Μόνη μαζί μου

Αυτές τις μέρες είδα πολύ κόσμο. Ταξίδεψα, διασκέδασα, έφαγα, ήπια, έμεινα στο σπίτι από ελάχιστα έως καθόλου, κουράστηκα... Σήμερα όμως ξύπνησα στο κρεβάτι μου μετά από μέρες, με μια διάθεση νοσταλγική. Μου μύριζαν αναπάντεχα γλυκά τα σκεπάσματα, μου φάνηκε ασυνήθιστα μαλακό το στρώμα κι ας πονούσε το κορμί μου απ’ το ταξίδι. Σηκώθηκα χωρίς βιασύνη κι έφτιαξα φραπέ. Επιτέλους αληθινός καφές, όχι εκείνο το νεροζούμι!

Έβαλα να παίζει ένα cd με jazz που μου χάρισαν πρόσφατα, το ακούω όποτε θέλω να χαλαρώσω. Άναψα και το τζάκι, πρώτη φορά από τότε... πάνε σχεδόν δυόμιση χρόνια. Άναψα και τα φωτάκια στο δέντρο, τι πειράζει που είναι μέρα; Είναι τόσο μουντή που χρειάζεται λίγη λάμψη.

Φοράω εκείνες τις χριστουγεννιάτικες πυζαμούλες με τις νιφάδες που φωσφορίζουν στο σκοτάδι, δώρο της Φ. πέρσι στα γενέθλιά μου. Αν μπορούσα, θα φορούσα και τη μύτη του Rudolf που αναβοσβήνει και τη στέκα με τα κέρατα ταράνδου, αλλά τα πήρε η Τ. για να τα βάλει την πρωτοχρονιά και δεν ήθελα να της τα στερήσω. Πήρε και σκουλαρίκια χιονανθρωπάκια –κι αυτά αναβοσβήνουν- αλλά τα χάρισε στη μαμά του Λ. που της άρεσαν. Ναι, το ξέρω ότι παλιμπαιδίζουμε όλες, αλλά τι πειράζει; Οι γιορτές δεν είναι μόνο για τα παιδιά τελικά. Τουλάχιστον τώρα έχουμε μια πολύ καλή δικαιολογία.

Παλιά δε μου άρεζε να μένω στο σπίτι μόνη. Έψαχνα πάντα να βρω κάτι να κάνω ν' απασχολήσω το μυαλό μου. Τελευταία έχουν αλλάξει πολλά. Αναζητώ τη σιωπή και τη συντροφιά του εαυτού μου όλο και περισσότερο. Δεν είμαι αντικοινωνική, αλλά στο σπίτι μέσα δε θέλω κόσμο να με αποσυντονίζει, μου φτάνει η φασαρία όταν είμαι εκτός.

Σήμερα λοιπόν θα μείνω παρέα με μένα μόνο. Δε σκοπεύω να βγω από το σπίτι, ο κόσμος να χαλάσει. Θα μου μαγειρέψω κάτι και θα μου ανοίξω το καλύτερο κρασί που έχω. Θ’ ακούω μουσική όλη μέρα και δε θα σηκώνω τηλέφωνα. Θ’ ανάψω κεριά και θα χρησιμοποιήσω επιτέλους εκείνο το βάζο με τα άλατα μπάνιου που το κρατάω κλειστό τόσους μήνες χωρίς να ξέρω το γιατί. Θα ξαναδώ παλιές φωτογραφίες και θα κάνω γαλλικό μανικιούρ. Θα ξαπλώσω χωρίς να πρέπει να κοιμηθώ, έτσι γι αλλαγή. Θα δω ταινίες τρώγοντας σοκολατάκια και πίνοντας κονιάκ.



Θα ψάξω στα συρτάρια μου να βρω τον εαυτό που έχω χάσει.

Κι όταν τον βρω θα τον αγαπήσω και πάλι.

Γιατί έναν μόνο τον έχω...

Νυχτερινό


Photo by Luana




Γυρνώ από βραδινή έξοδο. Κουβέντες σημαντικές κι ασήμαντες σε πολυσύχναστο μπαρ. Στη διπλανή λωρίδα οδηγεί ένα περιπολικό. Πάμε παρέα για αρκετά χιλιόμετρα. Στο φανάρι που μας πιάνει γυρίζω και τους κοιτάζω. Χαμογελάμε αμήχανα. Ανάβει πράσινο και συνεχίζουμε, λίγο πιο κάτω στρίβουν αριστερά.

Στη σκέψη μου στριφογυρίζουν τα λόγια του τελευταίου εικοσιτετράωρου. Πόσο αληθινά, πόσο οδυνηρά… Οι ανθρώπινες σχέσεις, το Α και το Ω. Στο βάθος το φεγγάρι μια φέτα ξαπλωμένη σαν να λικνίζεται σε αιώρα αόρατη. Το ίδιο φεγγάρι βλέπουμε κι οι δυο όπου και να 'μαστε. Με συναρπάζει αυτή η σκέψη. Στο ράδιο το "Mad about you" κι η ένταση στο τέρμα.

feel the vibe, feel the terror, feel the pain, it's driving me insane
I can't fake - for god's sake, why am I driving in the wrong lane

Πού να είσαι τώρα; Φέρνω στο νου κάτι που μου είπες και παίρνω δύναμη από σένα. Σειρά μου είναι, μου το χρωστούσες.

Ξέρω πως όλοι σε κρίνουν αυστηρά. Κι εγώ το έχω κάνει στο παρελθόν. Όμως δε θα το κάνω πια. Ποια είμαι εγώ για να σε κρίνω; Μήπως λίγα λάθη έχω κάνει; Μου φτάνει που είσαι εκεί και που υπάρχεις. Και που με κάνεις και αναθεωρώ την αξία των μικρών μας στιγμών.

Να ‘σαι γερός κι ευτυχισμένος. Καληνύχτα.



Comment Moderation


Photo by Lasla


Δεν περιμένεις να σε καταλαβαίνουν όλοι. Για την ακρίβεια, δεν περιμένεις να σε καταλάβει κανείς. Δε γράφεις για τους άλλους, για σένα γράφεις. Όμως έρχεται μια μέρα που παίρνεις ένα σχόλιο που τσιμπάει σαν αγκάθι την καρδιά σου. Και σκέφτεσαι πως απλά σε αδικεί. Τίποτ’ άλλο...


Αγρύπνια


Photo by nocturnalCharm



Νυστάζω πολύ. Είμαι κουρασμένη κι αυτή η φριχτή υγρασία έχει τσακίσει τα κόκαλά μου. Θέλω να κοιμηθώ όμως δεν μπορώ ακόμα. Τουλάχιστον όχι πριν γράψω. Του το χρωστάω. Είναι ο μόνος τρόπος για να του πω ευχαριστώ που ταξίδεψε για να βρεθεί κοντά μου.

Προσπάθησα να υψώσω τείχος και να κρατήσω αντιστάσεις, όλες οι άμυνες βγήκαν στην επιφάνεια, άμυνες που δεν ήξερα πως είχα. Έγινα σχεδόν κακιά, προσποιήθηκα... όμως στο τέλος δεν άντεξα. Λύγισα.

Λίγες ώρες μόνο και μοιρασμένος ύπνος. Δηλαδή, τι ύπνος; Αγρύπνια! Να αφουγκράζομαι την ανάσα του και να αισθάνομαι τη θαλπωρή του κορμιού του, να μην κρυώνω. Να θυμάμαι κι όλα να ξυπνάνε μέσα μου. Και να με πονάνε.

Έκλαψα κι ευχήθηκα να μην είχε έρθει... μα το πρωί που ξύπνησα και δεν ήταν πια εκεί, το πήρα πίσω. Θέλω να πέσω να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω.




Διάλειμμα

Από το Lancashire με αγάπη




Γράφω μέσα από ένα μικρό café πίνοντας ζεστό κονιάκ, κοιτώντας μέσα από τη θαμπή τζαμαρία τη βροχή και το υγρό τοπίο. Χριστούγεννα μακριά απ’ το σπίτι κι όμως τόσο απρόσμενα ευχάριστα. Τόσο γλυκιά μοναξιά. Ποιος θέλει να γυρίσει πίσω; Μακάρι να ‘μενα για πάντα εδώ. Στη βρετανική εξοχή, ο καιρός είναι ιδανικός για περισυλλογή.

Το 2006 δεν ήταν κι άσχημη χρονιά. Θα μπορούσε να είναι καλύτερη, θα μπορούσε όμως να ‘ναι και χειρότερη. Θυμάμαι παλιά κάποια μου είχε πει «πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί και να πραγματοποιηθεί». Ε λοιπόν τα μισά που ευχήθηκα τα τρία προηγούμενα χρόνια πραγματοποιήθηκαν.

Με τα άλλα μισά τι θα κάνουμε;
Τελικά... πόσο περνάνε απ’ το χέρι μας αυτά που ευχόμαστε;
Εμείς πόσο προσπαθούμε γι αυτά; Πόσο τ’ αφήνουμε στην τύχη;
Και τι κάνουμε όταν όλα μας πάνε στραβά;

Δεν ξέρω τι περιμένω από το 2007. Μέχρι να έρθει, προσμένω μόνο ένα τρένο. Που κάποιον θα φέρει μαζί του, έστω και για λίγο και μετά θα τον πάρει πίσω εκεί απ’ όπου τον έφερε. Λίγες στάλες ευτυχίας μετρημένες στα δάχτυλα, με το σταγονόμετρο δοσμένες πάντα μην τύχει και μεθύσω. Θα διώξω τις μαύρες σκέψεις και θα σκέφτομαι θετικά. Δεν πρέπει να είμαι αχάριστη. Έχω όλα όσα κάποιοι θα ήθελαν για να είναι ευτυχισμένοι. Γιατί πάντα λοιπόν ζητάμε αυτό που δεν έχουμε;


Merry Christmas


Photo by ploop26

Πετάω το απόγευμα για UK. Θα συνδυάσω δουλειές και διακοπές. Θα λείψω λίγες μόνο μέρες και θα επιστρέψω δριμύτερη και με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Καλά Χριστούγεννα και Καλή Πρωτοχρονιά να έχουμε. Αν βρω χρόνο και διαθέσιμο pc,
θα ποστάρω κι από κει.

Φιλιά

Ν

Torn


Photo by sndr



4:30 π.μ. ξημερώματα Σαββάτου. Με βρήκε το πρωί να βωλοδέρνω.

Το απόγευμα μου είχε τηλεφωνήσει ο Α. Ήθελε να βγούμε, ευγενικά αρνήθηκα.

Πιο πριν είχε περάσει από το σπίτι ο Γ. Πέντε χρόνια μετά κι ακόμα έρχεται αλληλογραφία γι αυτόν στο γραμματοκιβώτιό μου!

Σήμερα είχε γενέθλια ο Λ. Ήταν κούκλος μέσα στο μαύρο του κοστούμι, έλαμπαν τα μάτια του και το χαμόγελό του φώτιζε το χώρο. Με φίλησε στα χείλη. Έκλεισε τα 26. Θυμήθηκα το καλοκαίρι που πέρασε, τη νύχτα που ήρθε στη σκηνή μου κρυφά και ξάπλωσε πλάι μου.

Ο Δ. καθόταν δίπλα μου και προσπαθούσε να μου πιάσει κουβέντα. Τον διευκόλυνα. Ήταν αρκετά εμφανίσιμος. Με άγγιζε διακριτικά στο μπράτσο.

Ο Γ. άλλαξε θέση και ήρθε κοντά μου. Μελαχροινός. Αρκετά του γούστου μου. Τον άφηνα να μ’ αγκαλιάζει.

Ο Μ. μου χάρισε ένα λουλούδι. Κόκκινο τριαντάφυλλο που μύριζε έντονα παρ’ όλο τον καπνό που σκέπαζε το χώρο.

Ο Κ. φεύγοντας με φίλησε κι ας μ’ είχε γνωρίσει σήμερα κιόλας.

Οι περισσότεροι μετά θα πήγαιναν κάπου αλλού να συνεχίσουν τη βραδιά. Ήθελα να φύγω. Κατέβηκα την πλατεία Ναυαρίνου και κατευθύνθηκα κάπου γνωστά. Δεν είχε πάει ακόμα 2:00.

Βρήκα τον Σ. στο στέκι. Χάρηκα που τον είδα μετά από καιρό. Είπαμε πολλά. Στοίχημα πως κατάλαβε πολύ λίγα. Πώς γίνεται μαζί να μιλάμε και χώρια να καταλαβαίνουμε; Τον πήγα σπίτι στις 4 και κάτι. Του υποσχέθηκα πως θα του κάνω αναπάντητη μόλις φτάσω. Γαμώτο! Ξέχασα να του ευχηθώ για τις γιορτές.

Ο δρόμος άδειος, άραγε είμαι η μόνη που ξενυχτάει; Το πόδι βαρύ στο γκάζι, σε μια στροφή στον περιφερειακό πιάνω 130. Μια σκέψη μου περνάει απ’ το μυαλό. Τι θα γίνει αν δεν επαναφέρω το τιμόνι;

4:45 π.μ. Σώα και αβλαβής στο σπίτι.

Τόσα γράμματα της αλφαβήτου,
κι όμως λείπει κάποιο...

.

11:05 π.μ. Σάββατο πρωί, ξυπνάω με φοβερό πονοκέφαλο. Έχει τελειώσει κι ο καφές. Τι μαλακίες έγραψα χθες βράδυ!


darklord

Στη χώρα που ακόμα βρέχει




Νύχτα τον γνώρισε - ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Γιατί εκείνος την είχε προσέξει από πριν. Και της είχε αφήσει ένα μήνυμα σε μια ιστοσελίδα. Εκείνη δεν είχε δώσει σημασία τότε, ήταν ένα μήνυμα σαν όλα τ’ άλλα, αδιάφορο, ένα από τα πολλά...

Πέρασαν μήνες από κείνη τη μέρα, μέχρι που ένα βράδυ χαζεύοντας τυχαία στο νετ, έπεσε πάνω στο προφίλ του. Δεν τον θυμόταν. Δεν είχε φωτογραφία, τουλάχιστον όχι κάποια που να δείχνει πώς είναι. Μια φωτό κομμένη στη μέση σχεδόν, ένα μαύρο μακό, ένα μπράτσο με μια φλέβα να προεξέχει, μισό μάγουλο και μια υποψία από χείλη. Και το ταβάνι... Κι όμως υπήρχε κάτι εκεί που ήταν αρκετό να της κεντρίσει το ενδιαφέρον. Η φλέβα αυτή της ξύπνησε κάτι πρωτόγνωρο.

Η ώρα ήταν περασμένη. Νύχτα καλοκαιριού, η πόλη άδεια, οι περισσότεροι έλειπαν σε διακοπές. Αυτή μόνη σπίτι, μ’ ένα μπουκάλι λευκό κρασί να σκοτώνει τις ώρες μπροστά σε μια οθόνη. Τα στοιχεία στο προφίλ του λειψά, δεν έλεγαν κάτι για κείνον. Τοποθεσία: «Εδώ πάντως βρέχει». Κι όμως κάτι της έλεγε πως πρέπει να του μιλήσει. Του άφησε μήνυμα και προς μεγάλη της έκπληξη εκείνος απάντησε σχεδόν αμέσως. Κι οι δυο online λοιπόν. Τουλάχιστον θα είχε κάτι να περάσει την ώρα της.

Τις μέρες που ακολούθησαν έμαθε πολλά γι αυτόν. Όχι όλα όσα θα ‘θελε, της τα έλεγε μισά και άφηνε πάντα κάτι να αιωρείται. Τον συναντούσε πάντα μετά τα μεσάνυχτα, ήταν βλέπεις κι η διαφορά της ώρας. Τον περίμενε να τελειώσει απ’ τη δουλειά για να τα πούνε. Δεν τον είχε δει ακόμα κι αυτό ήταν αρκετό για να την εξιτάρει. Μια φορά μονάχα την άφησε να δει κάτι λίγο απ’ αυτόν, μέσω μιας webcam, νύχτα, μαύρο σκοτάδι πίσσα στο δωμάτιο, κι αυτός με μαύρο μακό να πίνει κρασί και να δείχνει μόνο το στέρνο του, δυο μπράτσα γυμνά, δυο χέρια μ’ ασημένια δαχτυλίδια κι ένα μενταγιόν στο λαιμό που μόλις μπορούσε να διακρίνει. Τα χείλη του μόνο έβλεπε, όχι πιο πάνω...

Η κουβέντα τους, συχνά αποκαλυπτική, είχε κάτι που τραβούσε και τους δυο ως τα χαράματα. Όσο πιο πολλά λέγανε, τόσο περισσότερα ήθελε να μάθει ο ένας για τον άλλον. Την άφηνε να τον μαθαίνει σιγά σιγά, της αποκάλυπτε λίγα κάθε φορά φροντίζοντας να της κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον. Εκείνη απ’ τη μεριά της έκανε ακριβώς το αντίθετο, πάντα έτσι ήταν, δεν άφηνε τίποτα για το τέλος, ήταν του «όλα ή τίποτα» - εξάλλου δεν είχε και τίποτα να χάσει, ούτε καν το χρόνο της, είχε όσο χρόνο ήθελε στη διάθεσή της. Μέρες κενές και νύχτες ατελείωτες, πρόσφατα προδομένη από έναν έρωτα που της άφησε ανοιχτές πληγές, προσπαθούσε να γιατρέψει τα σημάδια της, να μη σκέφτεται, να γεμίζει τα βράδια της ευχάριστα και να μπορεί να κοιμάται τις μέρες χωρίς πόνο. Έπινε. Κι ανοιγόταν. Σ’ έναν άγνωστο. Κάποιον που είχε γνωρίσει λίγα βράδια πριν, που την έκανε να χαμογελά και να ξεχνιέται, που της γινόταν απαραίτητος μέρα τη μέρα, που είχε την περιέργεια να δει κι από κοντά, μα ήξερε πως αυτό δε θα γινόταν.

Μέχρι που εκείνος το πρότεινε πρώτος. Κι εκεί ήταν που, στο ενδεχόμενο μιας επικείμενης συνάντησης, εκείνη τρόμαξε κι έκανε πίσω... Το τελευταίο που χρειαζόταν ήταν μια ακόμα ερωτική ιστορία, ένα σκαλί να πατήσει πάνω για να ξεπεράσει το προηγούμενο και ν’ ανέβει λίγο πιο ψηλά. Αρκετά μπερδεμένη ήταν, της έφταναν όσα είχε περάσει τους προηγούμενους μήνες. Του είπε ψέματα ελπίζοντας πως εκείνος θα πληγωθεί, πως θα θιχτεί ο αντρικός του εγωισμός και θα κάνει πίσω. Κι έτσι έγινε! Ήρθε στην Ελλάδα και δεν την πήρε ούτε ένα τηλέφωνο. Κάποια μεταμεσονύκτια sms, άλλα λόγια ν’αγαπιόμαστε κι αυτό ήταν όλο.

Εκείνη πολλά βράδια τον σκεφτότανε. Της φαινόταν αστείο να τους χωρίζουν μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα, αντί για τη θάλασσα που τους χώριζε πριν κι όμως ν’ αφήνουν προφάσεις κι εγωισμούς σαν μικρά παιδιά να μπαίνουν ανάμεσά τους. Είχε το τηλέφωνό του. Σκέφτηκε να μπει στ’ αμάξι και να τραβήξει νότια. Αν πήγαινε να τον βρει, εκείνος ίσως να μαλάκωνε. Ίσως να περίμενε μια δική της κίνηση, μια κουβέντα, μια πρόσκληση να πάει να την συναντήσει. Κάτι που δεν έγινε ποτέ.

Κι οι μέρες πέρασαν και μαζί τους κι οι διακοπές του κι εκείνος γύρισε πίσω στη χώρα που πάντα βρέχει. Κι εκείνη δεν τον γνώρισε ποτέ. Μέχρι που χθες τον είδε πάλι. Κατά τύχη, μήνες μετά. Και σήμερα πάλι, εκείνος μπήκε για να τη «συναντήσει». Και να της χαρίσει ένα τραγούδι. Και της θύμισε πως είχαν κάνει σχέδια γι αυτά τα Χριστούγεννα, να πάει εκείνη να τον βρει στη χώρα που πάντα βρέχει. Μόνο που τώρα στην καρδιά της δε βρέχει πια. Και της έχει αφήσει μόνο μια πολύ γλυκιά ανάμνηση. Σκοτεινή μα γλυκιά... Αλμύρα που σκάει στο πρόσωπο σαν στέκεσαι κοντά στο βράχο κι ατενίζεις το πέλαγος. Ποιος ξέρει; Ίσως στο μέλλον. Ίσως...


The Party’s Here



«Πόσα κλείνεις είπαμε;»

Οι πρώτοι καλεσμένοι αφίχθησαν κατά τις 21:30. Στο σπίτι όλα έτοιμα, κεριά, μουσική, εορταστικός στολισμός λόγω των ημερών (όσα λαμπάκια δεν έφαγε ο Ράμσυ δηλαδή) και η οικοδέσποινα έτοιμη κι αυτή και απαστράπτουσα. "Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει" λέει η σοφή λαϊκή παροιμία, πόσο μάλλον τον εαυτό σου! Εξάλλου αν δεν το πιστέψεις εσύ, πώς περιμένεις να το πιστέψουν οι άλλοι;

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, κι εκεί που το κέφι είχε ανάψει, είπα να βγάλω την τούρτα και να σβήσω τα κεράκια. Είχα αγοράσει 2 πακετάκια των 20, από αυτά τα μικρά τα ροζ που παίρνουν για τα κοριτσάκια. Αν είχε συσκευασίες των 18, πάλι 2 θα έπαιρνα και θα μου έβγαιναν ακριβώς, μην προτρέχετε λοιπόν σε κακεντρεχή σχόλια.

Παρένθεση: Η πωλήτρια όταν είδε ότι πήρα τόσα πολλά, επενέβη όσο πιο ευγενικά μπορούσε: "Έχουμε και κεράκια με αριθμούς, να μη χαλάσετε την τούρτα!" Την κοίταξα λοιπόν κι εγώ όσο πιο ευγενικά μπορούσα και της είπα ότι "Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΤΟΥΡΤΑ θέλω να έχει όλα τα κεριά επάνω για να φαίνεται ωραία στις φωτογραφίες, εντάξει;" Μου ευχήθηκε με τη σειρά της να τα εκατοστήσω, αλλά μάλλον τα κεριά που θα πουλούσε σκεφτότανε.

Ανοίγω λοιπόν το πρώτο πακετάκι με τα κεράκια κι αρχίζω να τα στήνω στην τούρτα. Δυο απ' αυτά μου ξέφυγαν, κύλησαν στο τραπεζάκι και πέσανε στο πάτωμα. Εγώ δεν το αντελήφθην, διότι τι να πρωτοδώ το party girl! "Ορνέλλα" μου φωνάζανε συνέχεια και γύριζα δήθεν έκπληκτη και σαστισμένη για να βγουν αυθόρμητες οι φωτογραφίες. Τα μετράω λοιπόν και τα βρίσκω 18! "Ε θα έκανα λάθος" σκέφτηκα και συνεχίζω ακάθεκτη με το δεύτερο πακετάκι, νομίζοντας ότι κι αυτό θα έχει μέσα 18. Στο μεταξύ ο καλός μου αδερφούλης έχει βρει τα 2 που αυτομόλησαν και εν αγνοία μου τα προσθέτει στην τούρτα που έχει ήδη πάνω 18. Συν τα άλλα 20 που έχω βάλει εγώ, πόσο μας κάνει λέμε; Σαράντααα!!!

Ναι, ναι, καλά καταλάβατε, 40 κεράκια έσβησα, αντί 36 που έπρεπε. Το θυμάμαι και γελάω. Κι είχα κι από δίπλα το γειτονάκι να με κοροϊδεύει –και με το δίκιο του- γιατί εδώ και καιρό μου λέει ότι τα κρύβω. Τι να κρύψω, αγάπη μου; Έχω εγώ ανάγκη από τέτοια; Είμαι μια θεά και δε σηκώνω αντίρρηση. Εξάλλου είμαι όσο αισθάνομαι, αλλά κι όσο είμαι να 'δειχνα, πάλι θα λύσσαγαν οι εχθρές μου! Κι όπως έλεγε κι η Ρίτα "οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες", άρα εγώ είμαι δυο δεκαοχτάρες, διορθώστε με αν κάνω λάθος στα μαθηματικά. Μου αφιερώνω λοιπόν το παρακάτω τραγουδάκι κι ας μην ξέρω γαλλικά για να καταλαβαίνω τι λέει, μου φτάνει που εγώ είμαι μια λολίτα. Ή μάλλον δυο για την ακρίβεια.

Όχι, για να μη λέτε ότι γράφω συνέχεια κλαψομούνικα posts, ορίστε, αυτοσαρκάζομαι κιόλας.

Σας φιλώ γλυκά στη μούρη. Και του χρόνου με υγεία.


Ήρθες στον ύπνο μου


Photo by andaria




Είδα στον ύπνο μου πως σε συνάντησα και πάλι. Κι ήταν τα γελαστά σου μάτια όμορφα κάτω απ΄τις πυκνές σου βλεφαρίδες. Μ’ αγκάλιασες και ζέστανε η καρδιά μου. Κι ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα.

«Πόσος καιρός πάει;» με ρώτησες
«Από τότε» σου απάντησα
«Πώς κι έτσι;»
«Δε θέλησα άλλον από σένα»


Δεν ξέρω αν με πίστεψες, μόνο μ’ αγκάλιασες και πάλι και σε ρώτησα αν θα μ’ άφηνες να κλάψω. Κι έκλαψα εκεί χωμένη μέσ’ στα μπράτσα σου, με το κεφάλι στη γουρνίτσα του λαιμού σου, κάτω απ’ τα μαύρα σου μαλλιά να με σκεπάζουν. Κι έκλαψα γιατί ποτέ μου δε σου μίλησα, παρά μονάχα στ’ όνειρό μου. Για όσα ήθελα από σένα και όσα είχα να σου δώσω.

Τώρα που ξύπνησα το ξέρω πως δε σ’ έχω, ποτέ δε σ’ είχα, ποτέ δε σ’ άφησα να μάθεις... Δεν ξέρω αν μετάνιωσα ή αν ήταν για καλό που λένε, που ποτέ οι δρόμοι μας δε σμίξαν. Ξέρω μονάχα πως για τα Χριστούγεννα μια ευχή μόνο θα κάνω. Μια νύχτα ακόμα γεμάτη από σένα. Μόνο.



Birthday Post

Ξορκίζοντας τη μοναξιά

Photo by KatrinaStranger

“...everything that has a beginning, has an end…”

Γι αυτό κι εγώ δεν θα τα πάρω απ’ την αρχή, αλλά απ’ το τέλος.


Σήμερα κλείνω τα 36. Δε νιώθω λύπη, δε νιώθω χαρά, δε νιώθω τίποτα. Ξύπνησα μουδιασμένη και δεν ήθελα καν να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, ήθελα μόνο να γινόταν να γυρνούσα 10 χρόνια πίσω και να πάρω τη ζωή μου αλλιώς. Όχι πως θα ‘κανα κάτι διαφορετικό, πάντα πίστευα πως είμαστε αυτό που μας έχουν κάνει οι εμπειρίες μας. Μόνο... να κέρδιζα λίγο χρόνο ακόμα, σαν να μη μου ‘φτασαν όσα έζησα, σαν να μη στράγγιξα τη ζωή, σαν να μη ρούφηξα όλο το μεδούλι από το κόκκαλο.

Κόσμο γνώρισα πολύ, φίλους έκανα λίγους, όμως χαίρομαι όταν πλαισιώνομαι από άτομα που δείχνουν ν’ αντέχουν στο χρόνο. Λόγια που έμειναν χαραγμένα στην καρδιά, εικόνες ανεξίτηλες στη μνήμη, ταξίδια, μέρη, πρόσωπα, παιδιά... Χιλιόμετρα αμέτρητα, βήματα πολλά, άλλοτε γοργά και ανυπόμονα άλλοτε βαριά και κουρασμένα, μα πάντα κάποιος πλάι μου - κι ας ήταν ένας άλλος κάθε φορά, μου αρκούσε να μην είμαι μόνη. Κι όμως είναι δυο χρόνια τώρα που και με κόσμο νιώθω μόνη. Δεν τις αντέχω τις φλυαρίες, το ρηχό βλέμμα, το συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού, το παγωμένο χαμόγελο, τα άδεια μάτια.

100 τετραγωνικά, ένας υπολογιστής και 2 γάτες είναι ο κόσμος μου όλος. Κι οι μνήμες μου, που παλιά τις κρατούσα καλά σφαλισμένες μα που τώρα συχνά κάνουν πρεμιέρα σ’ ένα blog που διαβάζεις κι εσύ.

Απόψε πρέπει να γιορτάσω. ΠΡΕΠΕΙ! Όχι γιατί κανείς με υποχρεώνει, αλλά γιατί έχω τόσα για τα οποία πρέπει να γιορτάζω κάθε μέρα: Γιατί εργάζομαι, γιατί έχω ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μου, γιατί είμαι υγιής, γιατί έχω δίπλα μου την οικογένειά μου, γιατί έχω φίλους που μ’ αγαπάνε, γιατί έχω ακόμα σώας τας φρένας, για το blog αυτό και ό,τι μου κρατά συντροφιά τα τελευταία δυο χρόνια. Για τις στιγμές τις όμορφες, τις ξένοιαστες, τις ερωτευμένες... για τους πόνους και τις απογοητεύσεις ακόμα, για το Χρόνο που στάθηκε τόσο καλός μαζί μου, για όσα πέρασαν και για όσα θα ‘ρθουν. Για τη φιλία, την αγάπη, τον έρωτα, τη συντροφικότητα. Για τη nosy ρε γαμώτο!

Απόψε λοιπόν θα γιορτάσω. Γιατί τίποτα δεν είναι δεδομένο.

.

Χρόνια μου πoλλά και καλά!



Jaws - The Return

Τα σαγόνια του γάτου

Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω

Χθες γυρνώντας σπίτι από τη δουλειά, με το που βάζω το κλειδί και ανοίγω την πόρτα, βλέπω το γάτο μου τον Ράμσυ να τρέχει να κρυφτεί. Αυτό είναι πολύ ασυνήθιστο, γιατί συνήθως έρχεται να μου τριφτεί για αγκαλιές, είναι όμως επίσης πολύ χαρακτηριστικό, και σημαίνει ότι κάτι κακό έχει κάνει.

Δε χρειάστηκε να ψάξω, η ζημιά ήταν μπροστά στα μάτια μου. Ένα κομμένο καλώδιο φαρδύ πλατύ στο πάτωμα, μερικά φυλλαράκια από φίκο μπένζαμιν σκορπισμένα επιμελώς ατημέλητα και η Ζήνα παραδίπλα, eye witness, μ’ ένα βλέμμα μπλαζέ σε στυλ «Μην κοιτάς εμένα, ο άλλος το έκανε!»

Ένα φυτό είπα να στολίσω φέτος με λαμπάκια η γυναίκα, δυο φορές μου τα κατέστρεψε το τέρας. Διότι μην τον βλέπετε έτσι γλυκούλη στη φωτό, περί τέρατος πρόκειται, που δεν έχει αφήσει καλώδιο για καλώδιο σε ησυχία. Μου έχει κόψει πολλάκις καλώδια από πληκτρολόγιο, από ποντίκι, από scanner, από modem και το καλώδιο του τηλεφώνου, αν μπορούσε θα μασουλούσε και το monitor, σας τ’ ορκίζομαι! Πέρσι πάνω στα νεύρα μου άρπαξα ένα κομμένο καλώδιο και του ‘ριξα μερικές μπας και συνετιστεί. Έκλαψε λίγο, κρύφτηκε και για ένα διάστημα μόλις έβλεπε καλώδιο, όπου φύγει φύγει. Μετά το ξέχασε κι άρχισε τα ίδια πάλι... Είδα κι απόειδα, αγόρασα ασύρματα, αλλά μου έχει μείνει συνήθεια να κλειδαμπαρώνομαι στο γραφείο και να παραφυλάω μην μπει το τέρας κλεφτά και δεν τον πάρω χαμπάρι.

Αφού λοιπόν δεν μπορεί να βάλει χέρι –συγνώμη, δόντι- στον υπολογιστή, μ’ εκδικείται και ξεσπάει τώρα στα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Είχα πάρει την περασμένη βδομάδα κάτι ωραία φωτεινά αστεράκια για τη μπαλκονόπορτα, δεν πρόλαβα να τα κρεμάσω. Ξυπνάω το πρωί και τι να δω! Ανάβανε μόνο 6 από τα 36! Είχε κόψει το καλώδιο πάλι. Ευτυχώς είχα κρατήσει την απόδειξη, τα τύλιξα ωραία ωραία στη συσκευασία τους και τα γύρισα πίσω. «Εεεε, ήτανε κομμένο ένα καλώδιο» τους είπα και μου τα αλλάξανε χωρίς δεύτερη κουβέντα ευτυχώς. Όμως τα λαμπάκια του δέντρου δεν μπορώ να τα επιστρέψω, έχει κόψει το καλώδιο σε 3 διαφορετικά σημεία ο αχόρταγος, ούτε μακαρόνια να ήτανε. Αναγκάστηκα ν’ αγοράσω άλλα. Παρακαλάτε να τη βγάλουν καθαρή μέχρι το νέο έτος, όχι τίποτ’ άλλο, αλλά μη μου πάθει και καμιά ηλεκτροπληξία το γατί! Μου ‘χει πει ο κτηνίατρος ότι μπορεί να μείνει με μισή γλώσσα.


Τ’ ακούς γατούλη; Έλα... μαμ!


Άδεια μου αγκαλιά



Photo by makyo



Απο χθες ακούω το La Fisarmonica. Μ’ έχει πιάσει μια γλυκιά μελαγχολία. Μου θυμίζει εφηβικά πάρτυ, αγκαλιές, πρώτα φιλιά, αγγίγματα στα σκοτεινά, σκιρτήματα... Χρόνια ανέμελα που δε γυρνάνε πίσω - και ποιος το θέλει άλλωστε; Μεγαλώσαμε πολύ...

Έχω μπει σ’ ένα τριπάκι κι αναπολώ γιορτές, Χριστούγεννα... Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Χαρούμενες μέρες που μαζευόμασταν όλοι στο σπίτι, πότε στο ένα και πότε στο άλλο, τραπέζια γεμάτα, κρασί άφθονο, φωνές και γέλια... κι εκείνος δίπλα μου. 8 ολόκληρα χρόνια...

1999: Τα πρώτα Χριστούγεννα σπίτι μας. Ήθελα τόσο πολύ να στολίσω δέντρο. Όλα καινούρια! Πρώτο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, πρώτη Πρωτοχρονιά, τ’ Αη Γιαννιού ξανά τραπεζώματα, κόσμος, φίλοι, ευτυχία...

2001: Και μετά ξαφνικά μόνη, εγώ κι οι τέσσερις τοίχοι, χωρίς έπιπλα, μόνο ένα κρεβάτι και μια τηλεόραση. Φτου κι απ’ την αρχή... Άντεξα.

2002: Τα δύο επόμενα Χριστούγεννα ήμουν με κάποιον άλλον. Δυο ακόμα χρόνια μ' ένα ζευγάρι ξένα φτερά, ένα ζευγάρι δανεικά δεκανίκια. Και πάλι Χριστουγεννιάτικα δέντρα, λαμπιόνια, γιρλάντες, βασιλόπιτες και σαμπάνιες, όμως λιγότερος κόσμος - δεν τα περνάς ανώδυνα τη δεύτερη φορά...

2004: Μόνη πάλι. Τα έπιπλα δικά μου ευτυχώς. Κι οι γάτες. Κατάδικές μου κι αυτές. Καταδικασμένες μαζί με μένα να υπομένουν την απουσία του. Να αναζητούν τη μυρωδιά του στα μαξιλάρια του καναπέ και σε ξεχασμένα μακό. Και να μου δείχνουν με τον τρόπο τους πως τους λείπει.

2006: Δε στολίζω δέντρο από τότε. Βαριέμαι να το κατεβάσω απ’ το πατάρι κι ακόμα περισσότερο να το ξεστολίσω μετά. Ποιο το νόημα να το βλέπω μόνη; Τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά. Κι όσο κι αν είμαι παιδί στην ψυχή, καταλαβαίνω επιτέλους πως πρέπει κάποτε να μεγαλώσω. Μόνη.

Γαμημένο ακορντεόν, με ξέσκισες απόψε. Σίγουρα έβαλε το χεράκι της κι η βότκα.


Ψιτ! Κοιμάμαι ακόμα στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού.

Τι είχαμε, τι χάσαμε!


Photo by Nsoroma79

Της τηλεφώνησα για δυο λόγους:
α) γιόρταζε ο άντρας της την προηγούμενη (του Αγίου Νικολάου)
β) η ίδια γέννησε πριν 3-4 βδομάδες και ήθελα να της ευχηθώ για το μωράκι
Μ’ ένα σμπάρο 2 τρυγόνια λοιπόν.

Έκπληξη πρώτη: Δεν αναγνώρισε την κλήση μου, πράγμα που σημαίνει ότι είχε διαγράψει το νούμερό μου από το κινητό της. Με πείραξε αυτό, δεδομένου ότι τη γνωρίζω 3 χρόνια.
Έκπληξη δεύτερη: Όταν της είπα το όνομά μου, πάλι δεν έδειξε να με αναγνωρίζει κι αναρωτήθηκε ποια είμαι. Ούτε με το χαϊδευτικό μου δε με κατάλαβε. Αν μη τι άλλο, το nosy είναι χαρακτηριστικό!

Μου μιλούσε ψυχρά, σχεδόν αδιάφορα και μ’ έκανε να αισθανθώ πολύ άβολα. Στην τελική, δεν την πήρα να της ζητήσω δανεικά, αλλά να της ευχηθώ. Είχα σκοπό να την καλέσω και στο πάρτυ μου, αν είχε σαραντίσει, αλλά σκέφτηκα «λεχώνα είναι, σιγά μην τρέχει σε χορούς». Δεν πρόλαβα βέβαια. Εκεί που της μιλούσα, ξαφνικά έκλεισε η γραμμή. Κοιτάω το κινητό μου, είχε φουλ σήμα. Της ξανατηλεφωνώ, βγαίνει τηλεφωνητής. «Ο συνδρομητής που καλείτε δεν είναι διαθέσιμος».

Τι έγινε ρε παιδιά; Μου το έκλεισε; Αποκλείεται, σκέφτηκα! Τέτοια αγένεια, γιατί; Υπέθεσα λοιπόν ότι όντως δεν είχε σήμα ή ότι έπεσε η μπαταρία κλπ. Λογικά θα μ΄έπαιρνε αυτή μετά. Ε ακόμα με παίρνει! Εγώ την πήρα άλλες 2 φορές την Παρασκευή και δεν ήταν διαθέσιμη.

Συχνά έρχεται η στιγμή που αξιολογείς τις γνωριμίες σου. Δεν την θεωρούσα ποτέ φίλη με την πραγματική σημασία της λέξης, αλλά είχαμε καλή χημεία και όταν βρισκόμασταν έδειχνε πως της άρεσε η παρέα μου. Κι όμως αυτή τη φορά που της τηλεφώνησα δεν έδειξε καν τη στοιχειώδη ευγένεια. Τι μεσολάβησε σ’ αυτό το διάστημα; Τίποτα! Υποθέτω πως είναι μια ακόμη από αυτές τις «φίλες» που όταν τις συναντάς στο δρόμο μετά από καιρό, σου πετάει το γνωστό κλισέ: «Έλα βρε, πού χάθηκες; Ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρες!» και σε κάνει να αισθάνεσαι κι άσχημα από πάνω. Εδώ λοιπόν είναι που εσύ πρέπει να ‘χεις το θάρρος να της απαντήσεις ένα ορθό-κοφτό: «Ούτε κι εσύ!» και να τη στείλεις στα τσακίδια.


Σταματημένοι δείκτες


Photo by dressONbackwards



Στο σπίτι μου έχω έξι ρολόγια. Δύο τοίχου και τέσσερα επιτραπέζια. Όλα δείχνουν διαφορετική ώρα, κανένα τη σωστή. Τα πέντε είναι σταματημένα και το έκτο δείχνει μια ώρα μπροστά.

Θυμάμαι το πρώτο, το είχα πάρει όταν ετοίμαζα το σπίτι, ήθελα ένα για την κουζίνα, σε χρώμα μεταλλικό. Είναι στρόγγυλο και μεγάλο και μέσα του έχει 4 μικρότερα ρολόγια που δείχνουν την ώρα σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Σύδνεϋ και Λος Άντζελες, σταματημένα κι αυτά εδώ και 5 χρόνια.

Ο Γ. είχε εμμονή με την ώρα. Κάθε που οι μπαταρίες πέφτανε και μένανε λίγο πίσω, πήγαινε και διόρθωνε τους δείκτες λες κι είχε καμία σημασία η ώρα στο άλλο ημισφαίριο. Όταν έφυγε για πάντα, αποφάσισα πως δε θα ξαναλλάξω μπαταρίες σ΄αυτό το ρολόι κι έχει μείνει ακίνητο από τότε, ξεχασμένο όπως κι εκείνος.

Το ρολόι στο σαλόνι μου το είχε πάρει δώρο στη γιορτή μου τον πρώτο χρόνο που μέναμε μαζί στο σπίτι, το είχα δει σε μια βιτρίνα και μου άρεσε πολύ. Μαλώναμε πού θα το κρεμάσουμε, όταν έφυγε του άλλαξα θέση και το έβαλα εκεί που ήθελα εξαρχής. Δε θυμάμαι πόσο καιρό είναι σταματημένο.

Τα υπόλοιπα τέσσερα δεν τα κοιτώ σχεδόν ποτέ, έχουν γίνει διακοσμητικά στοιχεία πια, καθόλου χρηστικά, είναι εκεί μόνο για να μου θυμίζουν. Όχι εκείνον πάντως...

Ο Κ. ποτέ δε με ρώτησε για τα ρολόγια. Μου άρεσε πολύ που δεν τον ένοιαζε καθόλου. Είχε ένα δικό του ρολόι μέσα του και κοντά του έμαθα ν΄ακούω το δικό μου με τον καιρό. Στη φύση εξάλλου ο χρόνος δεν έχει σημασία.

Από μικρή είχα άγχος με το χρόνο, μια ζωή έτρεχα να προλάβω. Μέχρι που πέταξα το ρολόι χειρός κι άρχισα να ζω σε πιο φυσιολογικούς ρυθμούς. Ακόμα και χωρίς ρολόι δεν αργώ ποτέ στα ραντεβού. Τελικά μια συνήθεια είναι όλα. Κι όταν είμαι στο τιμόνι, υπολογίζω την ώρα με τις αποστάσεις, όλα είναι μετρημένα πια. Δε χρειάζεται ν’ ανησυχώ για τίποτα. Τα χρόνια περνάνε ούτως ή άλλως...





ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- AdHeReL

"Με το φεγγάρι του Δεκέμβρη ξαναγεννιέμαι και πεθαίνω"



Τη λέγανε Adherel κι ήταν κόρη του φεγγαριού. Γεννήθηκε ένα βράδυ του Δεκέμβρη με πανσέληνο, σαν η σελήνη έριξε τ’ ασημένιο φως της στα γυάλινα νερά της λίμνης, έγλυψε τα νούφαρα που τη χαϊδεύανε απαλά, τα παραμέρισε διεκδικητικά και εισέβαλε μέχρι τα άδυτα του βυθού της. Είχε κόκκινα κυματιστά μαλλιά που πάνω τους σκαλώνανε τ΄αστέρια, μάτια γκρίζα, μακριά κρινοδάχτυλα, κορμί ελαφιού κι ασημιά φτερά πεταλούδας καρφωμένα στις ωμοπλάτες. Φίλοι της ήταν τα πουλιά και φύλακας άγγελός της το πούμα. Την είδε ο ήλιος σαν ξεπρόβαλε γυμνή πρώτη φορά απ’ τη λίμνη. Την ομορφιά της ζήλεψε. Την καταράστηκε να μην μπορεί ποτέ να βγει στο φως της μέρας, να καίγεται το δέρμα της στην πρώτη αχτίδα και μιλιά να μη βγει ποτέ απ΄τα γλυκά της χείλη. Μόνη να ζει και να πλανιέται μες το σκοτεινό το δάσος, νύχτα, με συντροφιά το μαύρο πούμα και τ΄ άστρα που σκαλώναν στα μαλλιά της. Μόνο κάθε πανσέληνο Δεκέμβρη τα μάγια ίσως να τα λύσει, αν βρει το ταίρι της την ώρα που όλοι θα κοιμούνται. Κι έβγαινε κάθε που θα νύχτωνε γεμάτο το φεγγάρι του Δεκέμβρη, σαν αμαζόνα το μαύρο πούμα καβαλούσε και ξεκινούσε το κυνήγι. Κι όργωνε το δάσος με τα πουλιά στο διάβα της κι άστραφταν τ΄αστέρια στα μαλλιά της δίπλα στο φως της λίμνης. Τριγύριζε στου blogspot το μικρό χωριό και κλεφτά παρατηρούσε τα ζευγάρια που κοιμόντουσαν σφιχτά αγκαλιασμένα απ΄τα μισάνοιχτα παράθυρα τις νύχτες, έκλεβε τις ανάσες τους και τα φιλιά τους ζήλευε, τα μοιρασμένα οράματα καθώς γερνούσανε μαζί. Στεκόταν πάνω απ΄τις κούνιες των μωρών και τρύπωνε κάτω απ’ τα σφαλιστά τους βλέφαρα, θέρμη γλυκιά να πάρει απ’ τα όνειρά τους. Και κάθε Δεκέμβρη με πανσέληνο, σύντροφο έψαχνε να βρει για να λυθούν τα μάγια. Κι έλιωνε σαν το κερί κάθε που ξημέρωνε, γιατί ήξερε πως δεν θ’ αντέξει ως τον επόμενο Δεκέμβρη. Παρήγγειλε λοιπόν και κάλεσαν όλα τα ζωντανά του δάσους. Μαζεύτηκαν μια νύχτα με πανσέληνο για να τους αποχαιρετήσει και χρυσοποίκιλτα μικρά πουγκιά τους έδωσε με ρόδια και μια μπούκλα απ’τα πορφυρά μαλλιά της μ’ ένα αστέρι στον καθένα. Κάνανε κύκλο γύρω απ’ τη φωτιά κι ενώσανε τα χέρια και τότε μόνο η κόρη η μουγκή μίλησε σε όλους με τα μάτια. Και είδανε τον πόνο της και όσα έκρυβε η καρδιά της τόσα χρόνια και δάκρυσαν που μπόρεσαν τη σκέψη της να νιώσουν. Και κύλησαν τα δάκρια και παγωμένα γίνανε ρουμπίνια και διαμάντια που γυάλιζαν απόκοσμα στο φως της φλόγας. Και τότε αυτή σηκώθηκε και φρενιασμένα χόρεψε μέσα στον κύκλο, πετώντας από πάνω της το πέπλο που φορούσε. Κι η γύμνια της τους τύφλωσε τόσο όμορφη που ήταν και τα πουλιά φτερούγισαν στης μουσικής τον ήχο. Το πούμα μόνο βόγκηξε με κόκκινα τα μάτια, που ένιωσε πως θα ‘χανε για πάντα την κυρά του. Πάνω απ΄τη φωτιά εκείνη αιωρήθηκε για λίγο, το βλέμμα της πλανήθηκε υγρό τριγύρω και ξάφνου βούτηξε στις φλόγες χωρίς μιλιά να βγάλει. Το μόνο που ακούστηκε στη σιγαλιά του δάσους, ήταν ο ήχος από φτερά ασημένια που τσακίσανε και πορφυρά μαλλιά που μύρισαν καμμένα. Κανείς δεν είπε τίποτα, μόνο κλαίγαν από μέσα τους όπως κι εκείνη τόσα χρόνια. Σαν έσβησε η κόρη, σύννεφα κάλυψαν τη σελήνη δακρυσμένη, τ΄αστέρια εξαϋλώθηκαν και το δάσος του blogspot σκεπάστηκε με ασημένια φεγγαρόσκονη.


Ευχαριστώ την candyblue για το κολλάζ

Είμαι καλά, γιατρέ μου;














Μια και σας βρήκα μπόσικους με τις ψηφοφορίες, βοηθήστε ακόμα λίγο κι εγώ θα σας κεράσω φοντάν.



Νιώθω ένα βάρος. Απ’ τη μύτη αν με πιάσεις, θα σκάσω. Και φταίει ο Α γι αυτό. Δηλαδή δε μου ‘χει κάνει τίποτα ο άνθρωπος, κάθε άλλο. Μια χαρά κύριος είναι, εμφανίσιμος, ευγενικός, ανοιχτοχέρης, νοικοκύρης, με όλα τα μαλλιά στο κεφάλι του, στα σωστά κιλά, στην κατάλληλη ηλικία, με καλή δουλειά και κυρίως όταν ανοίγει το στόμα του δεν πετάει βατράχια. Και ακόμα πιο σημαντικό, ενδιαφέρεται για μένα. Σφόδρα! Και μου το δείχνει κιόλας, δεν είναι κανένας κρυόκωλος ο άνθρωπος.

Εγώ τώρα κανονικά θα ‘πρεπε να χαίρομαι. Για την ακρίβεια, να πηδάω απ’ τη χαρά μου. Διότι τελευταία όλο γκρινιάζω πως δε γνωρίζω κανέναν την προκοπής, κι ότι πέφτω συνέχεια πάνω σε κάτι ρεμάλια, ότι ερωτεύομαι τα λάθος άτομα, ότι έχω τον μαλακομαγνήτη κλπ κλπ κλπ - τα έχετε ακούσει πολλάκις φαντάζομαι, μην τα επαναλαμβάνω αδίκως λοιπόν και σας κουράζω.

«Ποιο το πρόβλημα τότε;» θα μου πείτε. Στο ψητό λοιπόν: Ο Α με διεκδικεί (σαφώς). Εγώ όμως κάνω την πάπια (σαφέστατα). Παθαίνω πατατράκ και παραλύω σας λέω. Κάθε που με πλησιάζει, εγώ παγώνω. Λίγο πάει ν΄απλώσει το χεράκι του να μ’ αγκαλιάσει, αλλάζω θέση εγώ. Σαν πάει να έρθει να καθίσει πιο κοντά μου, τότε θα θυμηθώ πως δίψασα και θα σηκωθώ να πιω νερό. Τον ακάθιστο παθαίνω ένα πράμα. Βρε όσο με ποτίζει μπας και χαλαρώσω, τόσο πιο στρίντζω γίνομαι εγώ. Έχει απηυδήσει ο άνθρωπος σας λέω - και με το δίκιο του. Καλέ, εγώ παγοκολώνα ποτέ δεν ήμουν, κάθε άλλο μάλιστα, ρωτήστε όποιον θέλετε, θα σας πει τα καλύτερα! Έχω σεξογραφικά με άριστες συστάσεις. Τι μ’ έχει πιάσει τώρα απορώ!

Βοηθάτε ρε παιδιά, να πάρω μια απόφαση, πριν πετάξει το πουλάκι και μετά είναι αργά:
α) το κόβω μαχαίρι, αφού δε μου βγαίνει
β) το πάω λάου λάου για λίγο ακόμα μπας και ζεσταθεί το πράμα
γ) του κάθομαι ασυζητητί (στην τελική μπορεί και να μ΄αρέσει)
δ) του εξηγώ ότι έχω μεγάλη αμηχανία και το συζητάμε μπας και βρούμε μια λύση
ε) άλλο (παρακαλώ διευκρινίστε)


Άιντε και πρέπει ν’ αποφασίσω σύντομα.




Τι κάνεις όταν....



Photo by SomethingWicked


...θέλεις να γράψεις για να ξαλαφρώσεις, αλλά ξέρεις ότι θα σε διαβάσει αυτός που ΔΕΝ πρέπει;

1. γράφεις σε γ’ ενικό και λες την ιστορία σαν να πρόκειται για άλλον/η
2. αλλάζεις λίγο γεγονότα/πρόσωπα/καταστάσεις κι εύχεσαι να μην τα συνδέσουν με σένα
3. παρακαλάς να μην έχει χρόνο να μπει στο νετ ειδικά τη μέρα που ανεβάζεις το post κι ελπίζεις να έχεις οίστρο και τις επόμενες μέρες, ώστε το post να προχωρήσει πιο γρήγορα παρακάτω
4. άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε (μέχρι πότε όμως;)
5. τα γράφεις κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει
6. το «καταπίνεις» και πας παρακάτω




Παρακαλώ, τη βοήθεια του κοινού. Ευχαριστώ.



Η Calamity Jane σε νέες περιπέτειες

Μια αποφράδα χιονισμένη μέρα του περασμένου Δεκέμβρη, η φίλη μου η Calamity κι εγώ αποφασίσαμε να επισκεφτούμε μια φάρμα με άλογα για να κάνουμε ιππασία. Ιδού τμήμα από το αγρόκτημα.
Αρχικά μας είπανε να πλησιάσουμε τ’ άλογα και να τα ταΐσουμε μήλα για να μας συμπαθήσουνε.

Κάποια από αυτά την Calamity την λατρέψανε!

Αφού κολατσίσανε τα ζώα, ήρθε η ώρα να διαλέξουμε άλογο. Πολύ όμορφα τα καφετιά. Κάνουν ωραία αντίθεση με το χιόνι.

Όμως επειδή η Calamity είναι αρχάρια, οι άνθρωποι της φάρμας επιμένανε να πάρει τον Ιβάν (το ψωράλογο)!

Αφού το διαλέξαμε, πρέπει τώρα να το σελώσουμε. Χμ... μια κουβέντα είναι! Πώς το σηκώνεις αυτό;

Χα! Τα κατάφερε!

Κι αν είναι δύσκολο να σηκώσεις τη σέλα, ακόμα πιο δύσκολο είναι να καβαλήσεις τ’ άλογο. Για ευνόητους λόγους παραλείπω αρκετές φωτογραφίες από την όλη διαδικασία.

Επιτέλους, η Calamity πάνω στ’ άλογο. «Έλα ρε Ιβάν, μη μου το κάνεις αυτό! Κάτσε ακίνητος για μια φωτογραφία»

Τελικά σαν να του καλάρεσαν οι φωτογραφίες του Ιβάν. Πρώτη μούρη!

Όσο για το τοπίο, μαγευτικό! Λέμε να ξαναπάμε φέτος την άνοιξη.

Κι επειδή ως γνωστόν εγώ είμαι γεννημένη Αμαζόνα, παραλείπω δικές μου φωτογραφίες, διότι έχουμε κι έναν Α βαθμό τακτ. Για να μην αισθανθεί άσχημα η Calamity ντε! Άσε που κάποιος έπρεπε να κάνει και το φωτογράφο.

Καλό μήνα και καλό Σαββατοκύριακο



Update: Μελαγχόλησα... Τραγουδάκι που ταιριάζει με τη διάθεση.

Rolling Stones - Wild Horses.mp3