Τα εργένικα βράδια


Photo by monstermagnet



Χαμογελάω με τη χαρά που προκαλεί το αλκοόλ όταν ρέει άφθονο στις φλέβες μου. Κάθομαι τα βράδια και γράφω, το προτιμώ από την τηλεόραση ξέρεις. Δεν είμαι μόνη. Είναι πάντα κάποιος εδώ να μου κρατά συντροφιά. Δεν είναι πως δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει. Όπως κι εγώ, έτσι κι αυτός, είναι αυτό που έχουμε ανάγκη, που μας ηρεμεί στο τέλος της ημέρας, να πούμε δυο κουβέντες, κάτι να γελάσουμε.

Το μυαλό μου παίρνει πιο εύκολα στροφές όταν πίνω, τα δάχτυλα δεν κάνουν τυπογραφικά στο πληκτρολόγιο, και τα λόγια βγαίνουν πιο καθαρά, πιο ντόμπρα, πιο αφιλτράριστα. Συχνά δε χρειάζεται καν να μιλάμε.

Όχι, δεν είμαι μοναχικός τύπος, θα σε μπερδέψω σαν με γνωρίσεις από κοντά. Απλά αλλάζω μέρα με τη μέρα, κάθε χειμώνας με βρίσκει και κάπως αλλιώς, η ρουτίνα μου ποτέ δεν ήταν η ίδια, τι ειρωνία...

Αναλώνομαι σε πράγματα ασήμαντα για τους περισσότερους ίσως, μα πολύ σημαντικά για την ψυχική μου γαλήνη. Οι τέσσερις τοίχοι αυτού του γραφείου με περικλείουν σαν κουκούλι κάθε νύχτα, δε θέλω να βγω, δε θέλω να γίνω πεταλούδα. Ξέρω πως τελικά πάλι το φως θα με τραβήξει και θα καώ. Καλύτερα μέσα λοιπόν.

Εφτά ζωές δε φτάνουν για να βάλω μυαλό; Ως πότε;





Η nosy ιππεύει


Photo by bellesaria




Την περασμένη Κυριακή επισκεφτήκαμε μια φάρμα με άλογα (πάλι!) Μας έχει πάρει τ’ αυτιά εδώ και κάτι μήνες ο άντρας μιας φίλης που είναι τρελαμένος με την ιππασία και ψάχνει παρέα να πάει. Και καλά αυτός έχει τη λόξα του, εμείς τι φταίμε; Από πέρσι το χειμώνα μας πιλατεύει! Ε είδα κι απόειδα η καψερή, άντε λέω, ας πάμε. Πήγαμε λοιπόν στη φάρμα Ζιώγα στο Λευκοχώρι Σερρών. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη (τόσο ηλιόλουστη που βάλαμε κι αντιηλιακό) και η θερμοκρασία ανοιξιάτικη. Κοσμοσυρροή να δεις! Δεν ήξερα πως η ιππασία έχει γίνει της μόδας. Δυο τρία χρόνια πριν που είχα ξαναπάει, τρεις κι κούκος ήμασταν, αλλά θα μου πεις ήταν και χειμώνας κι είχε και χιόνια. Αυτή τη φορά όμως ήταν πατείς με πατώ σε!

Με το που φτάνουμε μας αναλαμβάνει ο Αποστόλης, ο ιδιοκτήτης της φάρμας για να μας πει τα βασικά. Την προηγούμενη φορά δεν είχα κάνει ιδιαίτερα κι έτσι δεν ήξερα ότι τα άλογα έχουν συνηθίσει να τα προσεγγίζει ο αναβάτης από αριστερά. Αλλιώς τρομάζουν – λέει- και δε σ’ εμπιστεύονται. Σκέφτεται το άλογο "αυτός δεν ξέρει, σιγά μην τον αφήσω να με καβαλήσει κιόλας". Έτσι είναι, αν το καλοσκεφτείς, εσύ θ’ άφηνες να σε καβαλήσει ο κάθε άσχετος; Όχι βέβαια! Πρέπει λοιπόν να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του αλόγου και να του δείξεις ότι εσύ είσαι το αφεντικό. Αφού λοιπόν μας είπε τα θεωρητικά ο Αποστόλης, γυρνάει προς εμένα να δει αν τα εμπέδωσα. "Ποια είσαι;" με ρωτάει. "Η nosy" του απαντώ. "Αμ δε!" μου κάνει. "Ε και ποια είμαι;" ξαναρωτώ. "Είσαι το κυρίαρχο αρσενικό της αγέλης!" Εδώ γελάμε. Παρακαλώ να λείπουν τα περιττά σχόλια, μου φτάνουν οι εμπαιγμοί της παρέας εκεί. Κοινώς ήθελε να πει ότι πρέπει να το πιστέψω εγώ πρώτα, αν θέλω να πείσω και το άλογο και να του επιβληθώ. (Είμαι το κυρίαρχο αρσενικό της αγέλης, είμαι το κυρίαρχο αρσενικό της αγέλης, είμαι το κυρίαρχο αρσενικό της αγέλης) Εντάξει το έμαθα, πάμε παρακάτω τώρα;

Το άλογο δεν πονάει αν του τραβήξεις τη χαίτη ή την ουρά. Πιανόμαστε λοιπόν από τη χαίτη του αλόγου και στηριζόμαστε για ν’ ανεβούμε στη σέλα, γιατί μόνο ο αναβολέας δε φτάνει. Δίστασα λίγο πριν το κάνω, διότι εμένα προσωπικά δε μου αρέσει να μου τραβάνε τα μαλλιά πλην ελαχίστων εξαιρέσων όπου πονάει αλλά μ’ αρέσει, αλλά κι εκεί ακόμα έχει να κάνει με τον... "αναβάτη". Όμως η Ντόλυ ήξερε ότι δεν είχα σκοπό να την πονέσω, αλλά απλώς να την καβαλήσω κι ευτυχώς ήταν υπομονετική.

Κι έτσι ξεκινήσαμε μια ωραία διαδρομή πάνω στο λόφο με πολύ όμορφη θέα σε αρκετά σημεία. Η βόλτα κράτησε καμιά ώρα περίπου, κάπου κάπου τ΄αλογάκια σταματούσαν να μασουλήσουν λίγο χορτάρι και εμείς κάναμε χαβαλέ και βγάζαμε φωτογραφίες. Σε σημεία που το έδαφος ήταν αρκετά ομαλό, δοκιμάσαμε και καλπασμό μετά από τις υποδείξεις και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Φωτεινής, της γυναίκας του Αποστόλη, πράγμα που μου άφησε πόνους στα γόνατα για μια ολόκληρη βδομάδα λόγω των κραδασμών. Το πιάσιμο στους γλουτιαίους και στους προσαγωγούς δεν το συζητώ, είναι μια άλλη μεγάλη πονεμένη ιστορία. (Πονάν ωρέ τα παληκάρια;) Για μια ολόκληρη βδομάδα όταν πήγαινα να καθήσω ή να σηκωθώ, καταριόμουν την ώρα και τη στιγμή που ήθελα να το παίξω αμαζόνα. "No pain" που έλεγε κι ο Ράμπο κι έσφιγγα τα δόντια, αλλά είχα μια φάτσα σαν να ήμουν δυσκοίλια - και λίγα λέω.

Πάντως η επαφή με τ’ αλογάκια λένε πως είναι ψυχοθεραπευτική. Πολλά παιδάκια έδειχναν να έχουν μεγάλη εξοικείωση με τα ζώα, πράγμα μάλλον περίεργο αν σκεφτείς ότι είναι παιδιά της πόλης. Είδαμε και χήνες κι ένα… μικρό γουρουνάκι. Μετά, για να κλείσει όμορφα η μέρα, ντερλικώσαμε σε παραδοσιακή ταβέρνα της περιοχής με πολύ καλό βαρελίσιο κόκκινο κρασί. Φωτογραφίες πάνω στ’ άλογα δε σας βάζω για να μη με ρωτάτε πάλι αν είμαι η κοκκινομάλλα ή η ξανθιά. Neeeeeigh!



Update: Δείτε ένα πολύ ωραίο βιντεάκι από το Αγρόκτημα Ζιώγα


Μην είσαι αχάριστη


Photo by dechobek


Σήμερα γύρισα σπίτι από τη δουλειά όπως και κάθε άλλη μέρα. Κουρασμένη. «Δουλειά, αναγκαίο κακό» σκέφτηκα. Μέσα μου κάτι με τσίμπησε... Γκρίνια πάλι; Γιατί ρε γαμώτο; Έλα, πάρ’ το αλλιώς!
«Έχω μια καλή δουλειά, άρα είμαι τυχερή» μονολόγησα. Γύρισα σπίτι. Έχω σπίτι δικό μου, ολόδικό μου και δεν πληρώνω ενοίκιο. Έχω βρέξει-χιονίσει ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μου την ώρα που κάποιοι άλλοι δεν έχουν πού την κεφαλήν κλίναι. Πόσο τυχερή είμαι! Άνοιξα το ψυγείο μου και άρπαξα ό,τι βρήκα μπροστά μου για να καταλαγιάσω την πείνα μου. Άνοιξα και μια μπύρα και κάθησα μπροστά στην τηλεόραση.
Δεν πείνασα ποτέ στη ζωή μου, δε μου έλειψε ποτέ τίποτα. Έψησα μια τσιπούρα και την έφαγα σκεπτόμενη τα εκατομμύρια παιδάκια που πεθαίνουν από ασιτία στην Αφρική. Ήπια και ξεδίψασα την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι στην άλλη άκρη της Γης δεν έχουν πόσιμο νερό. Έκανα ντουζ χωρίς να σκέφτομαι το νερό που σπαταλάω, και τυλίχτηκα σε αφρόλουτρο πολυτελείας με άρωμα μανόλιας, δώρο στα γενέθλιά μου σε επίσης πολυτελή συσκευασία. Σκουπίστηκα με καθαρό μπουρνούζι, φόρεσα ρούχα φρεσκοσιδερωμένα και ξάπλωσα σε μοσχομυριστά σεντόνια. Το ανατομικό στρώμα υποχώρησε στο βάρος του κορμιού μου απαλά κι ανώδυνα. Η ώρα που ξαπλώνω είναι ίσως η καλύτερη της ημέρας. Δε με απασχολεί τίποτα κι ο ύπνος με παίρνει αβασάνιστα, σχεδόν αμέσως. Η μεσημεριανή siesta συναγωνίζεται άνετα το απογευματινό ξύπνημα και τον αχνιστό καφέ που ευωδιάζει. Βγήκα από το πάπλωμα χωρίς να κρυώνω - εκτιμάμε τη ζεστασιά του σπιτιού μόνον όταν αυτή μας λείψει. Θυμάμαι τη γιαγιά στο χωριό που ξυπνούσε χαράματα ν’ ανάψει την ξυλόσομπα μην τύχει και δε βρούμε το δωμάτιο ζεστό όταν σηκωθούμε. Δύσκολη ζωή ζούσε η γιαγιά κι όμως δε βαρυγκομούσε.
Πέντε το απόγευμα. Είναι η ώρα των blogs. Κι αυτός ακόμα ο υπολογιστής που έχω, δε θα ‘πρεπε να θεωρείται δεδομένος. Κι εσύ που με διαβάζεις, έχεις ίντερνετ. Ξέρεις πόσο τυχερός είσαι; Μπορεί το βράδυ που θα βγεις στο γνωστό μπαράκι να γκρινιάζεις για την ακρίβεια ή που δεν είσαι ίσως ευχαριστημένος από τη δουλειά, για τα γραμμάτια που πληρώνεις για τ’ αυτοκίνητο ή για το στεγαστικό, αλλά ξέρεις πόσο τυχερός είσαι; Μήπως το μόνιμο θέμα συζήτησής σου είναι γιατί δε σου «κάθεται» η τάδε και η δείνα; Μήπως το «πόσο γκαντέμης είμαι» είναι ατάκα που χρησιμοποιείς καθημερινά; Ε λοιπόν φίλε, τυχερός είσαι! Απλά δεν κάθησες ποτέ να το σκεφτείς. Εγώ το σκέφτηκα σήμερα. Σήμερα που είδα τον άστεγο ζητιάνο να σκαλίζει τα σκουπίδια κάτω απ΄το σπίτι μου. Χθες που πλήρωσα το λογαριασμό του κινητού μου και κάθε φορά που πηγαίνω στο κομμωτήριο. Κάθε φορά που ψωνίζω ρούχα που δε χρειάζομαι και που διασκεδάζω χωρίς να στερούμαι. Είμαστε τυχεροί όλοι μας, αλλά πόσο χρόνο απ’ τη ζωή μας σπαταλάμε για ν’ αναλογιστούμε; Μόνο να γκρινιάζουμε ξέρουμε και να μιζεριάζουμε την κάθε μέρα που περνάει.
Ένα παιδί στη γειτονιά έχει κομμένο πόδι και μια συνάδερφος χάνει την όραση της απ’ το ένα μάτι εντελώς. Μια φίλη έχει μία μόνο ωοθήκη κι ένας γνωστός μου έχει σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά πάντα χαμογελά. Σε παρακαλώ, την επόμενη φορά που θα γκρινιάξω, ρίξε μου μια σφαλιάρα να συνέλθω.




Σκέψεις του μεσημεριού


Photo by oXYSTERo



Πάνε τώρα κάτι μήνες που τα μεσημέρια σε σκέφτομαι. Πέφτω να κοιμηθώ, μα ο ύπνος δε με παίρνει. Και γλιστράω στο βαθύ πηγάδι των σκέψεων που ‘ναι γεμάτο από σένα και πνίγομαι. Βουλιάζω στα σκοτεινά σου νερά και φτιάχνω φανταστικούς διαλόγους μαζί σου και ταράζομαι. Σηκώνομαι μετά και σου γράφω. Σου γράφω όνειρα που βλέπω με σένα και λόγια που ποτέ δε θ’ ακούσεις. Μα ξέρεις κάτι; Θα ‘θελα μια μέρα να στα πω. Θα τρομάξεις, το ξέρω, δε σ’ έχω συνηθίσει σε κάτι τέτοια. Σε μένα έβλεπες κάποια που δε θα τολμούσε ποτέ. Κρυμμένη καλά στην ασφάλεια του χρυσού μου κλουβιού, νόμιζες πως φοβάμαι τον έρωτα και πως δεν θα μπορούσα μια ζωή μαζί σου. Φοβόμουν! Αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Φοβόμουν τόσο να σ΄ερωτευτώ που σε κράτησα μακριά μου. Εκ του ασφαλούς, σε άφηνα να με πλησιάσεις λίγο μόνο, όχι πολύ κοντά, όχι πολύ συχνά, μην τύχει και σε συνηθίσω και θελήσω να σε κρατήσω. «Θα ξανάρθεις;» σε ρώτησα μια μέρα καθώς με είχες αγκαλιά. «Πότε;» είπες εσύ. Κι εγώ η ηλίθια που ήθελα να πω «Αύριο και μεθαύριο και κάθε μέρα, κάθε νύχτα, κάθε στιγμή» κατάπια τη γλώσσα μου γιατί φοβήθηκα να ξεστομίσω την αλήθεια. Και χαμήλωσα το βλέμμα, χαμογέλασα αμήχανα και σιώπησα. Κι από τότε σ’ έχασα. Μα θέλω πολύ να σε ξαναδώ, θέλω να βρεθείς εδώ μπροστά μου μια νύχτα, να σου βάλω κάτι να πιεις και να κάτσεις να τα πούμε. Έχω πολλά να σου πω... Αν πάλι μ’ ήθελες κι εσύ όσο σε θέλω, τι σε κρατά τόσο καιρό μακριά μου; Μήπως σκέφτεσαι κι εσύ όπως κι εγώ; Λένε πως αν θέλεις κάτι πολύ, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να το ζητήσεις. Και το σύμπαν συνομωτεί για να το αποκτήσεις. Το έκανα μια φορά στο παρελθόν. Το ζήτησα από σένα και ήρθες. Δεν ξέρω αν δεύτερη φορά θα σταθώ τυχερή. Μη ζορίζεις την τύχη σου, λένε. Τελικά, μήπως δε σε ήθελα αρκετά πολύ;



Mister Perfect



Ο Α. ήταν ένα ακόμα κεφάλαιο της ζωής της.
Σύντομο αλλά δυνατό.
Από κάθε άποψη.
Πλην μίας...





Ο Α ήξερε να φλερτάρει. Ήξερε να την κάνει να αισθάνεται όμορφα. Είχε έναν απίστευτο αέρα κοσμογυρισμένου ανθρώπου, φαινόταν έξυπνος και καλλιεργημένος. Μαιτρ της κουζίνας και γνώστης καλών κρασιών, την πήγαινε στα καλύτερα εστιατόρια και δεν την άφηνε να πληρώσει ποτέ. Επαγγελματικά καταξιωμένος, με πολύ καλό εισόδημα, νεοαποκτηθείσα μονοκατοικία σε σικ προάστειο, καβαλούσε μηχανή μεγάλου κυβισμού και ήταν loner.

Τον συναντούσε μεσημέρια Παρασκευής στο κέντρο μετά τη δουλειά. Ξεκινούσανε με τεκίλες, συνεχίζανε με ουζάκια σε κοντινά μεζεδοπωλεία και μετά την άφηνε να φύγει σφραγίζοντας τη συνάντηση μ’ ένα φιλί. Εκείνη ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του. Είχε κάτι πάνω του που τη γοήτευε, χωρίς να μπορεί να το προσδιορίσει. Για τα 40 του χρόνια κρατιόταν ασυνήθιστα καλά. Λιπόσαρκος και ψηλός, με ελάχιστα λευκά μαλλιά, θλιμμένο βλέμμα και νεανικό ντύσιμο. Χαμογελούσε σπάνια, αλλά όταν το έκανε, φώτιζε το πρόσωπό του. Από τότε που του το είπε, εκείνος το έκανε πιο συχνά. Της έλεγε πόσο όμορφη και σέξυ είναι και πόσο του άρεσε που ήταν μικροκαμωμένη. Εκείνος είχε πολύ όμορφα χέρια.

Θυμάται το πρώτο της βράδυ μαζί του. Μετά από 5 τεκίλες έκαστος, ανέβηκαν στα Κάστρα να θαυμάσουν τη θέα για να καταλήξουν λίγη ώρα μετά σε κοντινό διαμέρισμα. Πολύ κουρασμένη για να επιστρέψει σπίτι της οδηγώντας πιωμένη, φόρεσε το δικό του μακό και ξάπλωσε στον καναπέ. Ήρθε δίπλα της, την πήρε αγκαλιά κι εκείνη του ζήτησε να της πει ένα παραμύθι. Δεν τα κατάφερνε στα παραμύθια κι ας διάβαζε στο γιο του εικονογραφημένα... Δεν κάνανε έρωτα εκείνο το βράδυ. Μείνανε ξαπλωμένοι ως το πρωί αγκαλιά, εκείνη αποκοιμήθηκε αμέσως, μα ξυπνούσε σε κάθε θόρυβο της νύχτας που εισέβαλε στο δωμάτιο απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Εκείνος άκουγε την ανάσα της και της χάιδευε τα μαλλιά.

Τον σκεφτόταν συνέχεια από τότε. Ακολούθησαν μερικές Παρασκευές ακόμα και κάποια ελάχιστα βράδια καθημερινής, όταν προφανώς η γυναίκα του έλειπε. Της είχε πει πως ήταν σε διάσταση, όμως δεν τον πίστεψε ποτέ. Δεν ήθελε κάτι περισσότερο απ’ αυτόν, το ένιωθε εξάλλου πως ήταν μια αδιέξοδη σχέση. Όμως τον ήθελε πολύ και δεν είχαν καν ολοκληρώσει. Τη μέρα που πήγε σπίτι της τον υποδέχτηκε ξυπόλυτη μ’ ένα μαύρο φανελάκι κι ένα μικροσκοπικό τζην φουστάκι. Άνοιξε κρασί και του μαγείρεψε. Δεν ξέρει αν ήταν το κρασί ή τα φιλιά του που τη μέθυσαν, όμως κανείς δεν φιλούσε καλύτερα. Λες κι ήξερε κάθε ευαίσθητη πτυχή των χειλιών της και μπορούσε να ξυπνάει μέσα της ό,τι κοιμόταν ως τότε. Σαν έμεινε γυμνή, τον τράβηξε απ’ το χέρι και τον οδήγησε στο κρεβάτι. Προς μεγάλη της απογοήτευση, λίγα λεπτά αργότερα εκείνος τραβήχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα. Ντύθηκε βιαστικά κι έφυγε αφήνοντάς την σύξυλη ν’ απορεί...

Ακολούθησαν άλλες δυο αποτυχημένες προσπάθειες, που τη γέμισαν ερωτηματικά, μιας κι εκείνος δεν είχε διάθεση να το συζητήσει. Κλεινόταν όλο και περισσότερο κι έφευγε σαν τον κλέφτη, αφήνοντάς της μόνο ένα φιλί και μια υπόσχεση για την επόμενη φορά. Η επόμενη φορά ήταν όμως κι η τελευταία. Της χρέωσε την ανικανότητά του με τρόπο άσχημο και βαρύ. Άνανδρος!

Φεύγοντας άφησε πίσω της επίτηδες ένα hair stick
κι ευχήθηκε να το βρει η γυναίκα του.


* Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, η φωτό ανήκει σ' ένα φίλο.

Το γάντι


Photo by collisionofyour_kiss



Ένα μικρό κι ασήμαντο περιστατικό είναι ικανό να μου χαλάσει τη διάθεση. Όπως και να μου τη φτιάξει επίσης.

Έχω ξυπνήσει το πρωί, έχω ετοιμαστεί κι ετοιμάζομαι ν’ αναχωρήσω για τη δουλειά. Ψάχνω τα μαύρα γάντια μου, τα οποία τελευταία φορά τα πήρε το μάτι μου να κείτονται νωχελικά στο μπράτσο του καναπέ. Μάταια, σήμερα το πρωί δεν ήταν εκεί! Γυρίζω στην κρεβατοκάμαρα και ψάχνω στη συρταριέρα με τ’ αξεσουάρ. Εκεί βρίσκονται τακτοποιημένα στη σειρά τα λαχανί, τα σομόν, τα μπορντό και τα λευκά μου γαντάκια παρέα με ασορτί καπελάκια και κασκόλ, δε βλέπω όμως πουθενά τα μαύρα γάντια. «Θα είναι στ’ αυτοκίνητο» σκέφτομαι και ξεκινάω προς το ασανσέρ. Στο αυτοκίνητο με περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη. Ανοίγοντας την πόρτα, βλέπω το ένα γάντι πεσμένο δίπλα στο κάθισμα του οδηγού, το άλλο πουθενά. Άφαντο!

Ρε παιδιά αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει κάθε τόσο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κάθε χρόνο αγοράζω κι από ένα ζευγάρι μαύρα γάντια. Ο λόγος είναι απλός: τα χάνω! Χάνω μόνο τα μαύρα. Τα χρωματιστά –ένα περίεργο πράμα- είναι πάντα σετ ασορτί με τα καπελάκια και τα κασκόλ. Είναι που χτυπάνε και στο μάτι θα μου πεις. Τα μαύρα όμως, λες κι είναι αόρατα! Τα ξεχνάω σε ταξί, σε σπίτια, σε μαγαζιά, σε λεωφορεία, σε μπαράκια, τώρα μου πέφτουν και στο δρόμο. Ε άι σιχτίρ δηλαδή, ένα σωρό λεφτά έχω δώσει! Μέχρι που σκέφτηκα να τους περάσω κουδουνάκια να τ΄ακούω. Ή να τους ράψω κορδονάκι και να τα κρεμάσω απ’ το λαιμό. Και χειροπέδες στην ανάγκη, ό,τι να ‘ναι φτάνει να μην τα ξαναχάσω, γιατί έχει καταντήσει σπαστικό.

Κι εκεί που έχει χαλάσει η διάθεσή μου τελείως και σκέφτομαι ότι Σάββατο πουρνό πουρνό πρέπει να τρέχω στα μαγαζιά για γάντια, έχω ήδη φτάσει στο σημείο που παρκάρω συνήθως. Και τι βλέπω; Κάτι μαύρο και μικρό στην άκρη του δρόμου. «Τα μάτια μου κάνουν πουλάκια» σκέφτομαι. Κάπου είχα διαβάσει πως «η εναγώνιος προσδοκία προκαλεί παραισθήσεις» Κι όμως είναι εκεί! Ένα μικρό χνουδωτό μοχέρ γαντάκι, με περίμενε υπομονετικά από τη Δευτέρα πεσμένο μεταξύ δρόμου και πεζοδρομίου μεγάτο σκόνη. Σας λέω έχω τρελαθεί από τη χαρά. Το μαζεύω σα χτυπημένο ζωάκι, το τινάζω προσεχτικά και το βάζω στην τσάντα. «Σώπα» του λέω «σε περιμένει το ταίρι σου στο σπίτι κι ας ξεστράτισες»

Πείτε με χαζή, πείτε μικρή κι ανοήτη...
πείτε με ό,τι θέτε.
Εγώ ακόμα χαμογελάω!




Άμυνες


Photo by gilad




- Μου έλειψες.
- Κι εσύ.
- Δεν πήρες ούτε ένα τηλέφωνο τόσο καιρό.
- Το ίδιο μπορώ να πω κι εγώ για σένα.
- Γιατί χάθηκες;
- Δε χάθηκα, εδώ ήμουν.
- Νιώθω σαν να μην πέρασε μια μέρα.
- Νιώθω σαν να πέρασε ένας αιώνας.
- Μη γίνεσαι κακιά.
- Πήγες με άλλη.
- Νόμιζα πως είχαμε τελειώσει.
- Νόμιζα πως δεν είχαμε αρχίσει καν.
- Δεν κάνω για σένα.
- Άσε να το κρίνω εγώ αυτό.
- Είσαι πολύ διαφορετική.
- Δεν είμαι αυτό που δείχνω.
- Δε δείχνεις ποια είσαι.
- Έπρεπε να ξέρεις.
- Έπρεπε να είσαι πιο αληθινή.
- Έπρεπε να δεις πίσω από τις άμυνες.
- Έπρεπε να μην υψώνεις τείχη.
- Έπρεπε... και τώρα τι;
- Τώρα τι θέλεις;
- Τι δίνεις;
- Τίποτα.
- Τα θέλω όλα.
- Μπορώ μόνο όσα έχω για σήμερα.
- Δε μου φτάνουν.
- Αυτά έχω, δεν τα θες;
- Τα θέλω. Εσύ τι θέλεις;
- Εσένα, μου αρκείς.
- Για σήμερα μόνο;
- Για όσο...
- Θέλω να ξυπνάω και να σε βρίσκω πλάι μου. Να με κρατάς τις νύχτες.
- Το ξέρεις πως δε γίνεται.
- Γιατί;
- Γιατί δεν...
- Τι έφταιξε;
- Τίποτα.
- Τότε;
- Μην ψάχνεις, απλά έτυχε.
- Κατά τύχη είσαι τώρα εδώ;
- Ναι, ίσως...
- Πρέπει να με θεωρώ τυχερή λοιπόν;
- Εγώ είμαι ο τυχερός!
- Τότε μείνε.
- Δεν μπορώ, θα σου φέρω δυστυχία.
- Μην το λες. Μπορούμε.
- Όχι...
- Πονάω ήδη που φεύγεις.
- Δεν έχω φύγει ακόμα, είμαι εδώ.
- Το ίδιο είναι, ίσως και πιο οδυνηρό.
- Μη σκέφτεσαι το αύριο, ζήσε το σήμερα.
- Δεν μπορώ, κάτι με πνίγει.
- Κλάψε.
- Δε θέλω. Θέλω να σ’ έχω.
- Μ’ έχεις, τώρα.
- Σε θέλω για πάντα.
- Δεν υπάρχει «πάντα» όπως δεν υπάρχει και «ποτέ».
- Ποτέ σου δε μ’ αγάπησες.
- Αλήθεια είναι, όμως σε ήθελα πολύ.
- Πώς με ήθελες;
- Όπως τώρα, δεν αρκεί;
- Μου αρκούσε για λίγο, όμως ήθελα κι άλλα μετά.
- Λυπάμαι..
- Μη λυπάσαι. Ήσουν όμορφος όσο κράτησες και γι αυτό θα σε θυμάμαι.
- Δεν τελειώσαμε. Είμαι εδώ.
- Μπορεί. Αλλά δεν θα είσαι αύριο το πρωί.
- Δεν το ξέρεις.
- Το ξέρω, όπως το ήξερα και πριν.
- Τότε γιατί με κρατάς;
- Δεν ξέρω.
- Ξέρεις.
- Εσύ γιατί μένεις;
- Κι αυτό το ξέρεις.
- Αντίο.
- Γιατί;
- Ξέρεις...




Μια νύχτα μόνο


Photo by suzi9mm




Βράδυ Σαββάτου βγήκε με την παλιοπαρέα να ξεσκάσει. Βαριόταν αφάνταστα, αλλά δεν ήθελε να μείνει πάλι μέσα. Φόρεσε το πιο παλιό της τζην κι ένα μαύρο μακό και βγήκε. Στο μικρό επαρχιακό μπαράκι τα ίδια γνωστά πρόσωπα, η ίδια χιλιοπαιγμένη μουσική, πότε θ’ αλλάξουν ρεπερτόριο επιτέλους; Οι κουβέντες χιλιοειπωμένες κι αυτές, τόσα χρόνια τώρα τίποτα δεν άλλαζε στον μικρό τους τόπο. Μόνο τα καλοκαίρια ερχόταν κάνας ξεχασμένος τουρίστας περαστικός που δεν έβρισκε αλλού δωμάτιο να διανυκτερεύσει.

Είχε ήδη πιει το δεύτερο ποτό της και κοίταξε το ρολόι στο χέρι της. Μία παρά τέταρτο. Ήταν νωρίς ακόμα αλλά δεν είχε κανένα λόγο να μείνει. Η κάπνα της ξέραινε το λαιμό και της έτσουζε τα μάτια. Η παρέα της φαινόταν τόσο βαρετή. Έψαξε με το βλέμμα το χώρο να βρει το σερβιτόρο, να πληρώσει και να φύγει. Ένα ψυχρό ρεύμα που τη χτύπησε στην πλάτη την έκανε να σιχτιρίσει για πολλοστή φορά απόψε. Κάθε που άνοιγε η πόρτα του μικρού μπαρ, η παγωνιά την κάρφωνε στην ωμοπλάτη, απομεινάρι από παλιά ψύξη που την ταλαιπωρούσε χρόνια τώρα. Γύρισε θυμωμένη σχεδόν να κοιτάξει ποιος μπήκε τέτοια ώρα. Οι γνωστοί θαμώνες ήταν ήδη εκεί από νωρίς.

Αντίκρυσε το βλέμμα του και πάγωσε. Ο σερβιτόρος που στο μεταξύ είχε δει την κίνηση του χεριού της ήταν ήδη δίπλα της. « Ένα ακόμα από τα ίδια» του είπε. Ασυναίσθητα πέρασε το χέρι στα σπαστά κόκκινα μαλλιά της και μετάνιωσε που δεν είχε περιποιηθεί τον εαυτό της απόψε. Εκείνος την είχε ήδη δει με την άκρη του ματιού του. Μόνο τυφλός δε θα πρόσεχε αυτήν την προφυρή χαίτη. Κινήθηκε με την παρέα του προς το μοναδικό σημείο της μπάρας όπου υπήρχε λίγος χώρος ν΄ακουμπήσουν. Ήταν ξένοι, περαστικοί για μια νύχτα. Τηλεοπτικό συνεργείο που γύριζε ντοκυμαντέρ για την περιοχή, τους πρόλαβε το σκοτάδι πριν τελειώσουν το γύρισμα στη λίμνη κι έτσι θα έπρεπε να μείνουν μέχρι να ολοκληρωθεί η λήψη με το επόμενο φως της μέρας. Είναι πολύ εύκολο να τα μάθεις όλα αυτά σ’ ένα χωριό, όπου το μόνο που περιμένει κανείς είναι η άφιξη ενός ξένου για να ταράξει λίγο τα λιμνάζοντα νερά της μικρής επαρχίας.

Πήγε και στριμώχτηκε στο μπαρ να παραγγείλει τέταρτο. Ήταν μια καλή πρόφαση για να τον πλησιάσει. «Για γυναίκα πολύ πίνεις» άκουσε τη φωνή του να της γαργαλά το αυτί. «Κι εσύ για άντρας σχεδόν καθόλου» του χαμογέλασε δήθεν υποτιμητικά, περιπαιχτικά, κοιτώντας μια τα μάτια του και μια τη μπύρα που κρατούσε. «Κέρνα τα παιδιά μερικά σφηνάκια ν’ ανάψει το κέφι» φώναξε στον μπάρμαν, ο οποίος πρώτη φορά την έβλεπε να κάνει τέτοια κίνηση. «Κερνάνε κι οι γυναίκες στα μέρη σας;» την πείραξε εκείνος. «Όλα τα κάνουν οι γυναίκες εδώ» του είπε και του έκλεισε πονηρά το μάτι. Του γύρισε την πλάτη για να μην τη δει να κοκκινίζει και κατευθύνθηκε προς την παρέα της. Πώς το είχε ξεστομίσει αυτό; Την ίδια στιγμή κιόλας ένιωσε πως ήθελε ν’ ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Δεν ήταν καθόλου του στυλ της κάτι τέτοιο!

Τους βρήκε 5 η ώρα το πρωί να πίνουν μπύρες στο παγκάκι στην πλατεία, το μπαρ έπρεπε να κλείσει, όμως εκείνοι δεν ήθελαν να φύγουν. Της μίλησε για τη ζωή του, του είπε τα δικά της κι ήταν σαν να γνωριζόντουσαν χρόνια. Της ήταν οικεία η μυρωδιά του και το βλέμμα του κι ο ήχος της φωνής του σαν να την υπνώτιζε και δεν την άφηνε να φύγει. Όταν το πρώτο κοκκόρι λάλησε κατάλαβαν πως έπρεπε να φύγουν, σε λίγο οι πρώτοι κάτοικοι θα ξεκινούσαν τη μέρα τους και δεν ήθελε να δώσει λαβές για σχόλια. Την έπιασε απ’ το χέρι και την οδήγησε στο αυτοκίνητο, σε 2 λεπτά βρισκόντουσαν στο πανδοχείο, σε 5 ξάπλωνε ήδη στο κρεβάτι του, μισοκοιμισμένη σχεδόν στην αγκαλιά του. Σε 1 ώρα το συνεργείο θα ετοιμαζόταν για το γύρισμα. Είχαν τόσα ακόμα να πουν κι ο χρόνος ήταν τόσο εχθρικός μαζί τους. Της έκανε έρωτα κοιτώντας την συνεχώς στα μάτια. Κανείς δεν της είχε φερθεί τόσο τρυφερά μέχρι τώρα.

Όταν ξύπνησε ήταν περασμένο μεσημέρι. Εκείνος έλειπε από δίπλα της. Στο μαξιλάρι υπήρχε ένα χαρτάκι μ’ ένα τηλέφωνο. Το έσκισε βιαστικά. Από τις γνωριμίες της μιας νύχτας δεν περίμενε ποτέ τίποτα.



Με μια άλλη ματιά (click here)


Γατοσυζήτηση

Όταν ο Μαύρος Γάτος γνώρισε τη nosy



Νιαρ!





Miaow!





Ωραία μέρα σήμερα. Ό,τι πρέπει για μια βόλτα στα κεραμίδια με τη λιακάδα.





Πράγματι. Θα θέλατε να περιπατήσωμεν παρέα; Είμαι μόνη και βαριέμαι. Είναι πληκτικά στα κεραμίδια χωρίς συντροφιά...





Γιατί όχι! Με τιμά η πρόσκλησίς σας, αγαπητή.





Να φέρω και μια φίλη μου για συντροφιά; Είναι πολύ τολμηρό να βγούμε οι δυο μας εφόσον δεν γνωριζόμαστε καλά ακόμη.





Ω ναι! Μόνο παρακαλώ να μην είναι blogger, έχει γίνει πλέον κουραστικό να μας αναγνωρίζουν παντού και προτιμώ να βγαίνω incognito.





Ό,τι πείτε. Κι εγώ από τότε που έχω γίνει γνωστή στη blogo-σφαιρα, αποφεύγω τις κοσμικές εμφανίσεις.






Να ρωτήσω με τι ασχολείσθε ή θα φανώ αδιάκριτη;





Ρωτήστε! Εργάτης οικοδομών είμαι - αλλά μην το πάρετε τοις μετρητοίς, συχνά κάνω χιούμορ.





Ω καταλαβαίνω. Προσπαθείτε να αποφύγετε τα ανόητα ξανθά θηλυκά. Σωστά πράττετε. Την σήμερον ημέραν οι περισσότερες γάτες κοιτούν το Ε9 αντί το γυαλιστερό τρίχωμά σας.





Νεαρά μου, πόσο πολύ με νιώθετε. Ζω έναν εφιάλτη.





Πώς είναι η ζωή στη Γερμανία;





Βαρετή όπως και στην Αγγλία! Αλήθεια τελειώσατε το μεταπτυχιακό σας; Πότε με το καλό θα επαναπατριστείτε;





Έχετε χάσει επεισόδια αγαπητέ. Αυτόν τον καιρό κάνω διδακτορικό στη Γατοφωνολογία. Σκοπεύω να επιστρέψω το συντομότερον. Η υγρασία του Λονδίνου μου τσακίζει τη ραχοκοκκαλιά. Είμαι και σε μια ηλικία...





Μα τι λέτε τώρα; Φαίνεσθε νεότατη.





Ευχαριστώ, είστε τόσο γενναιόδωρος!





Και η φίλη σας πολύ ενδιαφέρουσα και χυμώδης. Θα μου επιτρέψετε φυσικά να σας κεράσω αυτές τις σαρδέλες.





Μα δεν είναι ανάγκη!





Επιμένω.





Ε να μη σας προσβάλουμε τότε. Όμως την επόμενη φορά τα καλαμαράκια θα είναι κερασμένα από μας.





Ανυπομονώ να σας ξαναδώ, γατοσύνες μου.





Εις το επανιδείν, νέε μου. Νιαρρρρρρρρρρ.




Οι παραπάνω χαρακτήρες είναι φανταστικοί. Πρόσωπα και καταστάσεις δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική.


I-blog


Photo by sprinkleofsnow


«΄Οταν φτάσεις έστω μια φορά ν΄αγγίξεις τ΄αστέρια, δεν συμβιβάζεσαι ξανά με τίποτα γήινο... Μετά έρχεται ο συμβιβασμός χωρίς να τον πάρεις χαμπάρι και καταλήγεις να έχεις ανάγκη να εκφράσεις αυτό που συμβαίνει. Με το μπλογκ ανατρέπεται ένα genre... Υποτίθεται ότι χρησιμοποιούμε ένα κειμενικό είδος προσωπικής εξομολόγησης, το οποίο εκθέτουμε δήθεν ασυναίσθητα σε κοινή θέα. Μ΄αρέσει!...»

Τάδε έφη Μαίανδρος



Πάνω που σκεφτόμουν ότι δεν έχω όρεξη να γράψω τίποτα, έπεσα πάνω σ’ αυτό. Τις περισσότερες φορές κάθομαι μπροστά στο πληκτρολόγιο κι έχω τόσες εικόνες και συναισθήματα που γίνονται εύκολα λέξεις. Όχι πως αν δεν γίνουν, θα χαθούν... Όμως νομίζω πως ήταν κρίμα που τόσα χρόνια δεν είχαν βρει διέξοδο και μένανε κλειδαμπαρωμένα μέσα μου. «Κείμενα προσωπικής εξομολόγησης εντέχνως εκτεθειμένα σε κοινή θέα» Ναι, αυτό είναι το blogging για μένα τελικά.

Υπήρξε ένα διάστημα τεσσάρων μηνών που βομβαρδιζόμουν καθημερινά από συναισθήματα. Κι έγραφα, έγραφα, έγραφα συνεχώς. Λες και αν δεν τα κατέγραφα θα έσκαγαν μέσα μου και θα γινόμουν χίλια κομμάτια. Νάρκη κι αυτανάφλεξη μαζί. Πυροτέχνημα με πολύ κρότο. Φως και χρώμα. Και ήχος... Πάντα η μουσική.

Πάνε όμως λίγες μέρες που λες και άδειασα ξαφνικά και δεν έχω τίποτα πια να πω. Ήρθε λες η μέρα που φοβόμουν. Που δε μου βγαίνουν οι λέξεις, που δεν ταιριάζουν τα λόγια. Κι οι εικόνες συγκεχυμένες κι αυτές στο μυαλό. Να μην βγάζουν νόημα, μόνο να με βασανίζουν. Και τα τραγούδια μου κάκιωσαν κι αυτά. Δε με κάνουν πια να κλαίω. Είναι κι η κούραση που βγαίνει πάνω μου και με βαραίνει. Έχει παλιώσει το κορμί απ’ τις διαδρομές. Ούτε όνειρα δε βλέπω πια.

Ίσως να φταίει που δεν αγαπώ κανέναν, που τα σημάδια έσβησαν και δεν πονάω τόσο όταν τα σκέφτομαι. Είναι που όσες φορές με ταξίδεψε η άσφαλτος δε με ‘φερε τελικά σε σένα, παρά μονάχα σ’ ένα πληκτρολόγιο μπροστά για να σου γράφω. Κι έτσι σιγά σιγά σε ξέχασα. Κι είπα να σταματήσω. Μέχρις ότου να βρεθεί ερέθισμα ικανό να με βάλει πάλι μπρος, να μου ανάψει φυτίλια και να με κάψει. Να ξανανοίξει το κόκκινο βιβλίο των σκέψεων, των λυγμών, των στεναγμών και των φιλιών. Ελπίζω να ‘ναι σύντομα...


Έξω κάνει κρύο.



Ιωάννα


Photo by Madsky




Την λέγανε Ιωάννα. Αν ζούσε, θα γιόρταζε προχθές. Έμενε δίπλα μας στο πατρικό μου με τους γονείς της κι ήταν ένα κορίτσι γεμάτο ζωή. Όμορφη δε θα την έλεγε κανείς, αλλά είχε εκείνη τη φρεσκάδα της νιότης κι ήταν πάντα γελαστή και γεμάτη μπρίο. Είχε ίσια κατάμαυρα μαλλιά κομμένα καρέ, ήταν ψηλή και λεπτή κι αρκετά κοκέτα για την εποχή της. Θα’ μουν - δε θα ‘μουν πέντε τότε, μα θυμάμαι την πρώτη φορά μου έδωσε να βάλω βούτυρο-κακάο στα χείλη. Είχε σε τρεις γεύσεις κι αρώματα κι αυτό ήταν αρκετό να με εντυπωσιάσει. Φοιτήτρια της αγγλικής ήτανε. Λίγα μόνο χρόνια μικρότερη από τη μαμά μου κι όμως τόσο διαφορετική!

Μετά διορίστηκε στις Σάππες. Ερχόταν μόνο τα Σαββατοκύριακα κι όχι πάντα. Αρραβωνιάστηκε, την έβλεπα όλο και λιγότερο, σύντομα παντρεύτηκε. Οι φωτό του γάμου της πήραν όλες λίγο φως και βγήκαν σαν καμμένες. Μαύρες και κίτρινες, «καλλιτεχνικές» έλεγε γελώντας. Η Ιωάννα κάπνιζε πολύ, αλλά έκανε χαλάουα κι έδειχνε και στη μαμά μου. Είχε επίσης μια τρομακτικά μεγάλη συλλογή δίσκων από βινύλιο, αλλά ήμουν πολύ μικρή τότε για να την εκτιμήσω. Συχνά κλεινόταν στο σαλόνι με κλειστά παντζούρια κι έβαζε τραγούδια στο πικάπ. Μέχρι κι εμείς τ’ ακούγαμε από δίπλα, αλλά δε μας πείραζε.

Κάποια μέρα μάθαμε από τη μαμά της πως δεν ήταν πολύ καλά. Μελαγχολία είπαν οι γιατροί. Της δώσανε χάπια. Η κατάσταση μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Ένα βράδυ ακούσαμε φωνές, απειλούσε να σκοτώσει τους γονείς της, ήρθε αστυνομία, έγινε φασαρία. Για λίγο καιρό δεν την βλέπαμε. Κλαίγοντας μια μέρα η μάνα της εκμυστηρεύτηκε στη δική μου ότι η Ιωάννα νοσηλευόταν σε ψυχιατρική κλινική. Από τότε μπαινόβγαινε συνέχεια. Είχε γίνει η σκιά του εαυτού της. Μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια, ασθενικά αδύνατη, μελαγχολική. Σε διαστήματα που ήταν καλύτερα ερχόταν δίπλα, ζητούσε παρέα για καφέ, έκανε 2-3 τσιγάρα, έλεγε κάποιο πικρό αστείο κι έφευγε. Ήταν τριάντα-έξι.

Ένα απόγευμα βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει. Ζαλίστηκε είπανε, έχασε την ισορροπία της κι έπεσε. Έπαιρνε πολλά φάρμακα, κάποια απ’ αυτά της φέρνανε ναυτίες. Είχε πέσει από τον τρίτο με το κεφάλι. Οι αυτόχειρες λένε πηδάνε με τα πόδια. Ποτέ δε μάθαμε...

Αν ζούσε σήμερα θα ήταν γύρω στα πενήντα.



Ξεστολίζοντας

Σήμερα πήρα την απόφαση να ξεστολίσω. Μια κουβέντα είναι. Ποιος έχει όρεξη να τα μαζεύει όλα αυτά; Λες και δε μου φτάνει η μελαγχολία των γιορτών, έχω και τη μεθεόρτια. Το σπίτι μου φάνηκε γυμνό χωρίς τις κόκκινες αγιοβασιλιάτικες γιρλάντες, τα αστεράκια που ανάβανε στην μπαλκονόπορτα, τους φωτοσωλήνες, τις καμπανούλες, τις μπάλες και τις γιρλάντες στο δέντρο.

Η nosy επί τω έργω




Μου φαίνεται του χρόνου δε θα στολίσω καθόλου.


Εορταστικόν


Photo by wogasian



Γυρίζω σπίτι. Οι πιο όμορφες ώρες της μέρας είναι οι νυχτερινές. Τότε που όλοι κοιμούνται ή διασκεδάζουν κι οι δρόμοι είναι σχεδόν άδειοι. Η άσφαλτος απλώνεται κάτω απ’ τα λάστιχά μου, τρέχει μαζί μου οδηγώντας στο πουθενά. Μια στροφή 180º θα μ’ έβγαζε σε σένα.

Θα μπορούσα να τραβήξω νότια και να ‘ρθω να σε συναντήσω. Να σου δώσω δυο φιλιά, μετά να ξαπλώσω, να κλείσω τα μάτια, να ξαποστάσω και αύριο πάλι να γυρίσω πίσω.

Σήμερα ήπια μόνο τόσο όσο μπορούσα ν’ αντέξω. Δεν ήθελα σταλιά παραπάνω. Ήθελα μόνο να μπορούσα να σου στείλω μια κόκκινη τούφα απ’ τα μαλλιά μου.

Χρόνια σου πολλά. Μου λείπεις.



Της αισιοδοξίας


Photo by kraniet



«Τις πιο όμορφες μέρες μας δεν τις ζήσαμε ακόμα
Κι αχ ό,τι πιο όμορφο θα 'θελα να σου πω
Δε στο 'πα ακόμα…»

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ


.



Είναι μέρες που ξυπνώ μα όρεξη δεν έχω να βγω απ’ το κρεβάτι
Χωρίς σκοπό νιώθω πως είμαι
Πως νόημα δεν έχουν όσα κάνω
Πως θα είναι μια ακόμα μέρα βαρετή σαν όλες

Τι προσμένω;
Τίποτα
Ζω για το τώρα

Κι όμως είναι φορές που όλα θέλω να τ’ αλλάξω
Και νιώθω πως μπορώ
Ένα κλικ θα είναι μόνο
Στο μυαλό

Θα έχει ήλιο μέσα μου και στην καρδιά θ’ ανθίζει κήπος
Κι όλα καλά θα πάνε

Αν είσαι πλάι μου ή όχι δεν θα έχει σημασία
Θα είμαι εγώ και θα πατώ στα πόδια μου
Και δε θα φοβάμαι τίποτα



Start me up





Απόψε η μουσική μ’ έχει ξεσηκώσει για τα καλά. Νιώθω πως κάτι μέσα μου θέλει να μου σκίσει τα σωθικά και να βγει τσάρκα στην πανσέληνο. Μάκρυναν τα νύχια μου κι οι κυνόδοντές μου προεξέχουν. Δε βλέπω τίποτα, ο καθρέφτης έχει θαμπώσει απ’ τους υδρατμούς και τα χνώτα. Η καρδιά μου χτυπά αλλόκοτα. Θέλω να χορέψω στους ήχους του Putting Out Fire With Gasoline και του Fire Girl - στη χειρότερη κι ένα Start Me Up μου κάνει. Να φορέσω τα τακούνια μου κι όποιον πάρει ο χάρος.

Μη μιλάς. Θέλω η αποψινή νύχτα να είναι γεμάτη φωτιά. Να ξυπνήσουν όλα εκείνα που βρισκόντουσαν σε λήθαργο μέχρι τώρα. It’s been so long! Δε θέλω να σβήσω τη φωτιά, να την ανάψω για τα καλά θέλω. Κι όποιος αντέξει. Στην τελική, είναι καλύτερο να πεθαίνεις από ανία;



Στην Ι που ήρθε για 15 μέρες, αλλά την είδα μόνο μία φορά - Let’s Dance
Στην Φ που είχε γενέθλια την πρωτοχρονιά - Jumping Jack Flash
Στην Ε που κοιμίζει τα ένστικτά της - Blah Blah Blah
Στον Β που ήμουν κακιά μαζί του - I Can’t Get You Out Of My Mind
Στον Δ που με βοηθάει με τους κώδικες - It’s Only Rock’n’Roll


Γίνε κι εσύ blogger, μπορείς!


Photo by falka0

Με αφορμή αυτό

Όταν τον Αύγουστο του 2006 ο φίλος μου Γιάννης Κωνσταντακόπουλος με προέτρεψε να ξεκινήσω ένα blog, εγώ δεν ήξερα καν τι ήταν αυτό! «Θα πονέσω;» αναρωτήθηκα. «Είναι απλό» μου εξήγησε –κι ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που τον άκουσα. Διότι απλό μεν ήτανε, στην πορεία δε, αποδείχτηκε εθιστικό.

Ξεκινώντας δειλά δειλά, διάλεξα πλατφόρμα και μετέφερα κάποια έτοιμα κειμενάκια που είχα για αρχή. Κάθε μέρα που ξημέρωνε, καμάρωνα αυτό που λίγο πριν δεν ήξερα τι ήταν και αναρωτιόμουν πόση έμπνευση πρέπει να έχει κανείς για να μπορεί να συνεχίσει ένα τέτοιο project. Μου φαινόταν βουνό κι έτρεμα στη σκέψη ότι την επόμενη ίσως να μην είχα τίποτα να γράψω. Με τον καιρό έμαθα πώς να ανεβάζω μουσικά αρχεία, πώς να αλλάζω τους κώδικες και πώς να κάνω links. Προσφάτως έγινα και beta! Κυρίως όμως έμαθα να συνομιλώ με στον εαυτό μου, να με αφουγκράζομαι, να με αναλύω, να βγάζω τα μέσα έξω, να με καθησυχάζω και κυρίως να με αγαπώ. Και χωρίς να πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου σε ψυχαναλυτές!

Συχνά συζητώ με φίλους σχετικά με το blogging. Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι είναι αρνητικοί προς κάθε είδους δημοσιοποίηση της προσωπικής ζωής και δεν κατανοούν την ευχαρίστηση που αντλούμε απ’ αυτό. Άτομα του κοντινού μου περιβάλλοντος με κατακρίνουν που ανοίγομαι, που εμπιστεύομαι, που συναντώ, που δίνομαι, που γράφω... Δεν τους αδικώ, απλά αυτοί δεν ξέρουν. Δεν ντρέπομαι να πω πως έχω πονέσει διαβάζοντας blogs, έχω κλάψει, έχω ταυτιστεί, έχω γελάσει, έχω προβληματιστεί – ε συχνά πυκνά με νυστάζει κιόλας.

Με αφορμή λοιπόν αυτό το κειμενάκι, θέλω να ευχαριστήσω τον Mr Mindblog για την ευκαιρία που μου έδωσε να μπω στον κόσμο των blogs. Για τους ανθρώπους που διάβασα και γνώρισα, για τα e-mail που αντάλλαξα και τα σχόλια που έλαβα, για την κατανόηση κι υποστήριξη που παίρνω κατά καιρούς, αλλά πιο πολύ για την ικανοποίηση του να έχω κάτι δικό μου, όμορφο, αληθινό, κάτι που φωνάζει ότι είμαι ΕΓΩ, χωρίς μάσκες, χωρίς «πρέπει».

Και σε όσους κατά καιρούς μας λένε «get a life», ένα έχω να πω:
To blogging είναι επαφή, είναι επικοινωνία, είναι ανθρώπινο συναίσθημα, πνοή, σφυγμός, λύπη, χαρά, δημιουργία.


Αν όλα αυτά δεν είναι ζωή, τότε τι είναι;



Με αφορμή ένα e-mail


Photo by BatDesignz


Συνηθίζεται τέτοιες μέρες να κάνουμε οι περισσότεροι ανασκόπηση της χρονιάς που πέρασε. Εγώ ποτέ δεν το έχω κάνει, δε βλέπω το λόγο λοιπόν γιατί θα πρέπει να ξεκινήσω τώρα. Θυμάμαι όμως έναν Δεκέμβρη, που η Α. μου είχε πει ότι οι στόχοι μας πρέπει να είναι συγκεκριμένοι αν θέλουμε κάποτε να πραγματοποιηθούν. Κάθησα λοιπόν τότε και πήρα ένα χαρτί κι αρίθμησα όλα όσα ήθελα να γίνουν μέσα στην επόμενη χρονιά. Συνειδητοποίησα ότι τίποτα απ’ όλα εκείνα δεν περνούσε απ’το χέρι μου. Κι όμως η Α. επέμενε ότι έτσι μαθαίνω να καταλαβαίνω τι θέλω και κατευθύνομαι ασυναίσθητα προς την πραγματοποίηση του στόχου. Π@π@ρια! Πιστεύω ότι τα μισά και παραπάνω είναι θέμα τύχης.

Το 2005 αλλά και το 2006 με βρήκαν σε μια κρύα πόλη του Βορρά, με κοινωνικές συναναστροφές του «φαίνεσθαι» και κόσμο με σάπια μυαλά. Εγώ την πόλη αυτή δεν την ευχήθηκα ποτέ, ούτε την άδεια μου αγκαλιά και την παγωμένη μου καρδιά αυτά τα 2 χρόνια δεν ευχήθηκα. Εγώ άλλα ζήτησα κι άλλα τελείως μου ‘ρθανε. Όμως ακόμα και μέσα στις αναποδιές, στιγμές όμορφες πολλές θα έχω να θυμάμαι. Και πρόσωπα, εικόνες, χρώματα κι αρώματα, αρκετά για να γεμίσουνε βιβλία. Κι αυτή η παγωμένη πολή του Βορρά πιο δυνατή με έχει κάνει. Ας είναι...

Ξέρω λοιπόν πως το 2007 θα είναι άλλος ένας χρόνος λίγο-πολύ ίδιος με τους άλλους, λίγο-πολύ διαφορετικός, με κάποια ups και κάποια downs. Γι αυτό και δε χρειάζομαι ανασκόπηση, ούτε τα λάθη μου θέλω να δω ποια ήτανε μπας και τα διορθώσω. Πάνε αυτά περάσανε και τα ‘χω αφήσει πίσω. Τώρα μπροστά μόνο κοιτάω κι ατενίζω αυτό που έχουν μέσα τους τα μάτια μου όταν τα κλείνω.

Θα κλείσω λοιπόν το 2006 με μια φράση που μου ‘στειλε κάποιος σ’ ένα mail, δυο γράμματα μέσα σε μια παρένθεση τα είπαν όλα. «Κάθε μέρα οι αγάπες μου με λιώνουν και μετά, κάθε βράδυ, τα όνειρά μου με ξαναπλάθουν από την αρχή» (Ν. Ν.) Σ’ αυτόν χαρίζω το επόμενο τραγούδι.

Abba - I have a dream

Το 2007 θέλω ν’ ανοίξει με μια άλλη φράση. Τον ευχαριστώ για τον κόπο που έκανε να με διαβάσει και να μου αφιερώσει λίγο από το χρόνο του. «Στα πλήκτρα σου αντηχούν ζεστοί οι χτύποι της καρδιάς σου» μου έγραψε. Εγώ αυτό κρατάω στην καρδιά για το νέο έτος κι εύχομαι να έχω ζωή και θέρμη μέσα μου για να μπορώ να συνεχίσω.


Καλή Χρονιά σε όλους μας,
δημιουργική, ευτυχισμένη, με γεμάτες αγκαλιές,
έρωτες-πυροτεχνήματα και αμέτρητα χαμόγελα.


Abba - Happy New Year