Πες μου...



Τι είναι χειρότερο; Να μην έχεις τίποτα
ή να τα έχεις όλα και να μην αρκεί;



Εν όψει εκλογών




Ορίστε! Το γράφει και στο άρθρο καθαρά.
Είναι επικίνδυνο. Άρα δεν ψηφίζω!



Ένας χρόνος Curiosity


Photo by miss_pupik

Τελικά δεν ξέρω κατά πόσο η περιέργεια σκότωσε την εφτάψυχη γάτα, πάντως σίγουρα την κούρασε. Πάει ένας χρόνος ακριβώς από τότε που ξεκίνησε αυτό το blog εντελώς πειραματικά, μετά από παρότρυνση ενός φίλου. Η αλήθεια είναι ότι το διασκέδασα πολύ. Ανακάλυψα ότι μπορώ να γράφω και να εκφράζω συναισθήματα, αν και πολλές φορές -ποιητική αδεία- το παράκανα λίγο. Διαπίστωσα ότι μέσω blogs μπορείς να γνωρίσεις κόσμο και μάλιστα αξιόλογα άτομα, με κάποια από τα οποία θα ήθελες να κρατήσεις επαφή ή ακόμα και ν’ αναπτύξεις δεσμούς φιλίας. Το blog αυτό μου έκανε παρέα σε στιγμές μοναξιάς και με βοήθησε να κλείσω τις πληγές μου. Κατά κάποιο τρόπο του οφείλω ευγνωμοσύνη και μου είναι πολύτιμο. Δεν ξέρω αν θέλω να το συνεχίσω, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει πλέον χρόνος, ίσως ούτε και διάθεση.

Πέρσι τέτοιον καιρό ξεκίνησα γράφοντας το πρώτο μου post (το οποίο έμελε να αυτοκαταστραφεί) αναφερόμενη στο τότε καινούριο μου σχολείο. Ξεκίνησα με ενθουσιασμό και υπέρμετρο ζήλο την περασμένη σχολική χρονιά, για να καταλήξω δυστυχώς σε μιζέρια, απογοήτευση και απαισιοδοξία. Γιατί το συγκεκριμένο σχολικό περιβάλλον ήταν σάπιο. Αντί να με γεμίζει χαρά και να μου δίνει δύναμη και κουράγιο να συνεχίσω, με αποδυνάμωνε συνεχώς και με αποθάρρυνε κάθε μέρα που περνούσε. Ευτυχώς ο καιρός περνάει γρήγορα κι έτσι ο φετινός Σεπτέμβριος με βρήκε σε νέο σχολείο, με νέο κόσμο, ανανεωμένη και με πολύ καλή διάθεση. Ελπίζω σε μια νέα αρχή κι εύχομαι σε μαθητές κι εκπαιδευτικούς καλή σχολική χρονιά. Ίσως να τα ξαναπούμε, ίσως όχι. Ο καιρός θα δείξει. Εξάλλου εμείς οι γάτες αλλάζουμε πολύ συχνά διάθεση.


;-)

καλοκαιριού τέλος

Γέρνω να ξεκουραστώ στην μπλε-πορτοκαλί αιώρα που έχουμε κρεμάσει στο μπαλκόνι και σφαλίζω τα μάτια να μη δραπετεύσουν τα όνειρα. Το καλοκαίρι έφυγε τόσο γρήγορα που ήταν σαν να κράτησε μόνο μια μέρα. Έχει μείνει να το θυμίζει μονάχα μυρωδιά από αγιόκλημα, φωτογραφίες γεμάτες χρώμα θαλασσί κι ηλιοκαμμένη επιδερμίδα που σιγά σιγά θα ξεφλουδίσει αφήνοντας άχαρα σημάδια. Σε λίγο τα μπράτσα θα καλυφθούν από μανίκια. Τρέχουν οι εικόνες κι οι στιγμές και τρέχω κι εγώ για να τις φτάσω. Βιάζομαι μου λες να φέρω το φθινόπωρο πριν την ώρα του. Μα δεν το ξέρεις πως φθινοπωριάζω πάντα την πρώτη μέρα στη δουλειά; Εγώ ζω μόνο για τα καλοκαίρια. Χαζεύω για λίγο ακόμα τη βεράντα μου. Τώρα υπάρχει πράσινο, υπάρχει ζωή. Υπάρχουν κεριά, μουσική και κουβέντα τα βράδια. Με νανουρίζει το θρόισμα των φύλλων κι ο ήχος μιας ονειροπαγίδας που μοιάζει μ’ ενυδρείο. Πιο πέρα ξεμουδιάζει τα φτερά του στον άνεμο ένα κόκκινο πουλί. Κι αυτά μαζί τα κρεμάσαμε και μαζί τα χαιρόμαστε. Ξεκινάει περίοδος αλλαγών. Σε μια προσπάθεια να διώξω κάθε τι αρνητικό σ’ αυτό το σπίτι, βάφω τοίχους...


η επιστροφή

Photo by RoseKate


Πάει καιρός από την τελευταία φορά που κάθησα να γράψω. Όχι επειδή δεν είχα κάτι να πω - κάθε άλλο! Έχω πολλά να σου διηγηθώ... για μέρες και για νύχτες αξημέρωτες, για στεριές και θάλασσες, για ταξίδια ποτισμένα ξάστερους ουρανούς, για διαδρομές ριψοκίνδυνες πάνω σε 2 ρόδες και γι αγκαλιές ασφαλείας. Όμως προτιμώ να τα κρατήσω μόνο για μένα, έτσι απλά γιατί... κι εγώ δεν ξέρω. Δεν νιώθω πια την ανάγκη να τα βγάλω προς τα έξω. Ίσως να φταίει που αυτό το καλοκαίρι το μοιράστηκα με κάποιον και τις εικόνες αυτές που γέμισαν τα μάτια και την καρδιά μου δεν θέλω να τις σκορπίσω. Ας μείνουν μόνο για δυο. Αρκετά κομματιάστηκα έναν ολόκληρο χειμώνα. Τώρα τα θέλω όλα δικά μου, κρατημένα μέσα μου σαν πολύτιμα μυστικά. Κάθε που εκείνος φεύγει για λίγο, ανοίγω το κουτάκι με τις στιγμές μας και κρυφοκοιτώ. Είναι όλα εκεί και με περιμένουν. Χαμογελάω κι είναι αρκετό. Επιτέλους!

Λαϊκές ρήσεις








Έναρξη τον Σεπτέμβριο


Photo by Phoeebs

Κλειστόν λόγω θέρους


Εις μνήμην


Φωτογραφία του Γιώργου Τσελίκα

Η φήμη του προηγούταν του ονόματός του. Είχα ακούσει τόσα πολλά γι αυτόν πριν τον γνωρίσω, ώστε την πρώτη φορά που τον συνάντησα δε μου γέμισε και πολύ το μάτι. Όμως κάθε φορά που τον ξανάβλεπα, είχε κάτι καινούριο να μου πει ή να μου δείξει. Πληθωρικός χαρακτήρας, εντελώς αυθόρμητος, με τρέλα μικρού παιδιού και μ' ένα πλατύ χαμόγελο σχεδόν πάντα στο πρόσωπό του, δεν μπορούσε παρά να γίνει αγαπητός σε όποιον τον συναναστρεφόταν.

Δεν θα ξεχάσω τα λόγια του όταν έκανα φουσκώματα στο γήπεδο στον Προφήτη: "Τι κάθεσαι και παιδεύεσαι;" μου είπε γελώντας. "Τα αλεξίπτωτα δεν είναι για το έδαφος, είναι για τον αέρα. Έλα να πάμε πάνω να σε απογειώσω και τα υπόλοιπα θα τα μάθεις στην πορεία."

Δεν θα ξεχάσω το ταξίδι μας προς την Αμφίκλεια εκείνον τον Μάιο. Σε όλη τη διαδρομή είπαμε τόσα πολλά... κι όμως ούτε στιγμή δε με κούρασε η φλυαρία του. Μιλήσαμε για κινηματογράφο, για μουσική, για τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Τον απασχολούσε αν θα έβρισκε ποτέ το άλλο του μισό, αναρωτιόταν αν υπήρχε μια γυναίκα κάπου στον κόσμο φτιαγμένη μόνο γι αυτόν. Μου εκμυστηρεύτηκε πως επιθυμούσε να είχε κάνει ένα παιδί.

Δεν θα ξεχάσω τη χαρά του μια Κυριακή για την διθέσια πτήση των 47 χλμ. με την Κορίνα προς την Καστοριά. Κερνούσε μπύρες και γελούσαν και τα μουστάκια του. Έτσι χαρούμενο θα τον θυμάμαι πάντα.

"Γεια χαρά" μας είπε φεύγοντας. "Θα τα πούμε στη Βουλγαρία τον Αύγουστο".

Ο Γιώργος Τσελίκας σκοτώθηκε στις 25 Ιουλίου 2004 σε ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο στο Sopot της Βουλγαρίας. Πάνε κιόλας τρία χρόνια...





* Φωτογραφίες του Γιώργου: Η ζωγραφική τ' ουρανού & Πανοράματα νεφών



αστροφεγγιά

Ώρα ενδεκάτη βραδινή κι είμαι συνεπιβάτης σε μια μηχανή. Ο αέρας ψυχρός σαν να μην είναι καλοκαίρι. Παρόλο που φοράω τζην μπουφάν, νιώθω στο στέρνο μια μικρή ανατριχίλα. Κρατιέμαι από τα πλάγια της σχάρας και προσπαθώ να είμαι χαλαρή για ν’ απολαύσω τη διαδρομή. Η αλήθεια είναι πως στις στροφές φοβάμαι λίγο. Η άσφαλτος φαντάζει τρομακτική στο σκοτάδι, δεν έχει κίνηση και τα μάτια μου έχουν καρφωθεί στη λευκή λωρίδα του δρόμου και στους προβολείς της μηχανής. Ο μόνος ήχος είναι αυτός του κινητήρα. Μου λείπει η μουσική. Προσπαθώ να ξεχαστώ αναπολώντας τη μέρα που πέρασε έχοντας ακόμα το κάψιμο του ήλιου στο δέρμα. Σ’ ένα σημείο του δρόμου τα δέντρα έχουν αραιώσει στα δεξιά. Βρίσκω ευκαιρία να χαζέψω τη θέα μακριά. Στο βάθος το λιμανάκι του Νέου Μαρμαρά καταφώτιστο. Το φεγγάρι μια φέτα ρίχνει το φως του στα μαύρα νερά. Δευτερόλεπτα μόνο, μια εικόνα μαγική, μετά πάλι δέντρα. Ανοίγω λίγο το τζαμάκι του κράνους και εισπνέω τον αέρα. Τα ρουθούνια μου χτυπάει μια έντονη μυρωδιά πεύκου. Όλες οι αισθήσεις μου είναι οξυμένες. Μην έχοντας αλλού να κοιτάξω, σηκώνω το κεφάλι ψηλά και σαστίζω. Αστροφεγγιά. Και μένω έτσι ώρα πολλή με το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω να χαζεύω τους αστερισμούς. Εύχομαι αυτή η διαδρομή να είναι ατελείωτη. Πριν καν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, έχουμε φτάσει στον προορισμό μας. Πες μου, γιατί όλα τα ωραία κρατάνε πάντα τόσο λίγο;



Photo by anaid4b

kevlar



"Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω"

μπλε-πορτοκαλί


Photo by annejulie

Ώρα πρωινή. Ο ήλιος ίσα που χαϊδεύει την πολυθρόνα στη βεράντα μου. Σε λίγες μόνο ώρες θα τη μισεί τόσο που θα θέλει να την κάψει. Ένας καφές με συντροφεύει. Μέτριος χωρίς -σαν κι εμένα- με κίτρινο καλαμάκι. Κίτρινο σήμερα, κόκκινο αύριο, μπλε, πράσινο, μωβ την επομένη, κάθε μέρα κι ένα διαφορετικό ανάλογα με τη διάθεση. Κι αυτός ακόμα ο γαμημένος ο καφές έχει υποστεί συμβιβασμούς με την πάροδο του χρόνου. Πρώτη μέρα εδώ και καιρό που ξύπνησα νωρίς χωρίς να έχω τίποτα να κάνω. Έχω ακόμα την πολυτέλεια αυτή. Εδώ που μένω με ξυπνάνε τα πουλιά. Πες μου, θα ‘πρεπε να χαίρομαι γι αυτό; Έχει κανένα νόημα που κάτι θέλουν να μου πουν μα δεν καταλαβαίνω; Χθες μου έκαναν δώρο μια αιώρα. Μπλε-πορτοκαλί. Ποιος είπε πως αυτά τα δύο δεν ταιριάζουν; Κι αν δεν ταιριάζουν, γιατί είναι μαζί; Θα την κρεμάσω στο μπαλκόνι και θα αιωρούμαι τα βράδια. Μαζί σου ή χώρια. Προτιμώ χώρια. Σήμερα θέλω να σου μαγειρέψω. Να βάλω μες στο φαγητό όλη μου την τέχνη. Και χρώμα πολύ σαν πίνακας ζωγραφικής να μοιάζει. Να βάλω φίλτρα μαγικά κι αφού το φας, να έχεις γίνει όπως ακριβώς σε θέλω. Λίγο πιο ψηλός, λίγο πιο σκληρός, λίγο πιο πολύ απ’ όλα. Λίγο μόνο. Κι ύστερα θα φάω απ’ αυτό κι εγώ και θα γίνω όπως με θέλεις. Κι έπειτα θα βρούμε ένα διαμέρισμα στο κέντρο και θα μοιράσουμε τις αποστάσεις. Θα έχει και πάρκινκ. Θα ξυπνάμε το πρωί να πάμε στη δουλειά και θα γυρίζουμε κι οι δυο το μεσημέρι. Θα τρώμε φαγητό που θα έχουμε ετοιμάσει από την προηγούμενη και τα βράδια θα βλέπουμε ταινίες μετά το γυμναστήριο. Παρασκευή βράδυ σινεμά για αλλαγή. Θα πηγαίνουμε εκδρομές τα Σαββατοκύριακα και θα λέμε στους φίλους μας τι ωραία που περάσαμε και θα τους δείχνουμε φωτογραφίες. Και στο χρόνο πάνω θα σ’ έχω βαρεθεί και δεν θα με αντέχεις. Σε παρακαλώ, πες μου πως δεν έχω ξυπνήσει ακόμα, πες μου πως κοιμάμαι και βλέπω ένα άσχημο όνειρο. Τρομαγμένη, κοιτιέμαι στον καθρέφτη. Πού χάθηκε η λάμψη που είχα στο βλέμμα;

παραλήρημα


Photo by gorjuss

ένα μπουκάλι μπύρα και ζέστη αφόρητη, ήχος από ανεμιστήρα οροφής και σχέδια για το σαββατοκύριακο, ρούχα που δεν τσαλακώνουν κι ένα sleeping bag καλοκαιρινό, ελπίδες ιδρωμένες, φωτογραφίες από εκδρομές που ξεθώριασαν και πόσο θα ‘θελα να τις έχω ζήσει μαζί με κάποιον άλλον, νοτισμένα μαλλιά που ξεβάφουν στο μαξιλάρι σαν κραγιόν στο πουκάμισο, θα πάω εκεί που δε με ξέρει κανείς παρέα με άτομα που δε γνωρίζω, θα χαθώ, θα χαθώ, θα χαθώ, θα χορέψω, θα τραγουδήσω, θα μεθύσω, άδεια καρδιά μα τα μάτια γεμάτα, η αγκαλιά γεμάτη κι αυτή, το μυαλό να θέλει να ξεχάσει, πόσο θα ήθελα να μπορώ να σ’ αγαπήσω, κάτι με κρατάει, συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη, θέλω να περνάω καλά, είμαι αυτή που δείχνω μα συγχρόνως είμαι και κάποια άλλη, δεν κρύβομαι απλά είμαι μπερδεμένη - όχι διχασμένη, είμαστε το παρελθόν μας και οι επιλογές μας, δεν μπορώ να τα διαγράψω όλα αυτά, μείνε πλάι μου όσο αντέξεις, δεν είμαι κακιά, θέλω να βουτήξω στη θάλασσα και να μην ξαναβγώ στην επιφάνεια, θέλω να με ταξιδέψεις, μια βάρκα γίνε χωρίς κουπιά, δεν ξέρω τι θα φέρει το αύριο μα σίγουρα δε θέλω να είμαι μόνη, χρώματα, ήχοι, βλέμματα, καυτός ήλιος, παγωτό στο κορμί, ηδονή που στάζει και κολλάει στα σεντόνια, όσα δε γνώρισα κι όσα δε θα προλάβω, τα θέλω όλα απόψε, γίνεται; τάξε μου!


Cize



Ασυνήθιστα αργοπορημένη και βιαστική, δένω πάνω μου μια φούστα τσιγγάνικη και σανδάλια με κορδέλες και πέτρες σε μια προσπάθεια να εγκλιματιστώ, παλεύω να συγκρατήσω πρόχειρα τα μαλλιά με δυο τσιμπιδάκια κι αφού –γεμάτη ανασφάλεια- αποσπώ ένα κοπλιμέντο, καβαλάω τη μηχανή και ξεκινάμε. Με την αγωνία έφηβης που πάει πρώτη φορά σε συναυλία, μόλις και μετά βίας καταφέρνω να κρύψω εκείνο το πονηρό χαμόγελο, σαν παιδί που έχει κάνει σκανταλιά και την έχει σκαπουλάρει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά γυρνώντας απ’ τη Σύρο μόνον αυτή τη διάθεση έχω. Και μ’ αρέσει!

Πλησιάζοντας βλέπουμε το πλήθος να ανηφορίζει. Εισιτήρια δεν έχουμε, ευτυχώς υπάρχουν ακόμη. Το Θέατρο Δάσους σχεδόν γεμάτο. Πολύς νέος κόσμος, ρομαντική ατμόσφαιρα, όμως θα προτιμούσα να έχει φεγγάρι. Δεν προλαβαίνω να πιω τη μπύρα μου κι η ξυπόλυτη ντίβα ανεβαίνει στη σκηνή. Ξεκινάει γλυκά, νωχελικά, το ακροατήριο αρχικά συγκρατημένο. Η μελωδία με παρασέρνει. Κόκκινα τσουλούφια απ΄τα μαλλιά μου θέλουν να λικνιστούν στους ώμους μου, να με χαϊδέψουν και να με ξεσηκώσουν. Νιώθω ένα χέρι στη μέση μου ζεστό. Τι κρίμα που δεν ξέρω τους στίχους. Πολύ ερωτική γλώσσα.

«Πάμε Πορτογαλλία τα Χριστούγεννα;»
«Πάμε!»

Η ώρα περνάει γρήγορα. Ένα ορχηστρικό για να ξεκουραστεί η Cize και να κάνει ένα τσιγάρο. Η φωνή της αναλλοίωτη, το σώμα της βαρύ, μα το χαμόγελο πάντα εκεί, το πρόσωπο γλυκά μελαγχολικό, να πώς μπορεί μια γυναίκα να είναι όμορφη στα 66! Νέα παιδιά έχουν συγκεντρωθεί στα πλάγια της σκηνής, δειλά, διστακτικά, κουνιούνται στο ρυθμό. Εκείνη με τα χέρια ανοιχτά τα προσκαλεί να πλησιάσουν, τους δείχνει τον ελεύθερο χώρο μπροστά της, "σπάζοντας" τη μέση της μας προτρέπει να χορέψουμε μαζί της. Μερικά κορίτσια τολμούν, κάνουν την αρχή και σιγά σιγά πλήθος από τις κερκίδες σηκώνεται και κατεβαίνει κοντά της. Χρωματιστά μπλουζάκια χορεύουνε, από ψηλά μοιάζουν με κινούμενο κομφετί. Το κέφι έχει ανάψει για τα καλά.

Με την άκρη του ματιού μου πιάνω ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει τη σκηνή από δεξιά. Αντιλαμβάνομαι πως η συναυλία σύντομα τελειώνει. Γαμώτο, όχι από τώρα, όχι ακόμα! Θέλω κι άλλο, όλοι θέλουν κι άλλο. Κάτι λέει στα πορτογαλλέζικα, κυρτώνει τους ώμους υπονοώντας πως είναι γριά. Γελάμε και χειροκροτάμε. Δε χαλάει χατίρι. Δυο τραγούδια ακόμα πριν το τέλος. Sangue de Beirona λικνίζοντας τους γοφούς και Besame Mucho σχεδόν βουρκωμένη. Adieu και φιλιά στον αέρα.

Κατηφορίζουμε ανάλαφρα αργά ενώ μας ακολουθεί μυρωδιά από ψημένο καλαμπόκι. Με μια βότκα στο μπαλκόνι θα κλείσει ακόμα πιο όμορφα η βραδιά. Σ’ ευχαριστώ που ήσουν εκεί μαζί μου. Καληνύχτα.

Σύρος



Κάθομαι μόνη στο μπαλκόνι κι αγναντεύω τη θέα στο λιμάνι. Παίρνω χαρτί και στυλό κι όπου με βγάλει. Τρεις μέρες τώρα έχουμε φάει την Ερμούπολη με το κουτάλι. Το χρώμα αυτό το νησιώτικο και κοσμοπολίτικο συνάμα πολύ μου έχει λείψει. Το μέρος ίδιο κι απαράλλαχτο όπως το άφησα πριν 15 χρόνια, μόνο που αυτή τη φορά με συνοδεύουν γνώριμα πρόσωπα στα τσιπουράδικα και στα μπαράκια της πλατείας. Ρυθμοί χαλαροί, ράθυμοι, οι γυναίκες στυλάτες κι απλές, χωρίς ίχνος επιτήδευσης.

Από χθες έχουμε μαζί μας ένα κουτάβι. Το βρήκαμε παρατημένο το πρωί κι η Α θέλησε να το υιοθετήσει. Είναι ένα μαύρο λυκάκι και το βαφτίσαμε Σύρα.

Τρώω πολύ, πίνω περισσότερο και κοιμάμαι ατελείωτα. Η απόλυτη χαλάρωση. Περνάω όμορφα. Σχεδιάζουμε ημερήσιες εκδρομές σε Μύκονο, Αμοργό και Κύθνο. Με παρηγορεί και μ’ ανακουφίζει η σκέψη πως πίσω υπάρχει κάποιος που με σκέφτεται κι ανυπομονεί να γυρίσω. Είχα καιρό να λείψω σε κάποιον. Πάει καιρός από τότε που δεν άντεχα να περάσω μόνη το βράδυ στο μπαλκόνι παρέα με τις σκέψεις μου. Μα τώρα δες, το επιδιώκω. Κι ας πεθύμησα τη μυρωδιά του και το βάρος του κορμιού του πλάι μου. Τον ξέρω λίγο μόνο, γι αυτό και δε βιάζομαι να γυρίσω. Λίγες μέρες ακόμη...

Χθες περπάτησα μέχρι την Άνω Χώρα. Φωτογράφισα σπίτια, σοκάκια και γάτες. Μίλησα με τις γυναίκες στα σκαλοπάτια και στις αυλές. Φιλόξενος κόσμος κι ευγενικός. Έφτασα ως την εκκλησία στην κορυφή, μπήκα μέσα και προσευχήθηκα. Είχα τρία χρόνια να προσευχηθώ, δεν είχα νιώσει μέχρι τώρα την ανάγκη. Όμως χθες θέλησα να πω ένα ευχαριστώ για όλα όσα έχω, σαν να ήμουν κατά κάποιο τρόπο ευλογημένη. Στην επιστροφή πήρα τα παπούτσια στο χέρι και κατηφόρισα ξυπόλυτη το σούρουπο.

Z




Είμαι γεμάτη από εικόνες. Εικόνες από θάλασσα και ήλιο. Και μυρωδιές από φύκια κι αλμύρα. Ιδρώτα γλυκό, φιλιά που δε στέγνωσαν ακόμα και μάτια που αλλάζουν χρώματα. Πήρα στη σκηνή μου έναν αστερία να μου λέει παραμύθια να κοιμάμαι, μα εκείνος άφησε την τελευταία του πνοή δίπλα στα δάχτυλά μου. Το πρωί τον έκλαψα και τον έθαψα στην άμμο. Μαζί του σκότωσα όσους δε με κατάλαβαν κι αμέσως με συγχώρεσα. Έχω αδειάσει από κόκκινο. Μέσα μου υπάρχουν ελάχιστες μόνο σταγόνες αίμα. Κι αυτές ακόμα πασχίζουν να το σκάσουν απ΄την τρύπα στην καρδιά που μέρα με τη μέρα κλείνει. Από φόβο μη χάσω τελείως το χρώμα μου, μάζεψα κρυφά την πορφύρα του ηλιοβασιλέματος και το βαθύ κόκκινο απ΄ όλα τα κεράσια του κόσμου, τα έβαλα στο μίξερ κι έλουσα μ’ αυτό τα μαλλιά μου. Έτσι θα μπορείς να με βρίσκεις όπου κι αν είμαι, γιατί θα φαίνομαι από μακριά. Θα είμαι μια άλικη κουκίδα στο χάρτη. Μα μη με ψάξεις ακόμα, δε θέλω τώρα να βρεθώ, να χαθώ για λίγο θέλω. Έχει άλλο φως η μέρα σήμερα και μ’ αρέσει που δε μου χαλάς χατίρι.



φτου ξελεφτερία!



Η γύμνια του κορμιού

ωχριά

μπρος στο ξεγύμνωμα

της ψυχής







Τι άλλο μένει τώρα πια;



λίστα πόθου


Photo by pAiXAuM


Όταν η Άντα Φτυς μου πέταξε το μπαλάκι ζητώντας μου να γράψω για τον ιδανικό άντρα, αρχικά προβληματίστηκα. Ως γνωστόν, τέλειος άντρας δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και τέλεια γυναίκα. Μου άρεσε όμως η πρόκληση του να συγκεντρώσω όλα όσα θεωρώ ως προσόντα σ΄ έναν άντρα. Guys, the more, the better.



Να έχει ωραίο παράστημα, όμορφα χέρια, ζεστό βλέμμα και εγκάρδιο χαμόγελο
Να είναι εξωστρεφής και κοινωνικός, αποφασιστικός, δραστήριος και τολμηρός
Να είναι ανεξάρτητος
Να έχει χιούμορ αλλά και πυγμή
Να είναι πιο δυναμικός από μένα
Να του αρέσουν τα ταξίδια
Να είναι καλλιεργημένος και να έχει ευαισθησίες
Να έχει ζήσει ως εργένης και να έχει απογαλακτιστεί
Να μην ελπίζει να αντικαταστήσω τη μαμά του ή την οικιακή βοηθό
Να ξέρει να μαγειρεύει
Να είναι ευρηματικός στο σεξ
Να αγαπάει τις γάτες
Να μη βαριέμαι μαζί του
Να με εκπλήσει ευχάριστα
Να μην είναι τσιγκούνης
Να μην είναι ανασφαλής
Να μην είναι ζηλιάρης και καταπιεστικός
Να μη φοβάται να λέει και να δείχνει τι αισθάνεται
Να μη διστάζει να πειραματίζεται
Να με δέχεται όπως είμαι και να μην προσπαθεί να με αλλάξει
Να σέβεται τις επιλογές μου και να με στηρίζει
Να ξέρει γιατί είναι μαζί μου
Να μη με βλέπει ανταγωνιστικά


last but not least...
Να μ’ αγαπάει



* Αργυρένια, το μπαλάκι!


game over


Photo by annejulie




Προσδοκίες Παρασκευής. Προσμονή Σαββάτου. Λύπη Κυριακάτικη. Τι θα μπορούσα άραγε να γράψω απόψε; Απόψε που όλα είναι μπλε-μωβ. Που ο χρόνος σταμάτησε σ’ ένα ψηφίο. Κι έχω μείνει να το κοιτώ σαν να παγώσανε τα μάτια μου επάνω του και μαζί τους κι η καρδιά μου. Κι η ανάσα μου μάτωσε ακόμη. Όλοι αυτοί που λένε πως σε σκέφτονται, ψέματα σου λένε. Χαϊδεύουν και ταΐζουν τις ελπίδες σου και μετά διασκεδάζουν με την απογοήτευσή σου. Θα μπορούσα να γράψω πάλι για τη θλίψη, αλλά τι νόημα θα είχε απλώς να τη διαβάσεις; Θα προτιμούσα να τη νιώσεις. Να είσαι εδώ όταν με τυλίγει και να τη βλέπεις πώς αλλάζει χρώματα και με τρελαίνει. Μα δε θέλω να σε τρομάξω. Θα μπορούσα να γράψω για τη μελανιά στο στομάχι μου και πώς την απέκτησα. Μα αυτό θα σε ανησυχούσε ίσως κι ούτε αυτό το θέλω. Θα προτιμούσα να είσαι εδώ και να μου τη φιλάς να γιάνει. Να βυθίσεις τα δάχτυλά σου στο δέρμα μου μέχρι να λιώσουν και να γίνουν ένα. Να βουτήξεις στο είναι μου σαν να ‘μουν θάλασσα. Να πνιγείς μέσα μου. Είναι όμως νωρίς ακόμα, έχε υπομονή, θα γίνει. Θα μπορούσα να γράψω για τα θέλω σου. Που τα είδα στα μάτια σου. Που τα ακύρωσες ακόμα πριν προλάβουν να θεριέψουν. Για το δήθεν, το κάπως, το καθώς πρέπει. Για το φέρομαι όπως αρμόζει, το πώς θα με κάνεις να σε σκέφτομαι, το γιατί, το αύριο, το πότε θα μου τηλεφωνήσεις. Ούτε αυτό δεν θα κάνω. Άλλο θα προτιμούσα, άλλο... Θα μπορούσα να γράψω για την ερωτική επιθυμία. Έννοια σου και σου την έχω φυλαγμένη. Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος. Σύντομα θα ξεγυμνωθώ και πάλι. Μα θα είναι πολύ αργά και δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτα. Σύντομα, σύντομα μικρό μου... Τι είπες; Δε σ’ αρέσουν αυτά που γράφω; Θέλεις να ξαναγίνω συγκαταβατική και γλυκιά; Εύπεπτα μελαγχολική ίσως; Γιατί; Πες μου τι έχω να κερδίσω. Σε περίμενα, δεν ήρθες. Fuck you! Μου τελειώσαν και τα κέρματα. Δεν ακούς; Game over. Better luck next time.Try again please.



a felicidade


Photo by kea_etc


"Η ευτυχία είναι σαν το φτερό
που ταξιδεύει με το φύσημα του ανέμου.
Πρέπει διαρκώς να φυσάς
για να συνεχίζεται το ταξίδι του φτερού."


de profundis


Photo by hbynoe

Με την Ε. είμαστε φίλες περίπου 5 χρόνια, ίσως και κάτι παραπάνω. Έχουμε πει σχεδόν τα πάντα. Ξέρει το παρελθόν μου και ξέρω το δικό της. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση λοιπόν όταν πρόσφατα μου είπε πως όταν με διαβάζει αναρωτιέται ποια είναι η αληθινή nosy. Αυτή που βγαίνει μέσα από τα κείμενα, ή αυτή που έχει μπροστά της όταν συναντιόμαστε; Με ταρακούνησε λιγάκι αυτό, γιατί μου το είπε ένα άτομο που υποτίθεται ότι με γνωρίζει. Συγκεκριμένα μου είπε ότι αν δε με ήξερε, θα πίστευε πως η γυναίκα πίσω απ’ την οθόνη είναι μια κακομοίρα με μαυρισμένη ψυχή - ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.

Ξέρουμε πως κάποιοι στο μικρό μας blogoχωριό έχουν αναπτύξει περσόνες. Ευτυχώς δεν ανήκω σ’ αυτήν την κατηγορία. Τα βιώματά μου βγάζω προς τα έξω, τα οποία μερικές φορές -ποιητική αδεία- μπορεί να είναι τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά. Δεν παύουν όμως να είναι βιώματα και συναισθήματά μου. Πώς αλλιώς να γράψει κάποιος για τον έρωτα αν δεν έχει περάσει διά πυρός και σιδήρου; Πώς να γράψεις για τον πόνο, αν δεν έχεις καεί απ’ τη φωτιά; Κι αν συχνά μου βγαίνουν λίγο μελαγχολικά, είναι γιατί την ώρα που τα γράφω μελαγχολική είναι κι η διάθεσή μου. Αυτό δε σημαίνει ότι μέχρι την επόμενη φορά που θα καθήσω μπροστά στο πληκτρολόγιο, θα είμαι μες την κατάθλιψη. Μέχρι να σου ξανασερβίρω ένα γκρίζο post, μεσολαβούν πολλά: θα έχω βγει, θα έχω πιει, θα έχω σίγουρα γελάσει, ίσως να έχω θυμώσει, θα έχω κάνει βόλτες με το ποδήλατο, μπορεί και να έχω χορέψει, να έχω φλερτάρει και να ‘χω πει κι ένα κάρο μ@λ@κίες. Και στην τελική, εμένα δε μου φαίνονται καθόλου μαύρα αυτά τα post. Είναι καθαρά θέμα οπτικής γωνίας.

Κάθε άνθρωπος γράφει ορμώμενος διαφορετικά. Εγώ προτιμώ να γράφω για τη λύπη κι όχι για τη χαρά. Τη θλίψη μου ξορκίζω βγάζοντάς την προς τα έξω. Στη χαρά, θα είμαι με φίλους, θα γιορτάσω, θα μοιραστώ με κόσμο αληθινό, θ’ αγκαλιαστούμε, θα πιαστούμε απ’ τα χέρια, θα φιληθούμε. Στη μαυρίλα μου επάνω γιατί να μαυρίσω και τους άλλους; Ή μήπως έχεις την εντύπωση πως κάθε που με πιάνουν τα ψυχοπλακωτικά μου, αρχίζω τα τηλέφωνα και τρέχουν όλοι να με παρηγορήσουν;

Αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Άνθρωπος είμαι με τα πάνω μου και τα κάτω μου. Αλλά σφύζω από αισιοδοξία ρε γαμώτο, δεν αφήνω τίποτα να με ρίξει και δε θα επιτρέψω να με πάρει από κάτω. Μη μου λες λοιπόν ότι είμαι θλιμμένη, απογοητευμένη, πικραμένη και τα σχετικά. Όποιος με ξέρει καλά, δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία. Με είδε ποτέ κανείς έξω στον πραγματικό κόσμο μουντρούχα; Από πού κι ως πού λοιπόν να μου κολήσει η ρετσινιά της κακομοίρας; Έχω δοκιμάσει να γράψω και χαρούμενα post. Απλά δε μου βγαίνουν το ίδιο εύκολα και δε βλέπω το λόγο γιατί θα πρέπει να το ζορίζω. Ίσως όταν ερωτευτώ και πάλι...

Εσύ λοιπόν που με διαβάζεις και με γνωρίζεις κι από κοντά, δε θα ‘πρεπε ν’ αναρωτιέσαι. Θα ‘πρεπε να ξέρεις πως αυτό το blog είναι η κρυφή πλευρά του εαυτού μου. Αυτή που βγαίνει προς τα έξω μόνο σε ώρες δύσκολες, παρέα με τη μοναξιά μου, τις γάτες μου κι ένα ποτήρι κρασί. Και σ’ όποιον αρέσει! Κοίτα να δεις που μπήκα στον κόπο ν’ απολογηθώ...


Αναγνωρίζεις τον εαυτό σου μέσα μου;


Photo by MainLi


Κρέμομαι απ’ τα δάχτυλα εραστών καθώς ξαπλώνουνε τις λύπες τους στις μπούκλες των μαλλιών μου. Πώς λιάζουν τις ελπίδες τους στις βλεφαρίδες μου σαν τρεμοπαίζουνε στο πρώτο φως και πεινασμένοι με ζητάνε! Κοίτα πώς κάνουνε βαρκάδα στην κοιλάδα των λαγόνων μου. Δες πώς πουλώ τον εαυτό μου. Φεύγουν οι μήνες, χάνονται κι αφήνουν πίσω μωβ σκιές σαν αυτές που ντύνω τα μάτια μου τα βράδια. Φτιάξε μου ένα βραχιολάκι από στιγμές, κάνε κόμπους τα ταξίδια μας, να τα μετρώ να μην ξεχνάω. Έλα κρεμάσου απ΄ το λαιμό μου. Μη μου χαθείς και μην απομακρύνεσαι. Σκάλα θα κάνω το ουράνιο τόξο αν χρειαστεί και θα γλυστρίσω. Μα μη μου βάζεις δύσκολα - βαριέμαι εύκολα, το ξέρεις. Ψάξε να με βρεις εκεί που κρύβομαι. Σημάδια σου αφήνω στα νερά της βροχής, στο θρόισμα των φύλλων. Στις άκρες απ’ τα σύννεφα σου κλείνω πονηρά το μάτι. Εκείνο το χαρτάκι που βρήκες στο συρτάρι, εγώ σου το ‘στειλα μ’ ένα σπουργίτι. Σε νανουρίζω την αυγή, σου τραγουδώ το μεσημέρι. Πες μου πως μ’ αισθάνεσαι. Σε κάθε ανάσα σου είμαι εκεί, αναπνέω το σφυγμό σου. Ήμουν φουσκάλα στον καφέ σου το πρωί και θα ‘μαι μουσική στο προσκεφάλι σου το βράδυ. Είμαι υγρασία σε κάθε τοίχο απ’ το δωμάτιο και σκόνη στο γραφείο σου, με νιώθεις; Πετάω μαζί σου στα όνειρά μου και ταξιδεύουμε πάνω από τη θάλασσα. Χορεύουμε σε γαλαξίες μπλε-πορτοκαλί και μας ζηλεύουνε τ’ αστέρια. Εκμηδενίζω αποστάσεις για ένα σου φιλί, κράτα το για μένα μόνο, όταν παλιώσει θα έχει άλλη γλύκα. Σε ζωγραφίζω σε λευκές σελίδες στο τετράδιο, μυρίζεις σαν το πεύκο. Είσαι παγωτό κεράσι που στάζει στο μπλουζάκι. Θα σε κρατήσω, αγαπημένε μου λεκέ. Μη φύγεις, έρχομαι...


θυμάμαι



Photo by trace_on


Μάιος 2006

Να κοιμάμαι και να ξυπνώ με τη σκέψη σου. Και με τον ήχο από τα μηνύματά σου στο κινητό. Ντοπαρισμένη από έρωτα ως το μεδούλι. Να ΄ρθω να σε βρω σε μια άσχημη πόλη πιο βόρεια κι απ’ το Βορρά. Να μαλακώνει η ψυχή μου μόνο που κοιμόμαστε αγκαλιά. Και να φεύγω πιο ελαφριά απ’ ότι ήρθα. Ν' ακολουθεί ψύχρα κι ερημιά. Ένα καλοκαίρι που όμοιό του ποτέ να μην ξανάρθει. Μέσα παγωνιά. Κι ερωτηματικά, και τύψεις κι υποσχέσεις που ακόμα προσπαθώ να κρατήσω. Αυγουστιάτικο φεγγάρι να κολυμπά στα δάκρυα που μούλιαζαν το μαξιλάρι και στο χυμένο κρασί που κολούσε στο πάτωμα. Πανσέληνος που έλιωνα σε άλλες αγκαλιές μήπως και σε ξεχάσω. Και μουσικές που ξύναν τις πληγές πριν καν προλάβουν να στεγνώσουν. Σεπτέμβριος που ξαναγύρισες. Φτου κι απ’ την αρχή. Να ξαναγεννηθώ απ’ τις στάχτες μου. Με πΌνΩ.


Μάιος 2007

Ένα χρόνο μετά, άσπρο - μαύρο, σαν τη γάτα με το σκύλο, να 'μαστε ακόμα εδώ και να ξεσκίζουμε τις σάρκες μας. Να στάζω φαρμάκι. Λόγια που πικραίνουν εμένα πιο πολύ, δηλητήριο μιάμισης ώρας, να δω πόσο μπορεί ν’ αντέξει μια ψυχή. Να σε τιμωρώ για όσα μου ‘χεις κάνει. Να με θαυμάζω που σε τσαλαπάτησα, να με σιχαίνομαι μετά. Και τώρα που πάλι δε σ’ έχω, να θέλω να σε κρατήσω σφιχτά, να σου πω πόσο λυπάμαι και πόσο μου λ'ΥπΗς. Μέχρι την επόμενη φορά που θα ‘ρθεις/θα ‘ρθω... Κάθε γυρισμός, βαθειά μελαγχολία. Να ξέρεις πως δεν μπορώ τους αποχωρισμούς. Τα μάτια μου να καίνε, κόμπος το στομάχι, το κεφάλι μου βαρύ. Συγχώρα με που δε σε φίλησα. Κάθε που επιστρέφω, να υπόσχομαι πως δε θα ξανάρθω. Μα τον ίδιο δρόμο πάλι να παίρνω. Ρουφιάνα πόλη, γεμάτη αναμνήσεις, να μη σ' αντέχω πια.
Αν δεν μπορούμε να κοιμόμαστε αγκαλιά, να φεύγω...


Για την Αμαλία

Photo by salgada




«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του»
(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)

«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας»
(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)


Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.
Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαΐου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών. Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση
http://fakellaki.blogspot.com , η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.

«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.» (Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ: «Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»

Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:

* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ
* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ
* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.
* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.

* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ
* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ
* ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.

Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων.

(Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ


Αν θες, μπορείς!


Photo by axenbax

Διαβάζεις έναν άνθρωπο. Έχεις την αίσθηση ότι σιγά σιγά τον μαθαίνεις. Δείχνει να σου μοιάζει. Επικοινωνείς. Και μια μέρα πας να την γνωρίσεις από κοντά. Κι είναι όπως ακριβώς τη φανταζόσουν, μόνο πολύ πολύ πιο όμορφη! Και πολύ ευαίσθητη και υπερβολικά κινητική. Τόσο που εσύ μπροστά της φαίνεσαι υποτονική. Μα περνάτε καλά οι δυο σας, ή μάλλον οι τρεις σας και όλη η υπόλοιπη παρέα της. Ξενύχτια στη σειρά, γέλια πολλά, νέες γνωριμίες, η Αθήνα τη νύχτα... Αναρωτιέσαι κατά πόσο σε συμπάθησε ειλικρινά ή αν απλώς είναι ευγενική κι ανεκτική κρατώντας τα προσχήματα. Όμως μοιράζεστε πράγματα και χαίρεσαι που είσαι εκεί. Μέχρι που κάποιο βράδυ στο Γκάζι, εκείνη ζητά από τον dj ένα τραγούδι και σου το αφιερώνει. Εσύ βουρκώνεις, απ’ τα μάτια σου τρέχουν αστέρια, δεν προσπαθείς καν να τα συγκρατήσεις κι ας σε βλέπουν κι άλλοι. Κι αυτή χορεύει, χορεύει, χορεύει... είναι duracel. Κι εσύ απομένεις να την κοιτάς με τα μάτια γεμάτα αστέρια που θολώνουν το βλέμμα, κατρακυλάνε και γλυκαίνουν τις ρυτίδες δίπλα στο χαμόγελο. Και θες να πεις τόσα μα τόσα πολλά, μα σιωπάς, γιατί συχνά τα λόγια είναι φτωχά. Και δεν θα σου έφτανε ολόκληρο βιβλίο για να περιγράψεις έναν όμορφο άνθρωπο. Γι αυτό σταματάς εδώ.




Σ’ ευχαριστώ. Μην αλλάξεις. Θα σε περιμένω...


as yet untitled


Photo by Turkmen



Face it: Ο απέναντης δεν ξέρεις τι θέλει και δεν θα το μάθεις ποτέ. Ή αν θες να στο πώ αλλιώς, τα θέλει ΟΛΑ, χωρίς συμβιβασμούς. Πανάρχαιος κανόνας – όχι της ζούγκλας, της ζωής - η «Αρχή της μείζονος ωφέλειας», δηλαδή παίρνουμε ό,τι μπορούμε απ’ όπου μπορούμε. Χαρακτηριστικό specimen ο ΓΙΟΣΤΟΥΠΑΡΤΑΟΛΑ. Σημασία έχει τί δίνεις εσύ κι αν κάνεις εμπόριο. Αν προσδοκάς να πάρεις ίσα ή περισσότερα μ’ αυτά που δίνεις τότε χρειάζεσαι εμπορική πολιτική και στρατηγική. Όμως πρέπει να το ‘χεις.

Επιλογή (α) by the book: Έστω λοιπόν ότι το ‘χεις και πας για τα πολλά. Γιατί ξενερώνεις αν στην πορεία σου προκύπτουν ακάλυπτες επιταγές, ελαττωματικό εμπόρευμα, κύκλος ζωής προϊόντος μικρότερος απ’ τον αναμενόμενο; Η συναλλαγή σου είναι εμπορική οπότε οφείλεις να θεωρήσεις δεδομένο το ρίσκο, όπως και την πιθανή αποτυχία. Να ψωνίσεις από σβέρκο, να σου προκύψει Ζονγκ, άνθρακες ο θησαυρός , γυλάκια για Ινδιάνους. Είσαι έτοιμη να τα αντιμετωπίσεις; Έχεις καβάτζες; Ασφάλιση; Καλώς. Δεν είσαι; Βολέψου με τα αρχιδιατουκαθεΚαράμπελα, φτύσε, και ξανά απ την αρχή.

Επιλογή (β) by the heart: χωρίς ατζέντα, σημειώσεις, προκάτ, σχέδιο απόβασης. Εκεί το ρίσκο διαφέρει. Έτσι και σου κάτσει απογειώθηκες ! Kι αν σου κάτσει… σου αλλάζει τη ζωή που λέει κι ο next door γείτονας στη διαφήμιση του Lotto. Για πόσο; Για ΟΣΟ. Το όσο, όσο και να ‘ναι φτάνει και κάνει. Αν όμως ΔΕΝ σου κάτσει; [ανάσα, ξεροκαταπιέ]

Στην περίπτωση αυτή, απλά τη γάμησες ή, να το πω πιο κομψά, ούτε ψύλος στον κόρφο σου ! Εκεί τα αρχίδια πάνε αθροιστικά κι εκτός των όψιμων του latest Καράμπελα, ξαφνικά βρίσκεσαι να βομβαρδίζεσαι με καταιγίδα από αρχίδια, δίχως ομπρέλλα. Και είναι τα άτιμα όλα γνώριμα, απ’ το ένδοξο παρελθόν σου/τους που διαλέγουν να σ’ επισκεφθούν μόλις σε δουν να τρεκλίζεις. Σαν γύπες παραμονεύουν να ξεσκίσουν την σάρκα σου! Είδες τ’ αρχίδια; Αν δεν έχεις εντρυφήσει σε προχωρημένα επίπεδα αυτοέλεγχου και σε νιρβάνα καταστάσεις για να είσαι σε θέση να αντιμετωπίζεις την ορχεομπόρα, καλύτερα να επιλέξεις την εμπορική προσέγγιση.

Διαλέγεις και παίρνεις το λοιπόν: By the book με όλα τα constraints και με σταθμισμένο το ρίσκο ή by the heart κι ό,τι ήθελε προκύψει. Στην περίπτωση (β) φρόντισε να έχεις έτοιμο τον βαμμένο τοίχο/στόχο για κουτουλιές (τη σφραγίδα [bang head here] θα στην προμηθεύσω εγώ, μην ταλαιπωρείσαι να το βάφεις/γράφεις).

Σ’ ότι αφορά τις φυλές: Όλες, κυνηγών και θηραμάτων τις διέπουν οι νόμοι της ζούγκλας, όπου ως γνωστόν όλα είναι άναρχα και όλα μπορούν να συμβούν. Σ’ ένα τέτοιο σκηνικό, όπου όλα ανατρέπονται, το θήραμα μπορεί να γίνει εύκολα κυνηγός. Συμπέρασμα: Στη ζούγκλα το πάρε-δώσε των όρχεων είναι άν-ορχο!

Για την επίδραση του χρόνου στο αρχιδοαλησβερίσι που έχει κι εκείνος τα τερτίπια του και βάση του οποίου διαφορετικά κυνηγάει ένα λιοντάρι στην εφηβεία κι αλλιώς όταν μεγαλώσει, θα σου πω άλλη φορά, γιατί βλέπω ήδη τους θαμώνες σου να ‘χουν στηθεί με τις τομάτες ανά χείρας και βαριέμαι να τρέχω πάλι το κουστουμάκι μου στο καθαριστήριο.


* με την άδεια του συγγραφέα, που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του


λίστα λάθους


Photo by soulm4n


διάλεξα λάθος επάγγελμα
πίστεψα πως οι άντρες μπορεί να είναι φίλοι μου
προσπάθησα να προσεγγίσω κάποιον και βρήκα τοίχο
έδωσα σε κάποιους τη διεύθυνση αυτού του blog
έδωσα πολλές ευκαιρίες κι έχασα το χρόνο μου
πίστεψα στον κεραυνοβόλο έρωτα
έβαψα τα μαλλιά μου ξανθά
ενθουσιάζομαι παράλογα εύκολα
ανοίγω το σπίτι μου στον καθένα
συχνά φοβάμαι να τολμήσω
πιστεύω πως δε θα γεράσω ποτέ
δεν κρατάω το στόμα μου κλειστό
δεν εκμεταλλεύομαι σωστά τον ελεύθερο χρόνο μου
δε θέλω να μ΄αγκαλιάζει η μάνα μου
δεν κρατάω τίποτα για τον εαυτό μου
δεν έχω σωστή κρίση

δεν έχω στόχους
δεν πάω διακοπές μόνη μου
μου αρέσει η ασφάλεια του χρυσού μου κλουβιού
πιστεύω ότι όλοι είναι καλοπροαίρετοι και αληθινοί
εμπιστεύομαι τη διαίσθησή μου αντί της λογικής
έχω μεγάλες προσδοκίες από τους ανθρώπους
δίνω σημασία στα λόγια των άλλων
επαναλαμβάνω τα ίδια λάθη
εθελοτυφλώ και μ’ αρέσει
τρώω λίγο και πίνω αρκετά
επηρρεάζομαι εύκολα
είμαι ευκολόπιστη
μυαλό δε βάζω με τίποτα
σκορπίζομαι








υΔΆΤΙΝΟς κΌΣΜΟς


Photo by kil1k

Έβρεξε χθες έναν κατακλυσμό. Και γέμισε άξαφνα η πόλη λίμνες, ποτάμια και κανάλια. Κι έσταζαν στο παρπρίζ τα δάκρυα τ΄ ουρανού και πάλευα να δω ανάμεσα στις στάλες. Θολός ο κόσμος, ακροβατούσα στα τυφλά, με την αφή θαρρείς πως ένιωθα την άσφαλτο. Τι να σου κάνουν οι πυξίδες; Κοίτα τ’ αστέρια, αυτά ξέρουνε καλύτερα το δρόμο. Μέσα στο σκάφανδρο προστατευμένη, παρατηρούσα από το τζάμι όποια μορφή ζωής ξενυχτισμένης. Σε μια στροφή φοβήθηκα, πάσχιζα να κρατήσω το τιμόνι, τα χέρια αδύναμα, ζαλισμένο το μυαλό, δεν άντεξα και παραδόθηκα στη δίνη του ωκεανού. Τα λάστιχά μου κολυμπούσαν ύπτιο. Τρομάζω σαν πηγαίνω με την πλάτη. Μα τότε πρόσεξα τα μουσκεμένα μου μαλλιά που έσταζαν στους ώμους και τις μεμβράνες που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στα δάχτυλα. Λέπια γεμίσαν οι γοφοί κι οι γάμπες, γυμνό το στήθος πρόβαλε, μορφή γοργόνας. Γύρισα πίσω εκεί που ανήκω, εξ αρχής κόσμου ήταν η θάλασσα. Πότισε το κορμί μου ως το κόκκαλο, μα ένιωθα παράξενα οικεία. Βούτηξα στο βυθό κάτω απ’ την άσφαλτο κι είδα έναν κόσμο αλλότριο. Τσούχτρες, κοράλια κι αχινοί, σελάχια, χέλια και δελφίνια, όλα μου κάνανε παρέα. Μου μίλησαν σαν να με ξέραν χρόνια και μου ‘πανε να ξαναβγώ στην επιφάνεια. Μεγάλο μέρος του κορμιού μου αποτελείται από νερό, γιατί να μην μπορώ να μείνω εδώ που ανήκω; Εκεί πάνω δε με κρατάει τίποτ’ άλλο. Βυθίζομαι στη δίνη του νερού, νιώθω να πνίγομαι μα δεν υποφέρω. Το σώμα μου αιωρείται, κινήσεις απαλές, χορεύω και τα ρούχα μου Σαλώμης πέπλα που χορεύουνε μαζί μου. Μπροστά στα μάτια μου περνά η ζωή μου όλη. Πρώτα γενέθλια, η γέννηση ενός αδερφού, παιχνίδια στην άμμο, το πατρικό μας σπίτι, σχολείο, αλάνες, γειτονιά, ματωμένα γόνατα, κοπάνες, καρδιοχτύπια, έρωτες, ο παππούς, η γιαγιά, γάμοι, χαρές, ένα μωρό που δε γεννήθηκε ποτέ, χωρισμοί, πτήσεις, φιλιά... κρεβΆτια, κρεβΆτια, κρεβΆτια.... μοναξιά. Εδώ κάτω υπάρχει μόνο νερό. Νιώθω πως γύρισα ξανά στη μήτρα. Σκοτάδι. Ύπνος. Μάνα - θάλασσα. Ούτε τα βλέφαρα δεν κλείνουν, τα μάτια υγρά όπως πάντα θα ‘πρεπε να είναι, το στόμα μισάνοιχτο δεν αναπνέει, μπουρμπουλήθρες gin tonic, είμαι σαν μέδουσα οκνή, διάφανη και στραφταλίζω. Νιώθω πως χάνομαι γλυκά, δε νιώθω πόνο, δε νιώθω τίποτα. Είμαι Γη και Ουρανός, είμαι Νερό και Φωτιά, είμαι Αέρας, είμαι Ουσία. Ο πιο ανώδυνος θάνατος είναι αυτός από πνιγμό/ασφυξία…





λίστα πάθους



Photo by CBRGFX



Να οδηγείς βράδυ στην παραλιακή με ορθάνοιχτα παράθυρα
Να τρως μαρμελάδα απ’ το βαζάκι με τα δάχτυλα
Να ζωγραφίζεις με τα μάτια μικρού παιδιού
Να χοροπηδάς από χαρά κάθε που βλέπεις ή ακούς κάτι όμορφο
Να αγκαλιάζεις σφιχτά όσους αγαπάς
Να τραγουδάς κι ας είσαι φάλτσος
Να βουτάς στη θάλασσα με το κεφάλι
Να παίρνεις ανάσες βαθειές και να εισπνέεις τη μοσχοβολιά του γιασεμιού
Να πίνεις τη μπύρα από το μπουκάλι
Να χορεύεις σε κάθε ευκαιρία
Να φοράς ψηλοτάκουνα
Να εμπιστεύεσαι τη διαίσθησή σου
Να ψεκάζεσαι με άρωμα πριν κοιμηθείς
Να βάφεις τα νύχια σου κόκκινα
Να περπατάς συχνά ξυπόλυτη
Να είσαι πληθωρική σε όλα σου
Να κυλιέσαι στο χορτάρι και να παίζεις με το χώμα
Να τηλεφωνείς ακόμα και τις πιο ακατάλληλες ώρες
Να αφήνεις χαρτάκια στις τσέπες του
Να κάνεις έρωτα σε άπλετο φως
Να χαμογελάς, σε ομορφαίνει
Να αποφεύγεις οτιδήποτε επιτηδευμένο
Να έχεις καθημερινά στο σπίτι σου λουλούδια
Να φοράς σκουλαρίκια με πέτρες
Να μεθάς πού και πού
Να ντύνεσαι με χρώματα
Να αφήνεις τα μαλλιά σου λυτά στον άνεμο
Να αγαπάς τις ρυτίδες σου
Να δίνεσαι απλόχερα στους άλλους
Να μην παίρνεις ζακετάκι στα θερινά σινεμά
Να μη διστάζεις να κάνεις το πρώτο βήμα
Να μη σκέφτεσαι κάθε σου λέξη πριν την πεις
Να μη μετράς τις θερμίδες που καταναλώνεις
Να μην κρατάς ομπρέλλα στη βροχή
Να μην κάνεις σχέδια για το μέλλον
Να μη φοβάσαι να πεις τη γνώμη σου
Να μη θυμώνεις με τους ανθρώπους που αγαπάς
Να μην παίρνεις τη ζωή τοις μετρητοίς
Να μη μένεις πολύ στο σπίτι
Να μη σκέφτεσαι αρνητικά
Να μην κρατάς για σένα τις σκέψεις σου
Να μην τσιγκουνεύεσαι τίποτα
Να μην παίρνεις πολύ στα σοβαρά ούτε τον εαυτό σου
Να μην κάνεις παρέα με μουρτζούφληδες
Να μην κολλάς στα παλιά
Να μην είσαι «καθώς πρέπει»
Να μην λες «ποτέ» και «πρέπει»
Να μη μετανιώνεις


Να ζεις κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία

Να συμπληρώσεις αυτή τη λίστα







πλωτή


Φωτογραφία: ο έρωτας περνάει από το στομάχι


Ζέστη... κούραση... νύστα... Ποιο είναι χειρότερο από τ’ άλλο δεν ξέρω. Τα μεσημέρια η ίδια βασανιστική ακολουθία. Αυτήν τη φρικτή μουσική που μου γρατζουνάει τ’ αυτιά δεν την αντέχω. Μα συνεχίζω να την ακούω μαζοχιστικά γιατί με κάνει ν’ ανατριχιάζω και γιατί μου θυμίζει πράγματα. Θα ‘θελα να ‘μουν εντελώς αναίσθητη και να μη νιώθω τίποτα. Χθες βράδυ σαν να καθάρισε λιγάκι το μυαλό μου. Ήταν μια βόλτα πάνω σε πλοίο. Όχι σαν αυτά που ξέρεις, όχι απ’ αυτά που σε πάνε μακριά, μια μικρή κοντινή βόλτα ήταν, μα ο νους ταξίδεψε όσο του χρειαζόταν. Με φύσηξε ο αέρας και πήρε μαζί του όλα τα παλιά και τα σήκωσε. Τα ένιωθα να αιωρούνται στη θαλασσινή αύρα και ξάφνου να βυθίζονται και να πνίγονται στα σκούρα νερά. Μου φώναζαν «βοήθεια» μα επιδεικτικά τα αγνοούσα κι αποχαιρετούσα τα βάρη του παρελθόντος. Κι εκείνο το χρώμα το βαθύ σαν μωβ στο βάθος του ορίζοντα σαν πέφτει η νύχτα πάνω απ΄τα φώτα... μούχρωμα το λέω -δικό μου χρώμα- λέξη σκοτεινή και γεμάτη ενοχές. Λέξη που μου θυμίζει έρωτες και πάθη, μυστικά που μόνο η νύχτα τα σκεπάζει. Και τα φώτα... πόσες χιλιάδες φώτα! Μόνη μου θα ‘θελα να είμαι χθες. Όχι πως οι φωνές σας δε μου άρεσαν. Μα ήμουν εκεί, αλλά συνάμα δεν ήμουν. Έτρεχε ο λογισμός σε όσα δε φαντάζεσαι. Κι αν έβλεπες ένα μειδίαμα στα χείλη, ήταν επειδή σκεφτόμουν άλλα. Είχα καιρό να στηριχτώ σε κουπαστή τη νύχτα, να μυρίσω θάλασσα ζεστή και να στροβιλίσει τη φούστα μου η αύρα. Να μπλέξουν τα μαλλιά στα κεχριμπάρια που κρέμονται στ’ αυτιά και να μ’ αρέσει. Ήθελα να πιω πολύ και να μεθύσω, μα ποια αγκαλιά θα με βαστούσε στο κατόπι; Μονάχη πάλι θα κοιμόμουν. Να ‘μουνα λέει σ’ ένα νησί και να με ζώνει η θάλασσα. Και η μόνη εικόνα να ‘ναι μπλε. Μαύρο-μπλε της νύχτας και ν’ αντικρύζω μόνο το φεγγάρι. Ίσως και τα μάτια σου που λάμπουν. Έχεις αφουγκραστεί ποτέ το φλοίσβο; Στη Τζια τον ηχογράφησα ένα μεσημέρι. Κάθε που τον ξανακούω κλαίω. Μου λέει συνέχεια μυστικά, για μένα και για σένα που έφυγες. Πάρε με πάλι μια βόλτα στη θάλασσα, ταξίδεψέ με και μη λες τίποτα. Θυμάσαι;








Μ' ένα κόκκινο ποδήλατο


Photo by dibbi


Όλο λέω πως θα φύγω, μα εδώ είμαι ακόμα. Δεν τ’ αποχωρίζομαι τούτο δω το μέρος. Πάνω που λέω να κλείσω τα μάτια και να τ’ αφήσω όλα πίσω μου, να μια εικόνα και πάλι που θέλει να γίνει λέξη, με παρακαλά να τη γράψω, να μείνει κάπου, από φόβο μη χαθεί και δε γυρίσει... Ακούω μουσική, διαβάζω, χορεύω, σε αφουγκράζομαι, σε αγγίζω, σε κοιτώ στα μάτια. Οι καθημερινές μου βόλτες δίπλα στη θάλασσα. Παίρνω δρόμο καβαλώντας ένα κόκκινο ποδήλατο με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν και τον ήλιο να με χτυπά κατάφατσα. Σε κυνηγάω. Τρέχω μα δε σε φτάνω. Μια φορά ας σταματούσες να σε φτάσω λίγο. Κόσμος περνά αδιάφορα. Ο καθένας πνιγμένος στις σκέψεις του. Τα βλέμματα ανταμώνουν και χωρίζουν ξανά, σε δευτερόλεπτα. Δε σταματά κανείς, όλα σε κίνηση, λες και βιάζονται κάτι να προλάβουν. Και τα μάτια ακόμα τρέχουν κι αυτά. Και το μυαλό μου τρέχει. Σε σένα που δεν κόβεις ταχύτητα. Πάντα έτσι μου κάνεις. Έρχεσαι και μου κλείνεις το μάτι, μου χαμογελάς και φεύγεις. Και πασχίζω εγώ να σε προλάβω. Σε πλησιάζω λίγο στο στροφή, μα μετά πάλι σε χάνω. Έλα, κόψε λίγο και περίμενέ με. Ποιος θέλει έναν ακόμα αγώνα ταχύτητας; Δεν είναι μάχη ο έρωτας, δε χρειάζεται κάποιος να νικήσει. Και καθώς κάνω πεντάλ, ασυνάρτητες σκέψεις με κοινό παρονομαστή. Ξεχύνονται... Για πόσο ακόμα; Πάλι θα πω πως θα το κλείσω, μα πάλι ανοιχτό θα το βρεις την επόμενη φορά που θα τύχει να περάσεις. Ας είναι... μυαλό είναι αυτό, δικαιούται ν’ αλλάζει γνώμη πότε πότε. Καλημέρα.






Προυστ είσαι και φαίνεσαι!


Photo by Urukhaiboy



Αυτή η lo-li πολύ άτιμο πλάσμα. «Θα κλείσω το blog» της λέω. «Καλά» μου λέει «κάνε ό,τι θες» και πριν προλάβω να κλειδώσω και να φύγω, μου στέλνει ταχυδρομικό περιστέρι με 29 ερωτήσεις ν’ απαντήσω! «Πας καλά;» μου γύρισαν τα μυαλά. «Ρητορικό το ερώτημα ε;» μου απαντά. Είναι να μη μπλέξεις με λωλές. Και με είπε και Προυστ κι από πάνω! Ε αυτό πάει πολύ, δεν πρόκειται να τ’ αφήσω έτσι.


Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι… Ένα σύνολο από όμορφες στιγμές, σαν αυτές που περνάν μπροστά σου κινηματογραφικά πριν πεθάνεις.

Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί; Το ξυπνητήρι και οι γάτες που με περιμένουν να τις ταΐσω.

Πότε ήταν η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια; Γελάω πολύ κάθε μέρα.

Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας; Ο αυθορμητισμός.

Το βασικό ελάττωμα; Είμαι ξεροκέφαλη.

Σε ποια λάθη δείχνετε μεγαλύτερη επιείκεια; Στα δικά μου.

Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο; Δε συνηθίζω να ταυτίζομαι γενικώς.

Ποιοι είναι οι ήρωες σας σήμερα; Παρακάτω...

Tο αγαπημένο σας ταξίδι; 'Ολα τα ταξίδια του νου.

Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; Δε διαβάζω πολύ.

Ποια αρετή προτιμάτε σ’ έναν άνδρα; Να έχει @ρχίδι@.

Και σε μια γυναίκα; Το αυτό!

Ο αγαπημένος σας συνθέτης; Δύσκολα μου βάζεις πάλι, γιατί πρέπει να διαλέξω; Βολεύεσαι με Yann Tiersen και Michael Galasso;

Το τραγούδι που σφυρίζετε ενώ κάνετε ντουζ; Κάθε φορά τραγουδάω κάτι διαφορετικό. Το hit αυτής της εβδομάδας είναι το Green Grass της Cibelle.

Το βιβλίο που σας σημάδεψε; Το μόνο σημάδι που έχω πάνω μου είναι αυτό της σκωληκοειδίτιδας.

Η ταινία που σας σημάδεψε; Ίσως κάποια απ’ αυτές.

Ο αγαπημένος σας ζωγράφος; Klimt, Dali, Hunderwasser.

Το αγαπημένο σας χρώμα; Κόκκινο.

Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη επιτυχία σας; Το ότι έχω ακόμα σώας τας φρένας.

Το αγαπημένο σας ποτό; Τρελαίνομαι για κοκτέηλ.

Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο; Για το γάμο μου.

Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ’ όλα; Το ψέμα και την υποκρισία.

Όταν δε γράφετε ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία; Ποδήλατο.

Ο μεγαλύτερος φόβος σας; Τελευταία νιώθω πως δε με αγγίζει τίποτα.

Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ένα ψέμα; Μόνον όταν δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

Ποιο είναι το motto σας; No use crying over spilt milk.

Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε; Στον ύπνο μου μετά από μια ευτυχισμένη βραδιά με αγαπημένα πρόσωπα.

Αν συναντούσατε το Θεό, τι θα θέλατε να σας πει; Και ποιος σου είπε ότι θέλω να τον συναντήσω; Ας μ' αφήσει ήσυχη καλύτερα.

Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτό τον καιρό; Νιρβάνα…


* Το μπαλάκι δεν το δίνω σε κανέναν, το είδα πρώτη κι είναι δικό μου!


35 και μισό


Photo by senyphine


Νούμερο παπουτσιού. Μικρό. Όπως κι ο κόσμος μου. Ξέρεις πώς είναι να ζεις στο μικρόκοσμο; Σαν να βγήκες από παραμύθι, αυτό με την Τοσοδούλα που κοιμόταν και ξυπνούσε σ’ ένα λουλούδι. Από άλλο πλανήτη θαρρείς, δε σ’ αγγίζει τίποτα, μα κανείς δεν είναι εξίσου μικρός για να χωρέσει στον κόσμο σου. Κι όμως, αν ήθελε να μπει, θα χωρούσε. Κάποιοι φοβούνται μη χαλάσουν το σπιτάκι μου. Νομίζουν πως θα κάνει ΚρΑκ και θα σπάσει. Σαν έκθεμα μουσειακό [ΜΗΝ ΑΓΓΙΖΕΤΕ] σαν μέσα σε μια γυάλινη φούσκα ή σε χρυσό κλουβί με χειροποίητο κιγκλίδωμα, κι αυτοί κάνουν κύκλο γύρω μου κι απλώς με κοιτάζουν. Κάποιες φορές φοβάμαι κι εγώ πως θα με ποδοπατήσουν άθελά τους, ότι μια μέρα μια μεγάλη πατούσα θα πέσει πάνω μου και θα συντριβώ κάτω απ΄το βάρος της. Τα βράδια ξέρω πως έρχεσαι και με παρατηρείς κρυφά την ώρα που ονειρεύομαι. Μέσα από κλειστά ματόκλαδα κι εγώ σε κατασκοπεύω και κάνω πως κοιμάμαι για ν’ ακούω την ανάσα σου. Δε με νοιάζει, και μέρα έλα αν θες, θα σου γδύνομαι και θα σ’ αφήνω να κοιτάς. Ξέρω πως δε θέλεις να μ’ αγγίζεις. Νούμερο παπουτσιού 35 και μισό. 35 καρυδότσουφλο - 36 βαρκούλα. Ξέρεις πως είναι να μη βρίσκεις παπούτσια και να στριμώχνεις πατάκια για να σου κάτσει στο πόδι σωστά; Σαν να μπαλώνεις τα κενά της ζωής σου για να μη μπάζει από πουθενά. Και να προσπαθούν να σε πείσουν ότι σου στρώνει μια χαρά. Πώς μπορείς να ξέρεις εσύ πώς νιώθει το δικό μου πόδι; Σταμάτα να μου λες τι μου πάει καλύτερα και πιάσε ένα γοβάκι χορού σε κόκκινο, 35 και μισό ακριβώς. Στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν σίγουρα γάτα. Στην επόμενη το ξέρω πως θα ‘μαι πουλί. Μοιάζω όλο και περισσότερο με πουλί τελευταία. Πάντα είχα φτερά μα δεν το ‘ξερα. Χρόνια τώρα προσπαθούν να με μάθουν να πατάω γερά. Ξέρεις αλήθεια πως είναι να πετάς; Από ψηλά φαίνονται όλα μικρά κι εσύ νιώθεις μεγάλος. Και δεν έχεις ανάγκη από παπούτσια καθόλου. Και είναι όλα ολόκληρα, όχι μισά. Αυτό το "μισό" είναι που με πληγώνει. Που εδώ κάτω είναι όλα μισά...








tango




Θραύσματα απουσίας και στιγμές που αφήσαμε πίσω μας
Στιγμές που μείναν λειψές και δικλείδες ασφαλείας
Εκείνο που έχω μέσα μου κι εσύ δεν θ’ αποκτήσεις ποτέ
σαν ένα τανγκό που φοβάσαι να χορέψεις

Κοίτα με ρε, χορεύω μόνη!
Παίζω και τους δυο ρόλους, ερμαφρόδιτη
Φόρεσα πάλι εκείνα τα παπούτσια τα ψηλά
και σύντομα θα ξαναβάψω τα μαλλιά μου καστανά
Δεν θα είναι βαρετά, μόνο θλιμμένα

Για όσα δεν κατάλαβες ή δε θέλησες να καταλάβεις,
για όσα κατάλαβες αλλά έκανες πως δεν...
Για όσα είπα και όσα δεν τόλμησα
Για όσα ονειρεύτηκα μα δεν πρόλαβα να ζήσω
Για τις αγκαλιές που δεν χόρτασα και τα μακρινά ταξίδια του νου
Για τη λήθη και τα χρώματα
που δεν βάφουν τις μέρες μου

It takes two to tango



Χρωματιστή Απόπειρα


Photo by eloelo_trzy_dwa_zero



Αλλαγή πλεύσης για χάρη σου/μου. Θα προσπαθήσω να γράψω χρωματιστά για μια μέρα μόνο και ν’ αποφύγω όλη τη γκάμα του γκρι. Πόσο εύκολο είναι αυτό όταν ζει κανείς σε μια πόλη; Ξύπνησα το πρωί με τον συνηθισμένο ήχο του κινητού και το κορμί μου ούρλιαζε πόνο από τα ξενύχτια του τετραήμερου. Ίσως πάλι και να ‘ταν απ’ την απογοήτευση που έφυγες. Τι χρώμα έχει άραγε ο πόνος; Πώς να τον βάψω; Κόκκινο, μπλε ή μωβ; Μούδιασμα σκούρο μπλε στα πόδια μου και πράσινο λαχανί στο κουρασμένο δέρμα. Τι να ρίξω στον καφέ μου για να γίνει πιο χαρούμενος; Ψάχνω να βρω ένα εσώρουχο πορτοκαλί. Λένε πως το πορτοκαλί σου φτιάχνει τη διάθεση κι εγώ θέλω να μου φτιάξω τη μέρα ξεκινώντας από μέσα. Φούξια κραγιόν στα χείλη κι ας είναι θλιβερή η αντίθεση στο χάρτινο πρόσωπο. Γκρι μπλε αυτοκίνητο - γαμώτο, τι απέγινε εκείνο το παλιό το κόκκινο; Το επόμενο θα το πάρω μαύρο - όχι, όχι μαύρο, είπαμε όχι ασπρόμαυρα σήμερα, θα προσπαθήσω τουλάχιστον μια μέρα. Μωβ καμπαρντίνα στο χέρι, αν τη φορέσω θα μελαγχολήσω, λιλά παπούτσια και μια κίτρινη μπανάνα για πρωινό. Κίτρινη σαν τον ήλιο που με τυφλώνει καθώς χτυπάει κόντρα στο τζάμι και κάνει πιο ευδιάκριτη τη βρωμιά. Ο σολωμός που φάγαμε προχθές ήταν ροζ, μα δε σου άρεσε. Πορτοκαλί μπλουζάκια φορούσαν οι σερβιτόροι στο παραθαλάσσιο καφέ, μα δε μου έφτιαξε η διάθεση καθόλου. Και το τζάκι μου πορτοκαλί το έχω βάψει και τον τοίχο πάνω απ΄το κρεβάτι μου κόκκινο. Όμως οι πράσινες ομπρέλες που τώρα έγιναν κόκκινες δεν είναι όμορφες σαν πρώτα. Πού θα πίνω τη μεσημεριανή μου μπύρα μετά τη βόλτα με το ποδήλατο; Ας μου χαρίσει κάποιος έναν πολύχρωμο κήπο. Στο δρόμο συνάντησα παπαρούνες, δε θα κρατήσουν πολύ ακόμα στα λιβάδια, ήδη σκάνε μύτη κάτι λουλουδάκια κίτρινα. Στο κίτρινο της ζήλειας. Ο σκύλος που κάθε μέρα με περιμένει στο ίδιο σημείο, σήμερα πρώτη φορά κοιμότανε, τι να έπαθε άραγε; Ήτανε ξαπλωμένος κι είχε κατεβασμένα αυτιά. Λες να κατάλαβε τη θλίψη μου ή μελαγχόλησε κι αυτός που η προσπάθειά μου για χρώμα δεν ήτανε πετυχημένη; Με κοίταξε πάντως με κείνα τα πιστά του μάτια και ξαναχαμήλωσε το κεφάλι. Καταπράσινα όλα στη διαδρομή, λένε πως το πράσινο είναι το χρώμα της ελπίδας. Ελπίδα είπα και σε θυμήθηκα πάλι. Έβαλες πλυντήριο; Τα λευκά χώρια από τα χρωματιστά ε; Τι κρίμα... δεν μπορώ να αυτολογοκριθώ τελικά. Όμως στα χρώματα νομίζω πως τα καταφέρνω καλύτερα. Πάω τώρα να βάλω ένα ποτήρι κατακόκκινη sangria, όση περίσσεψε από προχθές και να βάψω τα νύχια μου στο ίδιο χρώμα. Και να βγω μια βόλτα τώρα που ο ήλιος πέφτει σιγά σιγά και παίρνει εκείνο το πορφυρό πορτοκαλί που τόσο μα τόσο μ’ αρέσει, σαν τη μπλούζα που φορούσες. Για πες μου όμως, πώς τα πήγα; Σ’ έπεισα; Η μύτη μου μάτωσε πάλι.








πρωτομαγιά


Photo by amberfoxwing



Πρώτη του Μάη κι αντί για χέρια γεμάτα λουλούδια έχεις μια άδεια θλίψη στο βλέμμα. Το ‘ξερες από χθες, το ένιωθες να ‘ρχεται αργά, βασανιστικά, σαν αντίστροφη μέτρηση. Κι εσύ το κατάλαβες με το που άνοιξε τα μάτια της το πρωί, μα προτίμησες να πεις κάτι χαζό για να χαμογελάσει.

Δυστυχώς, αυτό το blog από δω και μπρος θα αυτολογοκρίνεται. Δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες. Ούτε οι φίλοι δεν αντέχουν πια να σε διαβάζουν. Η αλήθεια σου τους βαραίνει. Θα πρέπει λοιπόν να προσέχεις τι λες, πώς το λες και για ποιον το λες. Θα πρέπει να σκέφτεσαι μήπως κάποιον πληγώσεις ή μήπως κάποιον εκθέσεις. Θα πρέπει να δικαιολογείσαι για ό,τι όμορφο κι αυθόρμητο έχεις μέσα σου, για τα αισθήματά σου και για το ίδιο σου το είναι ακόμα. Σε λίγο θα πρέπει να ζητάς και συγνώμη που νιώθεις τόσα πολλά.

Ας είναι... Καλό του ταξίδι...







Οξεία im-Post-er-ίτιδα


Photo by frixin





Κάθησα χθες και μέτρησα όλες τις όμορφες στιγμές που έχουμε να θυμόμαστε μαζί και δάκρυσα. Πού να τις βάλω και πού να τις χωρέσω, που μια ζωή ολόκληρη για να τις διηγηθώ δε φτάνει. Στο λίγο που σε ξέρω, είναι δυσανάλογα πολλές, ικανές για να γεμίσουνε βιβλία. Κι οι πίκρες μας ακόμα κι οι αναποδιές, κι αυτές χαμόγελο μου φέρνουνε στα χείλη κάθε που θα τις θυμηθώ και θα σε πεθυμήσω. Τι να σου πρωτοπώ και τι ν’ αφήσω τελευταίο, που όλα σου όμορφα ήτανε και κάτι απ’ όλα αυτά θα αδικήσω. Δυο χρόνια πάνε που η ΝΝ ανέβαινε σε μια περιστρεφόμενη βεραμάν καρέκλα, να φτάσει τον ανεμιστήρα οροφής και να τραβήξει το κορδόνι, δυο φορές τη μέρα, σαν αντιβίωση, για να γελάς... δυο χρόνια που πρώτη φορά σε άκουσα και μ’ άκουσες κι ακόμα κοκκινίζω σαν σκέφτομαι ότι νόμιζα πως μίλαγα με άλλον... κάτι λιγότερο που σ’ έκανα να τρέχεις Σάββατο βράδυ στη δουλειά να δεις τις κόκκινες, τις μαύρες, τις λευκές φωτογραφίες, με μια υπόσχεση κάθε φορά για κάτι περισσότερο... τις κάλτσες τις ριγέ που σου έδειξα χθες... που παιδεύτηκα να στήσω μια σκηνή στην άμμο καλοκαίρι, όχι τόσο για να κοιμηθώ, μα για τη φωτογραφίσω με καμάρι και να στη στείλω να τη δεις και να χαμογελάσεις... εκείνη την άλλη τη φωτό, που πιάνεις το δεξί σου αυτί με το αριστερό σου χέρι τη θυμάσαι; ...και τις άλλες στον καθρέφτη στο πρωινό σου ξύρισμα που με κάνανε να κρατάω την κοιλιά μου από τα γέλια... που μου ΄λεγες για την Α και σου ‘λεγα για τον Γ και παρηγορούσε ο ένας τον άλλον στα δύσκολα... την ώρα που κατέβηκα απ’ το τρένο πρόπερσι τα Χριστούγεννα σέρνοντας μια βαλίτσα ασημί κι έλαμπαν τα μάτια μου από τη χαρά που σ’ είδα και με το ζόρι έκρυβα την τρελή αμηχανία μου και μιλούσα ακατάπαυστα προσπαθώντας να την κρύψω... τον κούκλο με τα σκι που περίμενες να τον βαφτίσεις παρέα με τη μικρή σου ανηψιά... την πυζαμούλα τη Χριστουγεννιάτικη με τις νιφάδες που φωσφορίζανε ήσουν ο πρώτος που την είδες ...τη Νάρνια που ποτέ δεν είδα γιατί με πήρε ο ύπνος μετά το ταξίδι, την πίτσα και το κρασί και τη γλυκιά σου αγκαλιά που τόσο άνετα με βόλεψε κι ας ήταν η πρώτη φορά που κούρνιασα στα δυο σου μπράτσα... τις βόλτες μας την επομένη το πρωί που με κρατούσες απ΄το χέρι και μου’ λεγες και σου ‘λεγα κι η μέρα δεν έλεγε να τελειώσει... το παγοδρόμιο και τον καφέ μας στη λιακάδα, κι ας κρύωνα μα δεν ήθελα να φύγουμε... εκείνο τον άσπρο καναπέ που φοβόμουν μη λερώσω με τα παπούτσια μου και το γλυκάκι με τη σοκολάτα που το ‘τρωγα μια εγώ και μια εσύ από πάνω μου και τα κατεβασμένα τα παντζούρια μην τύχει και μας δουν τα ξέχασες; ...την Πρωτοχρονιά στο σπίτι της Α με τις όμορφες κουρτίνες και το κρεβάτι με την κουνουπιέρα, που λίγο έλειψε ν΄αργήσουμε και να χάσουμε την αλλαγή του χρόνου, και το Γαλλικό τυρί που δεν ήξερα να το προφέρω κι ακόμα το ξεχνάω και τα παιχνίδια στο πάτωμα και το τυπικό φιλί σου για καλή χρονιά, και όλα τα καυτά φιλιά το πρωί στο σπίτι που ξυπνήσαμε οι δυο μας... το βράδυ που έβρεξε κι έγιναν χάλια τα μαλλιά μου κι έλεγες πως είναι πιο όμορφα σπαστά μα εγώ νόμιζα πως μου το ‘λεγες για να μη νιώθω άσχημα... τη βόλτα μας στα μαγαζιά κι εκείνο το καφέ κοτλέ σακάκι που ποτέ δεν πήρες μα το ήθελες... εκείνο το emoticon με τη μακριά τη γλώσσα που το έφτιαξες για μένα και του ‘δωσες τ΄ όνομά μου... τη βόλτα στο Θησείο με τη Ρ και που μου ζήτησες να μείνω άλλη μια μέρα κι εγώ μέσα μου έλιωνα και δεν ήθελα να παραδεχτώ πως πέθαινα να μείνω άλλες τόσες... τη νύχτα που έφερες τα ρεσό και τα έβαλες μπροστά από τον καθρέφτη και μ’ έκανες να σου υποταχτώ... και στο τραπέζι στο σαλόνι που με σκέπασες με το τραπεζομάντηλο γιατί δεν ήθελες να βλέπω παρά μόνο να αισθάνομαι, το ξέχασες; ... τη μαντινάδα που μου έγραψες και δεν την έχω διαβάσει σε κανέναν και την κρατώ σαν φυλαχτό, καρδιά μου... που ήρθα πάλι να σε δω αποκριάτικα και ήσουνα σκληρός μαζί μου για να με προφυλάξεις, τη βόλτα στη μαρίνα με τους χαρταετούς και τους αέρηδες κι όσα σου είπα για τον Β κι όσα μου είπες για την Α, και τα μάτια μου που βούρκωναν για τον πόνο που τότε είχες νιώσει... κι αλήθεια ποια γυναίκα ήταν τόσο τυφλή που δεν μπορούσε να δει πόσα αξίζεις και τι έχεις να δώσεις; ...το βροχερό απόγευμα που ήσουν άκεφος και διάβαζες δίπλα στη τζαμαρία κι εγώ που σου ζωγράφισα ένα ποδήλατο με πανί που ήθελε να σαλπάρει και το έβαλες με μαγνητάκι στην πόρτα του ψυγείου... τη βόλτα στη Χαλκίδα με τον Κ και τον αέρα που φυσούσε κι ήθελα να με πάρει και να με σηκώσει να πετάξω και να μη προσγειωθώ ποτέ ξανά γιατί την επόμενη θα ‘φευγα... την πίκρα μου που σε ήθελα τόσο μα δεν μπορούσα να σ’ έχω παρά μόνο σε δόσεις και με όρους, όχι πια σεξ, μόνο φίλοι... την απόρριψη που ένιωσα και το θυμό που είχα... και πόσο μου έλειπες, πόσο μου έλειπες, πόσο μου έλειπες... τους μήνες μετά που κάτι είχε αλλάξει και το καλοκαίρι που ήρθα και σε είδα ελάχιστα μα χαιρόμουν που ήσουν καλά και στο γάμο του Λ που σε είδα ξανά... το μπρελόκ με τη γατούλα που κάθε πρωί σου λέει καλημέρα κι ας μην τ’ ακούς που είσαι μακριά, αυτή στο λέει... τη χαρά που πήρα όταν το έλαβα και το τσίμπημα στην καρδιά όταν κατάλαβα πως είσαι με τη Β μα δεν είσαι ευτυχισμένος... και πόσα ακόμα αμέτρητα πολλά, κρυφά κι αγαπημένα... ξέρεις αλήθεια πόσο πονάω όταν σ΄ ακούω θλιμμένο; ...και που σε περιμένω γεμάτη αγωνία κι εσύ τώρα ΕΡΧΕΣΑΙ! ...κι όμως μπορώ να σου γράφω ατελείωτα, μόνο για να σε αισθανθώ χαρούμενο έστω για λίγο... κι άλλα κι άλλα κι άλλα άπειρα μπορώ να γράψω και να ξημερώσουμε... πες μου πώς είναι δυνατόν δυο άνθρωποι που είναι τόσο κοντά, να είναι τόσο μακριά; ...πες μου, μετά απ’ όλα όσα έγραψα για σένα, χαμογέλασες καθόλου;









Δεκάξι


Photo by Alyz


Ψάχνοντας στη ντουλάπα μου βρήκα ένα τζην που είχαμε αγοράσει στο Λονδίνο, εκείνο το φαρδύ με τις τσέπες τις τεράστιες, που έλεγε η γιαγιά μου πως με κάνει σαν εργάτη. Το φόρεσα λοιπόν ξανά κι εκείνα τα ίσια παπουτσάκια που είναι ολοστρόγγυλα, φαρδιά και μονοκόμματα μπροστά κι έλεγες πως μοιάζουνε με φαλαινάκια και κορόιδευες πως μ΄ έκαναν να περπατάω σαν παπάκι. Κι εγώ θύμωνα, γιατί ήθελα να λικνίζομαι κι από πείσμα πήγαινα κι έβαζα τα ψηλοτάκουνα που ήθελες να τα φοράω μόνο στο κρεβάτι. Φόρεσα κι ένα κοκαλάκι στα μαλλιά, δίπλα στο μέτωπο σαν κοριτσάκι κι αν δεν με κοίταζες στο πρόσωπο παρά μονάχα στο κορμί, θα ‘λεγες πως ήμουνα δεκάξι. Και θυμήθηκα τα καλοκαίρια που τριγυρνούσα όλη μέρα με τα εσώρουχα και φώναζες να ντυθώ γιατί μ’ έπαιρναν μάτι οι απέναντι κι εγώ γελούσα γιατί το έκανα επίτηδες για να ζηλεύεις. Και μ’ έλεγες «κοριτσάκι», μα κοριτσάκι ήμουνα κι ακόμα δε μεγάλωσα, γιατί απόψε δεκάξι νιώθω. Κι ύστερα μια μέρα ξαφνικά πήγα κι έβαψα τα μαλλιά μου κατακόκκινα, γιατί το καστανό ήτανε βαρετό κι εγώ μέσα μου έβραζα κι ήθελα να το δείξω κι έλαμπα! Κι όταν σε χώρισα, το βαρετό τ΄ άφησα πίσω μου μαζί με σένα κι είπα πως στη ζωή θ΄ακολουθώ μόνο τον έρωτα και γι αυτό χάνω το δρόμο μου συνέχεια μέχρι τώρα. Και πάλι χάρτη δεν κρατώ, κάθε φορά να χάνομαι θέλω, αφού το ξέρω πως μια μέρα πάλι στον ίσιο δρόμο θα γυρίσω, και δε με νοιάζει τελικά γιατί θα ‘χω δει πολλά και νέες εμπειρίες θα ‘χω ζήσει κι ας μεγαλώνω. Κι ας κλαίω κι ας κουράζομαι κι ας μπαίνουν χρόνια πάνω μου, η καρδιά μου δε γερνάει, κάθε φορά είναι πιο ζωντανή και ρώτα όποιον θέλεις. Και συχνά θέλω να πετάξω πάνω από τη θάλασσα. Πήγα σήμερα βόλτα με το ποδήλατο στη σκάλα. Μόνη μου ήμουν, ο ουρανός ήταν εκείνο το γκρίζο-μπλε που προμηνύει τη βροχή κι ο κόσμος είχε μαζευτεί στα σπίτια. Μόνο εγώ ήμουν η τρελή που έκανα πετάλι κόντρα στον άνεμο μ’ ένα κοκαλάκι στα μαλλιά να μου κρατάει τα τσουλούφια που πετάνε, μα τα φτερά που έχω στην πλάτη μου ποιος θα βρεθεί να μου τα συγκρατήσει; Κι είχα τη θάλασσα αριστερά κι είχα τη θάλασσα δεξιά κι είχα τη θάλασσα μπροστά μου και τρόμαξα λιγάκι κι ήθελα να ‘ναι κάποιος εκεί να με καθησυχάσει. Να μου πει να μη φοβάμαι και πως θα ‘ναι δίπλα μου ό,τι κι αν συμβεί. Μα δεν ήταν γύρω μου κανείς κι έκανα πιο δυνατό πετάλι κόντρα στον άνεμο και πάλι, ώσπου με πήρανε οι πρώτες στάλες και τα μικρά μου φαλαινάκια δίψασαν και θέλανε να φύγουν απ’ τα πόδια μου και να τσαλαβουτήσουν στη βροχή. Ύστερα μπήκα κάτω απ’ το υπόστεγο για να μην βρέξω τα φτερά μου και μια γιαγιά μου χαμογέλασε απ’ τα απέναντι μπαλκόνια, μάλλον δεν έβλεπε καλά και με πέρασε για κοριτσάκι. Η δική μου γιαγιά σήμερα έκανε επέμβαση για καταρράκτη. Γιαγιά, πόσο δίκιο είχες που έλεγες να μην αποκαλώ τ΄ αγόρια «φίλους»... Μα όσο φορώ ακόμα αυτα τα ίσια παπουτσάκια και το κοκαλάκι στα μαλλιά, έχω και τούτα τα φτερά στην πλάτη, άσε με να πιστεύω πως είμαι κοριτσάκι και μη μου χαλάς το όνειρο, αύριο στο υπόσχομαι πως θα ξυπνήσω και θα ‘μαι μεγάλη πάλι. Καληνύχτα.



* Αφιερωμένο σε κάποιον που θέλει να με βλέπει και να με ακούει χαρούμενη, ακόμα κι όταν ο ίδιος δεν είναι.





ετεροχρονισμένο




Τα λόγια μου είναι μια γλυκιά προσευχή
Κουρνιάζουν έξω απ' το κλεισμένο σου παράθυρο
Κι αν τ' άφηνες θα ανοίγαν μια ρωγμή
Απ' το μικρό κελί σου ως το άπειρο

Μα εσύ σωπαίνεις και θρηνείς σαν το κατάδικο
Πάνω απ' τη στάχτη που σκεπάζει τον παράδεισο
Πάνω απ' τη στάχτη

Βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει, σ' ό,τι σου τρώει τη ψυχή
Έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι ανοιχτοί
Είν' η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή

Ζήσε μαζί μου στον αέρα, στη φωτιά, στη βροχή
Μας περιμένουν άδειες μέρες, ραγισμένοι ουρανοί
Είν' η αγάπη ένα ταξίδι από πληγή σε πληγή

Βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει...
Ζήσε μαζί μου στον αέρα...

Τα λόγια μου είναι μια ανέλπιδη ευχή
Σβησμένα φώτα μέσα στο άχαρο δωμάτιο
κι αν τα άφηνες θα καίγαν τη σιωπή
και θα διαλύαν το κρυμμένο σου παράπονο

Μα εσύ σωπαίνεις και θρηνείς...
Βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει...
Ζήσε μαζί μου στον αέρα...

Βάλε φωτιά σ' ό,τι σε καίει, σ' ό,τι σου τρώει τη ψυχή
Υπάρχει ακόμα, υπάρχει κάτι που δεν έχει χαθεί
Είν' η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή
Ζήσε μαζί μου στον αέρα...




* Κάποιοι μου έκαναν παράπονα που έκλεισα τα σχόλια στο χθεσινό post.
Καλά, μη βαράτε! Γράψτε ό,τι θέλετε εδώ. Μέρα ήταν και πέρασε.