Έναρξη τον Σεπτέμβριο


Photo by Phoeebs

Κλειστόν λόγω θέρους


Εις μνήμην


Φωτογραφία του Γιώργου Τσελίκα

Η φήμη του προηγούταν του ονόματός του. Είχα ακούσει τόσα πολλά γι αυτόν πριν τον γνωρίσω, ώστε την πρώτη φορά που τον συνάντησα δε μου γέμισε και πολύ το μάτι. Όμως κάθε φορά που τον ξανάβλεπα, είχε κάτι καινούριο να μου πει ή να μου δείξει. Πληθωρικός χαρακτήρας, εντελώς αυθόρμητος, με τρέλα μικρού παιδιού και μ' ένα πλατύ χαμόγελο σχεδόν πάντα στο πρόσωπό του, δεν μπορούσε παρά να γίνει αγαπητός σε όποιον τον συναναστρεφόταν.

Δεν θα ξεχάσω τα λόγια του όταν έκανα φουσκώματα στο γήπεδο στον Προφήτη: "Τι κάθεσαι και παιδεύεσαι;" μου είπε γελώντας. "Τα αλεξίπτωτα δεν είναι για το έδαφος, είναι για τον αέρα. Έλα να πάμε πάνω να σε απογειώσω και τα υπόλοιπα θα τα μάθεις στην πορεία."

Δεν θα ξεχάσω το ταξίδι μας προς την Αμφίκλεια εκείνον τον Μάιο. Σε όλη τη διαδρομή είπαμε τόσα πολλά... κι όμως ούτε στιγμή δε με κούρασε η φλυαρία του. Μιλήσαμε για κινηματογράφο, για μουσική, για τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Τον απασχολούσε αν θα έβρισκε ποτέ το άλλο του μισό, αναρωτιόταν αν υπήρχε μια γυναίκα κάπου στον κόσμο φτιαγμένη μόνο γι αυτόν. Μου εκμυστηρεύτηκε πως επιθυμούσε να είχε κάνει ένα παιδί.

Δεν θα ξεχάσω τη χαρά του μια Κυριακή για την διθέσια πτήση των 47 χλμ. με την Κορίνα προς την Καστοριά. Κερνούσε μπύρες και γελούσαν και τα μουστάκια του. Έτσι χαρούμενο θα τον θυμάμαι πάντα.

"Γεια χαρά" μας είπε φεύγοντας. "Θα τα πούμε στη Βουλγαρία τον Αύγουστο".

Ο Γιώργος Τσελίκας σκοτώθηκε στις 25 Ιουλίου 2004 σε ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο στο Sopot της Βουλγαρίας. Πάνε κιόλας τρία χρόνια...





* Φωτογραφίες του Γιώργου: Η ζωγραφική τ' ουρανού & Πανοράματα νεφών



αστροφεγγιά

Ώρα ενδεκάτη βραδινή κι είμαι συνεπιβάτης σε μια μηχανή. Ο αέρας ψυχρός σαν να μην είναι καλοκαίρι. Παρόλο που φοράω τζην μπουφάν, νιώθω στο στέρνο μια μικρή ανατριχίλα. Κρατιέμαι από τα πλάγια της σχάρας και προσπαθώ να είμαι χαλαρή για ν’ απολαύσω τη διαδρομή. Η αλήθεια είναι πως στις στροφές φοβάμαι λίγο. Η άσφαλτος φαντάζει τρομακτική στο σκοτάδι, δεν έχει κίνηση και τα μάτια μου έχουν καρφωθεί στη λευκή λωρίδα του δρόμου και στους προβολείς της μηχανής. Ο μόνος ήχος είναι αυτός του κινητήρα. Μου λείπει η μουσική. Προσπαθώ να ξεχαστώ αναπολώντας τη μέρα που πέρασε έχοντας ακόμα το κάψιμο του ήλιου στο δέρμα. Σ’ ένα σημείο του δρόμου τα δέντρα έχουν αραιώσει στα δεξιά. Βρίσκω ευκαιρία να χαζέψω τη θέα μακριά. Στο βάθος το λιμανάκι του Νέου Μαρμαρά καταφώτιστο. Το φεγγάρι μια φέτα ρίχνει το φως του στα μαύρα νερά. Δευτερόλεπτα μόνο, μια εικόνα μαγική, μετά πάλι δέντρα. Ανοίγω λίγο το τζαμάκι του κράνους και εισπνέω τον αέρα. Τα ρουθούνια μου χτυπάει μια έντονη μυρωδιά πεύκου. Όλες οι αισθήσεις μου είναι οξυμένες. Μην έχοντας αλλού να κοιτάξω, σηκώνω το κεφάλι ψηλά και σαστίζω. Αστροφεγγιά. Και μένω έτσι ώρα πολλή με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω να χαζεύω τους αστερισμούς. Εύχομαι αυτή η διαδρομή να είναι ατελείωτη. Πριν καν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, έχουμε φτάσει στον προορισμό μας. Πες μου, γιατί όλα τα ωραία κρατάνε πάντα τόσο λίγο;



Photo by anaid4b

kevlar



"Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω"

μπλε-πορτοκαλί


Photo by annejulie

Ώρα πρωινή. Ο ήλιος ίσα που χαϊδεύει την πολυθρόνα στη βεράντα μου. Σε λίγες μόνο ώρες θα τη μισεί τόσο που θα θέλει να την κάψει. Ένας καφές με συντροφεύει. Μέτριος χωρίς -σαν κι εμένα- με κίτρινο καλαμάκι. Κίτρινο σήμερα, κόκκινο αύριο, μπλε, πράσινο, μωβ την επομένη, κάθε μέρα κι ένα διαφορετικό ανάλογα με τη διάθεση. Κι αυτός ακόμα ο γαμημένος ο καφές έχει υποστεί συμβιβασμούς με την πάροδο του χρόνου. Πρώτη μέρα εδώ και καιρό που ξύπνησα νωρίς χωρίς να έχω τίποτα να κάνω. Έχω ακόμα την πολυτέλεια αυτή. Εδώ που μένω με ξυπνάνε τα πουλιά. Πες μου, θα ‘πρεπε να χαίρομαι γι αυτό; Έχει κανένα νόημα που κάτι θέλουν να μου πουν μα δεν καταλαβαίνω; Χθες μου έκαναν δώρο μια αιώρα. Μπλε-πορτοκαλί. Ποιος είπε πως αυτά τα δύο δεν ταιριάζουν; Κι αν δεν ταιριάζουν, γιατί είναι μαζί; Θα την κρεμάσω στο μπαλκόνι και θα αιωρούμαι τα βράδια. Μαζί σου ή χώρια. Προτιμώ χώρια. Σήμερα θέλω να σου μαγειρέψω. Να βάλω μες στο φαγητό όλη μου την τέχνη. Και χρώμα πολύ σαν πίνακας ζωγραφικής να μοιάζει. Να βάλω φίλτρα μαγικά κι αφού το φας, να έχεις γίνει όπως ακριβώς σε θέλω. Λίγο πιο ψηλός, λίγο πιο σκληρός, λίγο πιο πολύ απ’ όλα. Λίγο μόνο. Κι ύστερα θα φάω απ’ αυτό κι εγώ και θα γίνω όπως με θέλεις. Κι έπειτα θα βρούμε ένα διαμέρισμα στο κέντρο και θα μοιράσουμε τις αποστάσεις. Θα έχει και πάρκινκ. Θα ξυπνάμε το πρωί να πάμε στη δουλειά και θα γυρίζουμε κι οι δυο το μεσημέρι. Θα τρώμε φαγητό που θα έχουμε ετοιμάσει από την προηγούμενη και τα βράδια θα βλέπουμε ταινίες μετά το γυμναστήριο. Παρασκευή βράδυ σινεμά για αλλαγή. Θα πηγαίνουμε εκδρομές τα Σαββατοκύριακα και θα λέμε στους φίλους μας τι ωραία που περάσαμε και θα τους δείχνουμε φωτογραφίες. Και στο χρόνο πάνω θα σ’ έχω βαρεθεί και δεν θα με αντέχεις. Σε παρακαλώ, πες μου πως δεν έχω ξυπνήσει ακόμα, πες μου πως κοιμάμαι και βλέπω ένα άσχημο όνειρο. Τρομαγμένη, κοιτιέμαι στον καθρέφτη. Πού χάθηκε η λάμψη που είχα στο βλέμμα;

παραλήρημα


Photo by gorjuss

ένα μπουκάλι μπύρα και ζέστη αφόρητη, ήχος από ανεμιστήρα οροφής και σχέδια για το σαββατοκύριακο, ρούχα που δεν τσαλακώνουν κι ένα sleeping bag καλοκαιρινό, ελπίδες ιδρωμένες, φωτογραφίες από εκδρομές που ξεθώριασαν και πόσο θα ‘θελα να τις έχω ζήσει μαζί με κάποιον άλλον, νοτισμένα μαλλιά που ξεβάφουν στο μαξιλάρι σαν κραγιόν στο πουκάμισο, θα πάω εκεί που δε με ξέρει κανείς παρέα με άτομα που δε γνωρίζω, θα χαθώ, θα χαθώ, θα χαθώ, θα χορέψω, θα τραγουδήσω, θα μεθύσω, άδεια καρδιά μα τα μάτια γεμάτα, η αγκαλιά γεμάτη κι αυτή, το μυαλό να θέλει να ξεχάσει, πόσο θα ήθελα να μπορώ να σ’ αγαπήσω, κάτι με κρατάει, συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη, θέλω να περνάω καλά, είμαι αυτή που δείχνω μα συγχρόνως είμαι και κάποια άλλη, δεν κρύβομαι απλά είμαι μπερδεμένη - όχι διχασμένη, είμαστε το παρελθόν μας και οι επιλογές μας, δεν μπορώ να τα διαγράψω όλα αυτά, μείνε πλάι μου όσο αντέξεις, δεν είμαι κακιά, θέλω να βουτήξω στη θάλασσα και να μην ξαναβγώ στην επιφάνεια, θέλω να με ταξιδέψεις, μια βάρκα γίνε χωρίς κουπιά, δεν ξέρω τι θα φέρει το αύριο μα σίγουρα δε θέλω να είμαι μόνη, χρώματα, ήχοι, βλέμματα, καυτός ήλιος, παγωτό στο κορμί, ηδονή που στάζει και κολλάει στα σεντόνια, όσα δε γνώρισα κι όσα δε θα προλάβω, τα θέλω όλα απόψε, γίνεται; τάξε μου!


Cize



Ασυνήθιστα αργοπορημένη και βιαστική, δένω πάνω μου μια φούστα τσιγγάνικη και σανδάλια με κορδέλες και πέτρες σε μια προσπάθεια να εγκλιματιστώ, παλεύω να συγκρατήσω πρόχειρα τα μαλλιά με δυο τσιμπιδάκια κι αφού –γεμάτη ανασφάλεια- αποσπώ ένα κοπλιμέντο, καβαλάω τη μηχανή και ξεκινάμε. Με την αγωνία έφηβης που πάει πρώτη φορά σε συναυλία, μόλις και μετά βίας καταφέρνω να κρύψω εκείνο το πονηρό χαμόγελο, σαν παιδί που έχει κάνει σκανταλιά και την έχει σκαπουλάρει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά γυρνώντας απ’ τη Σύρο μόνον αυτή τη διάθεση έχω. Και μ’ αρέσει!

Πλησιάζοντας βλέπουμε το πλήθος να ανηφορίζει. Εισιτήρια δεν έχουμε, ευτυχώς υπάρχουν ακόμη. Το Θέατρο Δάσους σχεδόν γεμάτο. Πολύς νέος κόσμος, ρομαντική ατμόσφαιρα, όμως θα προτιμούσα να έχει φεγγάρι. Δεν προλαβαίνω να πιω τη μπύρα μου κι η ξυπόλυτη ντίβα ανεβαίνει στη σκηνή. Ξεκινάει γλυκά, νωχελικά, το ακροατήριο αρχικά συγκρατημένο. Η μελωδία με παρασέρνει. Κόκκινα τσουλούφια απ΄τα μαλλιά μου θέλουν να λικνιστούν στους ώμους μου, να με χαϊδέψουν και να με ξεσηκώσουν. Νιώθω ένα χέρι στη μέση μου ζεστό. Τι κρίμα που δεν ξέρω τους στίχους. Πολύ ερωτική γλώσσα.

«Πάμε Πορτογαλλία τα Χριστούγεννα;»
«Πάμε!»

Η ώρα περνάει γρήγορα. Ένα ορχηστρικό για να ξεκουραστεί η Cize και να κάνει ένα τσιγάρο. Η φωνή της αναλλοίωτη, το σώμα της βαρύ, μα το χαμόγελο πάντα εκεί, το πρόσωπο γλυκά μελαγχολικό, να πώς μπορεί μια γυναίκα να είναι όμορφη στα 66! Νέα παιδιά έχουν συγκεντρωθεί στα πλάγια της σκηνής, δειλά, διστακτικά, κουνιούνται στο ρυθμό. Εκείνη με τα χέρια ανοιχτά τα προσκαλεί να πλησιάσουν, τους δείχνει τον ελεύθερο χώρο μπροστά της, "σπάζοντας" τη μέση της μας προτρέπει να χορέψουμε μαζί της. Μερικά κορίτσια τολμούν, κάνουν την αρχή και σιγά σιγά πλήθος από τις κερκίδες σηκώνεται και κατεβαίνει κοντά της. Χρωματιστά μπλουζάκια χορεύουνε, από ψηλά μοιάζουν με κινούμενο κομφετί. Το κέφι έχει ανάψει για τα καλά.

Με την άκρη του ματιού μου πιάνω ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει τη σκηνή από δεξιά. Αντιλαμβάνομαι πως η συναυλία σύντομα τελειώνει. Γαμώτο, όχι από τώρα, όχι ακόμα! Θέλω κι άλλο, όλοι θέλουν κι άλλο. Κάτι λέει στα πορτογαλλέζικα, κυρτώνει τους ώμους υπονοώντας πως είναι γριά. Γελάμε και χειροκροτάμε. Δε χαλάει χατίρι. Δυο τραγούδια ακόμα πριν το τέλος. Sangue de Beirona λικνίζοντας τους γοφούς και Besame Mucho σχεδόν βουρκωμένη. Adieu και φιλιά στον αέρα.

Κατηφορίζουμε ανάλαφρα αργά ενώ μας ακολουθεί μυρωδιά από ψημένο καλαμπόκι. Με μια βότκα στο μπαλκόνι θα κλείσει ακόμα πιο όμορφα η βραδιά. Σ’ ευχαριστώ που ήσουν εκεί μαζί μου. Καληνύχτα.

Σύρος



Κάθομαι μόνη στο μπαλκόνι κι αγναντεύω τη θέα στο λιμάνι. Παίρνω χαρτί και στυλό κι όπου με βγάλει. Τρεις μέρες τώρα έχουμε φάει την Ερμούπολη με το κουτάλι. Το χρώμα αυτό το νησιώτικο και κοσμοπολίτικο συνάμα πολύ μου έχει λείψει. Το μέρος ίδιο κι απαράλλαχτο όπως το άφησα πριν 15 χρόνια, μόνο που αυτή τη φορά με συνοδεύουν γνώριμα πρόσωπα στα τσιπουράδικα και στα μπαράκια της πλατείας. Ρυθμοί χαλαροί, ράθυμοι, οι γυναίκες στυλάτες κι απλές, χωρίς ίχνος επιτήδευσης.

Από χθες έχουμε μαζί μας ένα κουτάβι. Το βρήκαμε παρατημένο το πρωί κι η Α θέλησε να το υιοθετήσει. Είναι ένα μαύρο λυκάκι και το βαφτίσαμε Σύρα.

Τρώω πολύ, πίνω περισσότερο και κοιμάμαι ατελείωτα. Η απόλυτη χαλάρωση. Περνάω όμορφα. Σχεδιάζουμε ημερήσιες εκδρομές σε Μύκονο, Αμοργό και Κύθνο. Με παρηγορεί και μ’ ανακουφίζει η σκέψη πως πίσω υπάρχει κάποιος που με σκέφτεται κι ανυπομονεί να γυρίσω. Είχα καιρό να λείψω σε κάποιον. Πάει καιρός από τότε που δεν άντεχα να περάσω μόνη το βράδυ στο μπαλκόνι παρέα με τις σκέψεις μου. Μα τώρα δες, το επιδιώκω. Κι ας πεθύμησα τη μυρωδιά του και το βάρος του κορμιού του πλάι μου. Τον ξέρω λίγο μόνο, γι αυτό και δε βιάζομαι να γυρίσω. Λίγες μέρες ακόμη...

Χθες περπάτησα μέχρι την Άνω Χώρα. Φωτογράφισα σπίτια, σοκάκια και γάτες. Μίλησα με τις γυναίκες στα σκαλοπάτια και στις αυλές. Φιλόξενος κόσμος κι ευγενικός. Έφτασα ως την εκκλησία στην κορυφή, μπήκα μέσα και προσευχήθηκα. Είχα τρία χρόνια να προσευχηθώ, δεν είχα νιώσει μέχρι τώρα την ανάγκη. Όμως χθες θέλησα να πω ένα ευχαριστώ για όλα όσα έχω, σαν να ήμουν κατά κάποιο τρόπο ευλογημένη. Στην επιστροφή πήρα τα παπούτσια στο χέρι και κατηφόρισα ξυπόλυτη το σούρουπο.