ο μπαμπάς δε μου ‘κανε ποτέ ένα κομπλιμέντο κι ας ήμουν σαν κούκλα πορσελάνινη στα 17. Θυμάμαι τον πρώτο άντρα που αγάπησα να μοιάζει στον μπαμπά. Θυμάμαι να θέλω εκείνος να τον εγκρίνει. Θυμάμαι που με πιέζανε να παντρευτώ, θυμάμαι που με στηρίξανε στο διαζύγιο. Θυμάμαι που κρυφάκουσα τον μπαμπά να λέει πως είμαι δυνατή και πως τα βγάζω πέρα στα δύσκολα, ό,τι κι αν γίνει. Θυμάμαι πως έκλαψα και πως εξοργίστηκα. Θυμάμαι πως τον κατάλαβα και τον δικαιολόγησα μετά. Θυμάμαι πως πάντα ανησυχούσε για τον αδερφό μου περισσότερο και πως για μένα πίστευε πως είχα βρει το δρόμο μου. Δεν ξέρω αν πραγματικά τον βρήκα, χάνομαι ακόμα στις στροφές, μα πάντα επιστρέφω. Θυμάμαι να ξεχνώ πάντα τα λάθη μου και να μη μαθαίνω απ’ αυτά. Θυμάμαι πως έχω καιρό να γράψω για μένα.