Το παιχνίδι των λυγμών

Photo by offshore




Αφορμή γι αυτό εδώ το post στάθηκε μια συζήτηση που είχαμε χθες με δυο bloggers σ’ ένα μπαράκι σχετικά με την ταινία Το παιχνίδι των λυγμών (The Crying Game). Θα σας πω λοιπόν σήμερα μια ιστορία, τη γνωστή παραβολή με το βάτραχο και το σκορπιό.

Κάποτε ήταν ένας βάτραχος και καθότανε στην όχθη ενός ποταμού. Πιο πέρα ήταν ένας σκορπιός που ήθελε να περάσει απέναντι. Δεν ήξερε όμως κολύμπι.
Λέει λοιπόν ο σκορπιός στο βάτραχο:
«Θα με πάρεις στην πλάτη σου κολυμπώντας για να περάσουμε μαζί απέναντι;»
Ο βάτραχος δίστασε:
«Μα πώς;» του λέει «Εσύ είσαι σκορπιός και ξέρω ότι θα με τσιμπήσεις. Γιατί να το κάνω αυτό για σένα;»
«Μην είσαι χαζός!»
του απαντάει ο σκορπιός «Γιατί να σε τσιμπήσω; Μετά θα πνιγούμε κι οι δυο.»
Κι έτσι έπεισε το βάτραχο να τον πάρει στην πλάτη του και να κολυμπήσει στην απέναντι όχθη.
Στη μέση όμως της διαδρομής ο σκορπιός τσίμπησε το βάτραχο.
«Γιατί το έκανες αυτό;» τον ρωτάει ο βάτραχος πριν πνιγούνε.
«Λυπάμαι» του λέει ο σκορπιός «Δεν μπόρεσα ν' αντισταθώ. Το να μη σε τσιμπήσω θα ήταν ενάντια στη φύση μου!»

Στη ζωή μας όλοι περνάμε φάσεις που είμαστε είτε βάτραχοι είτε σκορπιοί.

Αυτά τα ολίγα για σήμερα.


Καφέεεεεε!

Photo by filip5



Κάτι τέτοιες μέρες είναι που αρχίζω να ξαναπίνω ζεστό καφέ. Ή ζεστή σοκολάτα, ανάλογα.

Γενικά δεν είμαι οπαδός των ζεστών ροφημάτων. Μόνο του αλκοόλ. Το πρωί που ξυπνάω πίνω φραπέ παγωμένο, χειμώνα καλοκαίρι (μία καφέ μία ζάχαρη χωρίς γάλα, ευχαριστώ) Χωρίς αυτό μου είναι αδύνατον να λειτουργήσω. Θα προτιμούσα βέβαια να έπινα μια μπύρα, αλλά κρατάμε τα προσχήματα και πίνουμε την πρώτη μετά τις 12:00. Και πάλι με κοιτάνε σαν να ήρθα από συνάντηση Α.Α. Γιατί δηλαδή ο καφές δεν είναι εθιστικός; Ή έχετε την εντύπωση ότι λιγότερη ζημιά μας προκαλεί η καφεΐνη; Αμ το τσιγάρο πού το βάζεις; Πώς είπατε; Δεν κόβεται το ρημάδι; Ε μώκο τότε κι αφήστε με να πίνω τις μπυρίτσες μου και να τρώω τα γλυκάκια μου. Ναι είμαι και γλυκατζού, έχει κανείς πρόβλημα; Δεν υπάρχει καλύτερος συνδυασμός από ένα γλυκό μετά τον καφέ. Είναι όπως το τσιγάρο μετά το σεξ – κι ας μην καπνίζω!

Εκεί λοιπόν που έχω συνηθίσει να πίνω τον καφέ κρύο, έρχεται μια μέρα σαν αυτή, που ξυπνάω από το μεσημεριανό μου ύπνο και ως δια μαγείας δε γουστάρω να πιω φραπέ. Θέλω κάτι ζεστό. Έναν γαλλικό με λίγο μπράντυ μέσα. Μπράντυ δε μου βρίσκεται σήμερα, η καφετιέρα είναι στο ντουλάπι ψηλά και βαριέμαι να φέρω σκάλα για να την κατεβάσω, οπότε συμβιβάζομαι μ’ έναν διπλό ελληνικό, έναν νες ή έστω μια σοκολάτα ζεστή βρε αδερφέ!

Εκείνη η μυρωδιά που με χτυπάει στα ρουθούνια δεν περιγράφεται. Ο πρώτος ζεστός καφές για φέτος. Ιεροτελεστία! Να βάζεις το μπρίκι στο μάτι της κουζίνας και ν’ ακούς εκείνο το θόρυβο που κάνει το νερό σαν αρχίσει να ζεσταίνεται. Να ανακατεύεις με το κουταλάκι αργά αργά μέχρι να δέσει ο καφές με τη ζάχαρη και να περιμένεις να κάνει καϊμάκι. Να το χύνεις προσεκτικά στην αγαπημένη σου κούπα και να βιάζεσαι ν' ακουμπήσεις τα χείλη σου στα χείλη απ’ το φλυτζάνι. Αίσθηση όπως το πρώτο φιλί...

Κοιτάζω τη βροχή έξω απ’ το τζάμι κι ακούω το θόρυβο απ’ τις ρόδες των αυτοκινήτων πάνω στον υγρό δρόμο. Ο καφές ζεστή συντροφιά καθώς διαβάζω αγαπημένους bloggers. Θα το καθιερώσω από δω και πέρα μου φαίνεται. Να είχα και λίγη παρέα...



Είναι κάτι νύχτες...

Photo by complejo

Θέλω απόψε να φωνάξω
Στη βροχή να βγω γυμνή και να τσαλαβουτήσω στα νερά ξυπόλυτη
Την αυγή να δω μαζί σου όπως και τότε
Να με σεργιανίζεις όλη νύχτα και να πονάν τα πόδια μου θέλω
Να πάρουμε σβάρνα τα μπαράκια όπως παλιά
Να με ξενυχτάς θέλω

Θέλω να βγούμε βαρκάδα μια νύχτα με πανσέληνο
Στα μαύρα νερά να κολυμπήσω και να σου φωνάζω πως φοβάμαι
Να ‘ρθεις κοντά μου θέλω
Να γίνεις θάλασσα, μέσα σου να βουτήξω
Στο βυθό σου ν’ αλωνίσω
Κοχύλια να μου φέρνεις και να τ’ απλώνεις στο στήθος μου θέλω

Θέλω να ‘ρθεις και να ‘ναι νύχτα
Να σε περιμένω κάτω απ’ το σεντόνι και να μυρίζω βανίλια με κανέλλα
Στην αγκαλιά σου να χωθώ και να σε νιώσω
Ν’ ανατριχιάζω, τελευταία φορά σαν να σ’ αγγίζω
Να με πνίξεις στα φιλιά και να δακρύζω
Να σ’ ανασαίνω θέλω
Να με κοιτάς που κοιμάμαι και να φυλάς τα όνειρά μου
Να με ξυπνάς με τα φιλιά σου όπως και τότε θέλω


Θέλω να ‘ναι άνοιξη
Να κυληθούμε στα χορτάρια και να πρασινίσουμε
Να μαζέψω μαργαρίτες και να σου φτιάξω στεφάνι, θυμάσαι;
Να σου αλείψω παγωτό στη μούρη και να τρέχει
Να σε κοιτάζω και να λιώνεις
Να μεθώ καθώς σε πίνω θέλω

Θέλω τα μάτια σου να δω στερνή φορά και να ξεχάσω
Πόσο με πόνεσαν μη θυμηθώ και σβήσω
Στα χέρια κράτα με σαν χθες κι αγάπησέ με
Μη λυπηθείς που τόσα θέλω μα δεν τα’ χω
Μόνο απόψε πες μου πως δικός μου θα ‘σαι
Κι ας είναι ψέμα
Μια φορά κι εγώ το θέλω

Βροχή και σήμερα


Photo by Yosia Urip

Είχα πει πως δε θα γράψω απόψε... όμως το απόγευμα πήγε ήδη χαμένο και δεν έχω όρεξη για τίποτα άλλο. Το τηγάνι από τ’ αυγά που σου έφτιαξα χθες είναι ακόμα άπλυτο στο νεροχύτη μαζί με τα ποτήρια του κρασιού, αλλά –δε γαμείς!- μπορεί να περιμένει. Θα μου θυμίζει τα χθεσινά...

Με ξυπνήσανε στις 6.30 τα κωλόπαιδα της γειτονιάς που χτυπήσανε το θυροτηλέφωνο 5 φορές ενώ κοιμόμουν. Είχα ραντεβού με γιατρό στις 8.00 κι έτρεχα σαν τρελή να προλάβω. «Ευχαριστώ γιατρέ μου που το αναβάλατε χωρίς καν να με ειδοποιήσετε, δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω απ’ το να οδηγώ μες τη βροχή με κίνηση, συν μισή ώρα που έψαχνα για παρκάρισμα. Θα μας ξαναδείτε!»

Αφού λοιπόν έχασα που έχασα το χρόνο μου, στην επιστροφή αποφάσισα να το δω πιο χαλαρά. Αφορμή στάθηκε ένα μουσικό κομμάτι που μου έστειλε κάποιος σήμερα. Λέγεται Le Dernier Jour και σημαίνει Η Τελευταία Μέρα.

"Θλιβερό" του είπα.

"Ναι, αλλά λάμπει μ' ένα παράξενο τρόπο" μου απάντησε.

Η βροχή λοιπόν πάντα με μελαγχολούσε. Σιχαίνομαι τη λάσπη που αφήνει πίσω της και την υγρασία που σου τσακίζει τα κόκκαλα. Όμως σήμερα είναι αλλιώς. Μ’ έκανε να σκεφτώ πως για κάποιους άλλους μπορεί να είναι όμορφη και δημιουργική, να γίνει πηγή έμπνευσης κι ευκαιρία για απομόνωση και σκέψη. Έτσι αυτή η μουσική με συντρόφεψε απόψε στο τιμόνι στο δρόμο της επιστροφής και τώρα συνοδεύει τον χτύπο των δαχτύλων μου στο πληκτρολόγιο. Κάθε γράμμα μια στάλα βροχής, κάθε νότα κι ένα τικ στο τζάμι. Θλίψη και λάμψη, σκέφτομαι. Θλίψη και λάμψη...

Τι όμορφοι που είναι μερικοί άνθρωποι! Συχνά μια σκέψη τους μόνο σε κάνει να χαμογελάς. Πολύ καλή αλλαγή μετά το τέλμα των δύο τελευταίων ετών. Είχα αποφασίσει πως δεν θα το άφηνα να συνεχίσει, δεν θα επέτρεπα να με πάρει από κάτω. Έχω πολλούς λόγους αυτό το μήνα για να είμαι χαρούμενη. Ένας απ’ αυτούς είναι κι αυτό το κομμάτι.

Δε θα πω περισσότερα, θα κλείσω μόνο με μια δική του φράση που θα φροντίσω να θυμάμαι:

«Μέσα από τη θλίψη, πηγάζει η αισιοδοξία»

Σ' ευχαριστώ. Καλό βράδυ.



Big Mouth Strikes Again



Έχω ένα μεγάλο ελάτωμα. Δηλαδή πολλά έχω, αλλά αυτό μ’ ενοχλεί ιδιαίτερα. Αναρωτιέστε τι είναι; Έχω μεγάλο στόμα ρε γαμώτο! Μιλάω πολύ. Και δεν εννοώ ότι φλυαρώ (αν και το κάνω κι αυτό, αλλά προσπαθώ να το ελέγχω). Όχι! Όταν λέω μιλάω πολύ, εννοώ ότι το ανοίγω το ρημάδι σε λάθος στιγμές και λέω πράγματα που δεν πρέπει. Το κάνω συνέχεια. Με το που αμολάω την κοτσάνα, καταλαβαίνω αμέσως ότι έπρεπε να το είχα βουλώσει. Μα έλα που είναι ήδη αργά... Αφού πρώτα μιλάω και μετά σκέφτομαι, καλά να πάθω.

Έχω βγει πολύ ζημιωμένη απ’ αυτήν την κατάσταση. Πολλές φορές. Αλλά μυαλό δε βάζω. Σαν κατάρα είναι. Διώχνω ανθρώπους από δίπλα μου επειδή πολύ απλά δεν έχω μάθει να το ράβω. Όχι, ξαναλέω, εγώ αυτό που θέλω να πω, θα το πω. Λες και θα σκάσω αν δεν το βγάλω προς τα έξω.

Κι έχω και τον κάθε μαλάκα να μου λέει ότι οι άντρες εκτιμούν την ειλικρίνεια. Λάθος! Σ’ εκτιμούν αν τους πεις όσα θέλουνε ν’ ακούσουν. Σου λέει ο άλλος π.χ. μετά το σεξ: "Πωωωω τέλεια ήτανε!" Εδώ εγώ αν δεν συμφωνώ, μπορώ να κάνω μια υποχώρηση -από ευγένεια- και να μην απαντήσω. Σιωπή μερικών δευτερολέπτων, τουμπεκί λέμε. Συνεχίζει εκείνος (εεεε μα τα θέλει ο κώλος του): "Γιατί δε μιλάς; Δε σου άρεσε;" Ε τι να του πεις τώρα του βλήματος; "Τι δε κατάλαβες μωρό μου; Τίποτα; Ε κι εγώ το ίδιο!" Ψέματα πάντως εγώ δε λέω, το ‘παμε.
Άλλη ερώτηση κρίσως τώρα: "Πόσους είχες πριν από μένα;" Νεκρική σιγή πλανάται στο χώρο.... Αυτός εκεί να επιμένει: "Ε πόσοι ήτανε; 3; 4; 5;" Και με μια απορία στο βλέμμα κιόλας. "Τι; Έχεις πάει με περισσότερους; Μη μου πεις ότι είναι διψήφιος!" Ε δεν κρατιέμαι και απαντώ: "Μωρό μου διψήφιος είναι το 10, διψήφιος και το 99!" Εκεί το βουλώνει. Ή απλά ντύνεται και φεύγει.

Μην ξεχάσω ν’ αναφέρω και το κόλημα που τρώνε με το μέγεθος. "Μα γιατί αγάπη μου δεν εκτιμάς την ειλικρίνειά μου; Εσύ δε με ρώτησες κι επέμενες να σου πω την αλήθεια; Κοπλιμέντα ήθελες; Ε ας μου το ‘λεγες να το ξέρω". Σε λίγες μέρες λοιπόν (και πολύ κράτησε) ο τύπος την έχει κάνει με λοξά. Αφού θα σ’ έχει φορτώσει με όλα τα κόμπλεξ του πρώτα. Και να πεις ότι δεν έχω τακτ! Μα... με το γάντι τους το σερβίρω. "Έχω δει και μεγαλύτερα λέμε!"

Πάμε στις γυναικείες σχέσεις τώρα. Εδώ όλα κι όλα, σκόντο δεν κάνω. Τα λέω όλα όπως τα αισθάνομαι. Διότι τι σόι φίλη είμαι, άμα σου χαϊδεύω τ΄ αυτιά; Το ίδιο θέλω κι εγώ από τις φίλες μου, να μου λένε την αλήθεια, χωρίς φόβο και πάθος. Της λες της αλληνής πως έχεις βάσιμες υποψίες ότι ο γκόμενός της τσιλιμπουρδίζει με άλλη. Κι αυτή τι κάνει; Αντί να το ψάξει, αρχίζει και βγάζει νύχια (όχι σ’ αυτόν, αλλά σε σένα- δηλαδή σε μένα, γιατί για μένα πρόκειται). Και αρχίζει τα υστερικά του τύπου: "με ζηλέυεις, και το βλέπω εγώ πώς τον κοιτάς" και δε συμμαζεύεται... Άντε βγάλε άκρη.

Άλλο παράδειγμα: Πάμε μαζί στα μαγαζιά για ψώνια. Προβάρει κάτι που την κάνει σαν τη Μαρίζα Κωχ. "Πώς με δείχνει;" ρωτάει. Τι να πεις τώρα; Αφού μπροστά στον καθρέφτη στέκεται. Μάτια έχεις, καλή μου, δε βλέπεις; "Εεεε σε παχαίνει λίγο" απαντώ όσο πιο μειλίχια μπορώ. Αυτή με σφάζει με το βλέμμα. Outch! That hurt… Ε πάρ’ το μαρή αφού νομίζεις ότι είσαι η Κλώντια Σίφερ! Τι τη θες τη γνώμη μου; Και φυσικά θα το αγοράσει, γιατί κάπου μέσα της πιστεύει ότι την κάνει θεά και ότι δεν της το λες επειδή ζηλεύεις κι αύριο θα πας να το αγοράσεις εσύ.

Λοιπόν κομμένη η πλάκα τώρα, αρκετά γελάσαμε.

Τελικά με κείνα και με τ’ άλλα, φοβάμαι να τ’ ανοίξω το ρημάδι. Όμως αφού κανείς δε θέλει ν’ ακούσει, τότε τι ρωτάνε; Άλλα λόγια ν΄ αγαπιόμαστε; Τι σόι σχέσεις έχουμε αν δεν μπορούμε να πούμε αυτό που σκεφτόμαστε; Και γιατί να μην μπορεί ο άλλος να δεχτεί την αλήθεια; Βαυκαλιζόμαστε μια ζωή και πού μας βγάζει; Εγώ θέλω να μου λένε πάντα την αλήθεια. Κι ας πονάει. Κι όμως οι άλλοι κρίνουν εξ ιδίων τ΄αλλότρια και μου λένε ψέματα κι εμένα. Επειδή νομίζουν πως ψέματα θέλω ν’ ακούσω.

"Ψέματα, ψέματα, πες το κι ας είναι ψέμα..." ???

Προσωπικά, προτιμώ το άλλο:

"Στο δικό σου βορρά, άλλη μια φορά
μες το χιόνι βουλιάζω για σένα
Μα στο λέω ξανά, σου φωνάζω ξανά
η αλήθεια σου μοιάζει με ψέμα, ψέμα, ψέμα..."


Ο καιρός τρελάθηκε


Photo by Marja Flick-Buijs

Δεν αντέχω άλλο, σήμερα έφτασα στα όριά μου. Δε μου φτάνουν τα χιλιόμετρα που διανύω κάθε μέρα, έχω και το πρόβλημα με τον καιρό. Ξυπνάω το πρωί και βλέπω βροχή. Θυμάμαι την καταιγίδα των δύο προηγούμενων ημερών και λέω να φορέσω κλειστά παπούτσια (και κάλτσες). Τζην παντελονάκι, πουκαμισάκι, παίρνω και μια καμπαρντίνα καλού κακού. 18 βαθμούς είχε εδώ το πρωί, αλλά ποτέ δεν ξέρεις...

Ξεκινώ λοιπόν και 10 λεπτά αργότερα η βροχή σταματάει και βγαίνει ήλιος. Στο φανάρι που με πιάνει, βγάζω τα γυαλιά για τη μυωπία και φοράω αυτά για τον ήλιο. Λίγο παρακάτω που ξανασταματώ για βενζίνη, έχω αρχίσει να ζεσταίνομαι. Κατεβαίνω απ’ τ’ αμάξι και βγάζω την καμπαρντίνα. Ως εδώ καλά! Στα μισά της διαδρομής, ξαφνικά σκοτεινιάζει. Ένα πελώριο σύννεφο σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος του ουρανού από πάνω μας. Άντε πάλι αλλαγή γυαλιών. Ψιλοκρυώνω κιόλας. Αρχίζει να βρέχει...

Με το που φτάνω στη δουλειά, πιάνει μια ζέστη άλλο πράμα! 26 βαθμούς δείχνει το θερμόμετρο. Τα πόδια μου έχουν ανάψει, τι διάολο τις ήθελα τις κάλτσες; Υπομονή...
Η ώρα πήγε 13:00. Άντε λίγο ακόμα και φύγαμε. Χμ... βλέπω θα έχουμε ήλιο στην επιστροφή, τσάμπα κουβάλησα την καμπαρντίνα. Αμ’ εσύ ήσουν που το είπες; Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ και ναααα κάτι χοντρές στάλλες που αρχίζουν να πέφτουν. Μέσα σε δευτερόλεπτα το τοπίο αλλάζει. Μούσκεμα όλα. Όχι κλειστά παπούτσια, μωρέ γαλότσες χρειαζόμουνα. Ομπρέλλα δεν είχα. Βάζω την καμπαρντίνα στο κεφάλι (μην πάνε τσάμπα τα 15 ευρώ που έδωσα στο κομμωτήριο χθες) και βγαίνω τρέχοντας να διασχίσω την αυλή και να μπω στο αυτοκίνητο. Γαμώ το, σήμερα βρήκα να παρκάρω πιο μακριά; Περιττό να σας πω ότι μέχρι να μπω στ΄αμάξι τα μπατζάκια μου είχαν γίνει λούτσα. Κι η καμπαρντίνα επίσης (ευτυχώς σώσαμε κάπως το μαλλί). Φοράω τα γυαλιά της μυωπίας και ξεκινάω.

Όσο πλησιάζω, τόσο ο καιρός ζεσταίνει, βγάλε πάλι γυαλιά και βάλε τα ηλίου. Κοιτάζω το θερμόμετρο,είμαστε πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη κι η θερμοκρασία ανεβαίνει. 27 έδειχνε λίγο πριν το σπίτι μου. Κατεβαίνω ιδρωμένη, τι να σου κάνει και το κλιματιστικό άμα σε χτυπάει συνέχεια ο ήλιος; Δεν αντέχω, κάτι πρέπει να κάνω. Πείτε μου πού πουλάνε ρούχα all weather να πάω να πάρω. Σαν τα εγγλεζάκια θα 'μαστε στο τέλος, που ντύνονται σε layers - κοινώς σαν κρεμμύδια. (Βγάζει το μπουφανάκι και μένει με το ζακετάκι. Βγάζει το ζακετάκι και μένει με το φανελάκι και ούτω καθ' εξής).

Τώρα κοιτάω έξω απ’ το παράθυρο, μια βγάζει ήλιο, μια το πηγαίνει για βροχή. Θ’ αποφασίσεις επιτέλους; Μας έσκασες!

ΥΓ-> Να θυμάμαι να παίρνω πάντα μαζί μου μια ομπρέλλα. Λονδίνο γίναμε...

Γιατί;

















Προχθές το πρωί πηγαίνοντας στο σχολείο, είδα παιδιά στην αυλή μαζεμένα. Θα παίζουν σκέφτηκα και δεν έδωσα σημασία. Όμως το βλέμμα μου τράβηξε ένα μικρό γατί, ήταν δεν ήταν δυο μηνών, γκρι τιγρέ απ’ αυτά τα συνηθισμένα που κυκλοφορούν στο δρόμο.
Το είχαν και το παίζανε, (έτσι νόμιζα – πού να ξέρω;) αλλά γκαβό το ανέβαζαν, γκαβό το κατέβαζαν. Πάλι δεν έδωσα σημασία, μπήκα στο γραφείο και περίμενα να χτυπήσει κουδούνι για μάθημα.

Φεύγοντας το μεσημέρι καθώς βγήκα στην αυλή, νάτο πάλι το γατί. Επειδή είμαι γνωστή γατομαμά, το φώναξα να το χαϊδέψω. Προς μεγάλη μου έκπληξη, αυτό ήρθε τρέχοντας. Τρίφτηκε στα πόδια μου και δεν έλεγε να φύγει. Πάω να το σηκώσω και παγώνω!

Τα μάτια του δεν ήταν στη θέση τους, δυο τρύπες μαύρες έχασκαν εκεί και μια κρούστα απαίσια είχε ξεραθεί εκεί που πριν λίγες μέρες έσταζε το αίμα. Έφριξα! Η καρδιά μου μάτωσε. Ποιο τέρας το έκανε αυτό; Ποιο πλάσμα έχει τόση κακία μέσα του ώστε να βγάλει τα μάτια από ένα άκακο τρυφερό ζωάκι που το μόνο που ήθελε ήταν λίγα χάδια και παιχνίδια; Ποια ανώμαλη ψυχή είχε τόσο κουράγιο να το ακούει να σκούζει και να συνεχίζει να το ακρωτηριάζει; Ποια μάτια άντεχαν να βλέπουν αυτό το φρικιαστικό θέαμα χωρίς να δακρύζουν; Ποιο χέρι δεν ανατρίχιαζε την ώρα που ξερίζωνε τους βολβούς από την κόγχη τους;

Η ίδια ερώτηση αντηχεί από τότε στο μυαλό μου.

Γιατί;

Έμεινα εκεί να το κρατώ στην αγκαλιά μου χωρίς να μπορώ να τραβήξω το βλέμα μου από το κενό των ματιών του. Μια σταλιά ζωούλα, καθόταν εκεί στα χέρια μου και σήκωνε το κεφαλάκι του ψηλά, ναι με κοιτούσε, μ’ αισθανότανε, με μύριζε, με ζητούσε. Θα περίμενε κανείς πως μετά απ’ αυτό που του έκαναν θα φοβόταν, θα έτρεχε να κρυφτεί, να μην πλησιάσει άνθρωπο μήπως και ξαναζήσει αυτή τη φρίκη....

Κι όμως ήταν εκεί και χθες και σήμερα και θα είναι και αύριο στην ίδια αυλή, με τα παιδιά να το κλωτσάνε και να το χλευάζουνε «γκαβό», να μην το λυπούνται, να μην καταλαβαίνουν. Είναι πολύ σκληρά τα παιδιά σήμερα.

Είναι πολύ σκληρά τα παιδιά σήμερα....





Αργά χθες βράδυ

Για να θυμάμαι...

Photo by Meteo




– Είσαι πολύ καλός μαζί μου απόψε.

- Απλά βρήκα ευκαιρία να σου πω ότι σ’ αγαπάω. Δε χάνονται τέτοιες ευκαιρίες.

Αν το νιώθεις πρέπει να το λες, να μην το κρύβεις.

– Θέλω να σου δείξω. Θέλω να σου πω πολλά. Δε θέλω να βγεις απ’ τη ζωή μου.

- Δε θα βγω και να το θες.Ό,τι κι αν γίνει, μην το ξεχάσεις.

Αυτή τη φορά δεν είναι όπως τις άλλες.

- Τι έχει αλλάξει;

- Τα έχω μέσα μου. Δε θέλω άλλο κόμπο, άλλη αναβολή.

Μη συγκρίνεις καμιά αγάπη που υπάρχει με άλλες που έφυγαν.

Εγώ είμαι εδώ, δε φεύγω. Έχω τόσα να σου χαρίσω.

- Πού είναι;

- Είναι εδώ και σε περιμένουν... εσένα και τη στιγμή. Πάντα περίμεναν.

Σ’ αγαπάω πάρα πολύ.

- Πού είσαι τα βράδια μου;

- Μερικές φορές είναι φτωχά τα λόγια που σου λέω. Άλλες φορές θέλω να έρθω περπατώντας και ν’ αφήσω ένα σημείωμα στο παρμπρίζ σου, αυτό μόνο και να φύγω. Να παίξω με τις γάτες σου, να μυρίσω τα σεντόνια σου.

Νιώσε με, κατάλαβέ με, δε γίνεται να μην καταλαβαίνεις... ειδικά εσύ, δεν επιτρέπεται. Ανοιχτό βιβλίο είμαι και με διαβάζεις γραμή γραμμή.

Ταξίδια είμαστε ο ένας για τον άλλον, σε χαζεύω κάθε βράδυ κι ας μην το ξέρεις. Σε περιμένω τα μεσημέρια πίσω απ’ την πόρτα. Πώς μπορείς να μη μ’ αισθάνεσαι πια; Άμα κλείσεις τα μάτια θα με δεις μπροστά σου.

- Σ’ αισθάνομαι, σε σκέφτομαι συνέχεια.

- Δεν είσαι μόνη, μην το ξαναπείς, είναι σαν να παραιτείσαι απ’ τ’ ονειρο.

Κάθε βράδυ πονάει μακριά σου.

- Θέλω να σ’ έχω...

- Μα με έχεις! Τα όνειρά μας είναι η δύναμή μας. Κάθε βράδυ είμαι εκεί.

Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να πιστέψεις.

Καμιά φορά τα χιλιόμετρα μας θλίβουν.

Μα είναι όμορφα να τα διαβαίνεις. Δίνουνε αξία στα σκοπό.

- .......

- Θέλω να βάλεις όσα σου είπα μέσα σου.


- Μ’ έκανες λιώμα απόψε.

- Πάμε για νάνι;

- Πάμε.

- Καλή μας ξεκούραση. Αύριο πάλι....



Blank

Λευκό χαρτί σε περιμένω μήνες τώρα
ν’ αφήσεις τα σημάδια σου από μελάνι ανεξίτηλο
Άδεια είμαι, άδεια χωρίς εσένα
Τσαλακώθηκα πάλι....

Να 'ρχεσαι στον ύπνο μου

Τελευταία δεν ονειρεύομαι πολύ. Ίσως να φταίει που πέφτω ξερή κάθε βράδυ και δεν τα θυμάμαι. Θα 'θελα όμως να μοιραστώ μαζί σας ένα πολύ όμορφο κείμενο του Χρήστου Μπουλιώτη. Αφιερωμένο σ' όσους ονειρεύονται πρόσωπα αγαπημένα.

… γιατί τα όνειρα βγαίνουν αληθινά μόνο αν τα πιστεύεις.



Τώρα που μας χωρίζουνε βουνά από λόγια αλόγιστα και θάλασσες
να έρχεσαι συχνά στον ύπνο μου
Να 'ρχεσαι πιο συχνά με αερόστατο, με ξύλινο τρενάκι, με τρεχαντήρι υπερωκεάνιο,
με τα πόδια... να 'ρχεσαι πάντως
Εξάπαντος να 'ρχεσαι κάθε νύχτα με ρούχα ή χωρίς
«Σουσάμι άνοιξε» θα λέω τρις και θα σε μπάζω στ' όνειρο
Στο ίδιο όνειρο, πολύχρωμα μπαλόνια που τα πήρε ο αέρας να τα ταξιδέψει μακριά
μια πάνω και μια κάτω μεθυσμένα

Έλα στον ύπνο μου, σε περιμένω να καθαρίζουμε παρέα φρέσκα φασολάκια,
να τρώμε καρμπονάρα, να σε ταΐζω μενεξέδες, κουκουνάρια και να σε πασπαλίζω φεγγαρόσκονη, θα δεις …
Ανάμεσα σε ερωτιδείς αγγέλους να πετάς εσύ, μαζί κι εγώ
Κι αν θέλεις θα γινόμαστε ακροβάτες, ηθοποιοί σε θίασο πλανόδιο, έλα …

Στο ίδιο όνειρο εμείς οι δυο να παίζουμε τρίλιζα στο κατώφλι του καλοκαιριού
Σε πύργους από φίλντισι κι ακριβό βελούδο να κυνηγιόμαστε στο μυρωμένο λιβάδι των αισθήσεων, να σε φτάνω, να σ' αγγίζω, να σε πιάνω
Να 'μαι τα χέρια εγώ κι εσύ το πιάνο και να σε τραμπαλίζω
και να σου φτιάχνω κούνια σ' ανθισμένη κερασιά να σε κουνώ, να σε ταρακουνώ

Μόνο να έρχεσαι στον ύπνο μου κάθε νύχτα
Τ' άλλα θα στα πω στ' αυτί
Γιατί τα όνειρα σαν τα θαύματα είναι
Βγαίνουν αληθινά αν τα πιστεύεις


Φανάρια



Μπαίνω στ’ αμάξι. Βάζω μουσική, ανοίγω παράθυρα, φοράω τη ζώνη ασφαλείας και βάζω μπρος, όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά. Μονότονες αντανακλαστικές κινήσεις που δεν τις αισθάνομαι. Κάθε μέρα η ίδια διαδικασία, τα πεντάλ έχουν γίνει προέκταση του κορμιού μου, το τιμόνι ένα μπουκέτο ζέρμπερες στην αγκαλιά μου.
Πάντα μου άρεσαν οι ζέρμπερες κι ας μην έχουν άρωμα, έχουν όμως όμορφα χρώματα που καθρεφτίζουν τη διάθεσή μου.

Μπαίνω στ’ αμάξι λοιπόν και πατάω γκάζι. Αφήνω τη νύχτα να με παρασύρει. Τέτοια ώρα ποτέ δεν έχει κίνηση. Αφήνω τον αέρα να μου ανακατώσει τα μαλλιά κι αυτά με τη σειρά τους να μου μαστιγώσουν το πρόσωπο. Η μουσική με παρασύρει. Διαδρομές του μυαλού, χρόνια που πέρασαν, αγάπες που έφυγαν, δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μου… Ξυπνάω απ’ το λήθαργο, όλα μέσα μου βράζουν.

Δεν ξέρω γιατί μπαίνω στ’ αμάξι όταν θέλω να ξεφύγω. Αφού ποτέ δεν ξέρω πού θέλω να πάω και περιπλανιέμαι άσκοπα. Κι είναι κι αυτά τα γαμημένα φανάρια που δε σ’ αφήνουν να γκαζώσεις. Πάνω που έχεις πιάσει τα 100, βλέπεις πορτοκαλί. Για κάποια δέκατα του δευτερολέπτου αμφιταλαντεύεσαι.

«Προλαβαίνω;»

Αν προλαβαίνω… τι άραγε; Τι να είναι τόσο σημαντικό ώστε να πρέπει να το προλάβω; Κι εγώ; Εγώ δεν είμαι σημαντική; Γιατί να μην τρέχει να με προλάβει αυτό; Ή γιατί να μη με περιμένει να το φτάσω; Με το δικό μου ρυθμό ρε γαμώτο! Μια ζωή να προλάβω έτρεχα. Κι ακόμα τρέχω λες και θα χάσω το τρένο. Ε δε θέλω!!! Όχι άλλο πια.

Θέλω μια φορά μονάχα να κόψω ταχύτητα, να σταματήσω και να το αφήσω να δουλεύει στο ρελαντί, ν’ αφήσω τους άλλους να με προσπεράσουν κι άμα γουστάρει κανείς ας σταματήσει. Όμως κάθε που μπαίνω στο αυτοκίνητο τη νύχτα, λες και κάτι με πιάνει. Υποσυνείδητα. Πάλι τέρμα τα γκάζια, τα μηνίγγια να χτυπάνε, η καρδιά να σφυροκοπάει κι ένας κόμπος στο λαιμό να με πνίγει. Και το δάκρυ να μου θολώνει τα μάτια… Στο βάθος του δρόμου τα φανάρια, χρωματιστά λαμπάκια σαν μέσα από τζάμι στη βροχή, τα χρώματα μπερδεύονται, πού τελειώνει το πράσινο και πού αρχίζει το κόκκινο...

Δεν ξέρω πια.

Περνάω με κόκκινο...


Write-off

Photo by shutterpix

Σήμερα με μπέρδεψες και πάλι. Σαν να μην είσαι ο ίδιος άνθρωπος. Μου χαλάς τη διάθεση λέμε. Και τα θες μονά-ζυγά δικά σου. Μήνες τώρα σε ανέχομαι. Και είσαι μια άσπρο και μια μαύρο. Τελικά πότε θ’ αποφασίσεις τι θέλεις; Κι εγώ γιατί πρέπει να εξαρτιέμαι από τη διάθεσή σου; Μέχρι πότε θα με ρίχνεις;

Σ’ έσβησα μια φορά απ’ το τηλέφωνο, μα όχι απ’ την καρδιά κι απ’ το μυαλό. Και πάλι ήρθες. Και μ’ ανέβασες για λίγο, για να με ξαναρίξεις πάλι. Αλήθεια ξέρεις, έχω καλύτερα πράγματα να κάνω. Αυτή τη φορά θα σε σβήσω οριστικά. Δε θα μου ξαναγαμήσεις την ψυχολογία εσύ. Δεν υπάρχεις! Ολική διαγραφή.

Υ.Γ. Νιώθω ήδη πολύ καλύτερα, μωρό μου.

Fall

Σήμερα κάπου προσγειώθηκα απότομα!

Παρθενικές πτήσεις

Και πάνω που δεν ήξερα τι να γράψω, μου ήρθε ξαφνικά αυτό.
Μια μουντή Κυριακή, τέσσερα χρόνια πριν.
Καϊμάκτσαλαν, απογείωση Κερασιές.
Προετοιμασία πριν την πτήση (I do! I do!)
Τρέχουμε, τρέχουμε... (αλλιώς δεν κάνουμε τίποτα)
Τα πόδια ξεκολλάνε από το έδαφος...
Είμαστε στον αέρα!
Hurray!
Ωραία αίσθηση η πτήση. Φτάνει να εμπιστεύεσαι τον πιλότο.

Τελικά...



...τα πράγματα είναι τόσο απλά
όταν λες αυτό που θέλεις.

Άφησες κάτι πίσω σου...













Έλα να το πάρεις!

Αλλά μετά...

τι δικαιολογία θα πρέπει να βρω

για να σε ξαναδώ;

Νύχτα στάσου...

Επιλεγμένα αποσπάσματα από κείμενο του Πέτρου Μπιρμπίλη

....Ξαπλώνετε δίπλα δίπλα. Στην καταχνιά του ξέφωτου, φιλιά αναγνωριστικά. Αναρωτιέσαι πώς θα μυρίζει. Δυο αστέρια που συναντήθηκαν σε μια διασταύρωση. Μια σπίθα που δεν θα γίνει ποτέ φωτιά. Κρατάς την ανάσα. Κάνεις μακροβούτια. Ψάχνεις μαργαριτάρια κάτω απ’ την πετρελαιοκηλίδα. Γίνεσαι μια φυσαλίδα που σκάει, μια πεταλούδα ηλίθια, πλησιάζεις το φως και καίγεσαι. Δεν έχεις πια φτερά.
....Πίσω από τα βλέφαρα μπορείς να δεις όνειρα. Δεν είναι ο άγγελος που νομίζεις. Αν ανοίξει τα σπλάχνα του το δωμάτιο θα γεμίσει σκοτάδια. Ενώ τώρα ανέγγιχτος από το χρόνο, σαν άγγελος θα ζει στη μνήμη σου για πάντα. Στον τύμβο του χρόνου, όμορφος, παγωμένος, στολισμένος από λουλούδια άγρια.

....Νύχτα, μάζεψε τα φαντάσματα, μάζεψε τις φωνές που ακούγονται κοντινές, ενώ έρχονται από τη χώρα του πουθενά. Στις γνωριμίες της μιας βραδιάς μπορεί να τα περιμένει κανείς όλα ή τίποτα. Κάτω από τα τσαλακωμένα σεντόνια, κάποιοι ξαναγεννιούνται κι άλλοι πεθαίνουν άδοξα.

....«Καληνύχτα. Ίσως τα ξαναπούμε κάποια άλλη φορά. Είμαστε όλοι συγκάτοικοι στην κόλαση. Χάρηκα που συναντηθήκαμε έστω και στο προαύλιο. Ποιος νοιάζεται για το τι θα ακολουθήσει μετά!»

Η πόρτα κλείνει – διακριτικά…

Μαύρος γάτος με πράσινα μάτια



Ένας γάτος μ’ έβγαλε χθες βράδυ απ' τη ρουτίνα.
Ήρθε αργά και μου χτύπησε την πόρτα, ήθελε παρέα και κουβέντα.
Αργότερα ήθελε μπύρες και μια βόλτα στα κεραμίδια.
Δεν του χάλασα χατίρι.
Δε μου χτυπάν την πόρτα κάθε μέρα μαύροι γάτοι.
Τα ήπιαμε λοιπόν μαζί, του είπα ιστορίες και τα μουστάκια του γελούσαν.
Με χάζευε και χουρχούριζε, μπορεί καν να μην άκουγε τι του 'λεγα,
αλλά μήπως τι με νοιάζει;
Πήγαμε σπίτι το πρωί, αφού πρώτα σουλατσάραμε στην πόλη.
Μου έφτιαξε καφέ, με σκέπασε κι έκατσε εκεί να με φυλάει.
Δε ζήτησε τα χάδια μου, μόνο μου έδωσε απλόχερα τα δικά του.
Κι έμεινε εκεί στην αγκαλιά μου,
ένα μικρό μαύρο γατί με πράσινα μάτια να ρουθουνίζει.
Κοιμήθηκα.
Όταν σηκώθηκα να φύγω, τον φίλησα γλυκά στη μούρη.
Ήρθε στη πόρτα κι έμεινε εκεί να με κοιτάει ν’ απομακρύνομαι στη σκάλα.
Του έβγαλα αυθάδικα τη γλώσσα.
Ακόμα χαμογελάω...

Περσινά παντελόνια

Δε μου μπαίνουν! Και μου έχουν κάνει τη ζωή δύσκολη. Απ’ το πρωί που τα φοράω, μέχρι τη στιγμή που επιτέλους θα μπορέσω να τα βγάλω και ν’ αναπνεύσω ελεύθερα. Σαν τη διαφήμιση με το νέο Motorolla - ξαπλωτή τα φοράω - με τη διαφορά ότι στο δικό μου τσεπάκι δε χωράει πλέον ούτε micrο-chip. Κρατώ την ανάσα μου και νομίζω πως από στιγμή σε στιγμή θα εκραγώ. Για να καθήσω, ούτε κουβέντα.

35 ολόκληρα χρόνια είχα βαρεθεί ν’ ακούω τη γιαγιά μου να μου λέει ότι πρέπει να τρώω. Ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένη με την ποσότητα που κατανάλωνα. Αν δεν έτρωγα όλο μου το φαγητό , άρχιζε τα κουφά: «Δε σου άρεσε; Να σου κάνω λίγες πατατούλες να χορτάσεις; Μήπως θες κάτι άλλο; Έχω κι από κείνο, να σου φτιάξω κι από τ’ άλλο;» Νισάφι πια! Και σαν να μην έφτανε η γιαγιά, έχω και τη xloxlomi που με βάφτισε «σαμιαμίδι» και δε λέει να το κόψει… Γιατί μαρή; Επειδή πού και πού έκανα και καμιά παραγγελία X-small; Τι πειράζει που είμαι μινιόν; Να πεις ότι δεν βρίσκω ρούχα ούτε στα παιδικά, να το καταλάβω. Αλλά αφού βρίσκω!

Λάθος! Χρόνος παρατατικός: ΕΒΡΙΣΚΑ! Διότι πλέον ξεχείλωσα. «Σαν ήμουν νια και είχα μέση» έλεγε η γιαγιά μου κι εγώ δεν καταλάβαινα. Ε… τώρα καταλαβαίνω. Δίαιτα δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου. Άρχισα την Δευτέρα (σήμερα Παρασκευή) κι έχω ήδη φτάσει στα όριά μου. Ονειρεύομαι πίτσες, μουσακάδες, σοκολάτες και σιροπιαστά, μπουφέδες ολόκληρους με διάφορα εδέσματα, αναψυκτικά και κοκτέιλ, παγωτά και καναπεδάκια, οτιδήποτε… φτάνει να τρώγεται. Πεινάααωωωωωωωω!

Είναι να μην πεις ότι ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να φας κάτι. Ε λοιπόν εκείνο ακριβώς είναι που θα λιμπίζεσαι και θα λιγουρεύεσαι όλη μέρα. Ποτέ στη ζωή μου δεν πεινούσα το πρωί. Πρωινό δεν ήξερα τι θα πει. Έναν φραπέ έπινα όλο κι όλο, κι αυτόν τον κρατούσα μέχρι το μεσημέρι. Είναι μυστήριο, αλλά τώρα πια, με το που θα ξυπνήσω, συνεχίζω να ονειρεύομαι όλα όσα έβλεπα στον ύπνο μου τη νύχτα. Ακόμα κι όσα δεν έτρωγα πριν. Από μπάμιες μέχρι πρασόρυζο είδα στ’ όνειρό μου, που δεν τα έχω φάει ποτέ στη ζωή μου, ακόμα κι αν ψοφούσα στην πείνα. Ε λοιπόν, με το που άνοιξα τα μάτια σήμερα το πρωί, κάτι μέσα μου με έσπρωξε να ανοίξω το ντουλάπι. Τι να δω! Ένα βάζο μερέντα!!! Αμέσως θυμήθηκα ότι το πρωινό είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας και ότι πρέπει να είναι ένα πλήρες γεύμα. Χτύπησα λοιπόν 3 φέτες ψωμί με μερέντα (χωρίς βούτυρο, γιατί παχαίνει) κι έφυγα για τη δουλειά. Πειράζει; Έχω και κάτι πατατάκια (στο ίδιο ντουλάπι), έφαγα 5 χθες και 5 σήμερα, πόσες θερμίδες να έχουν άραγε 5 πατατάκια;

Το απόγευμα στο γυμναστήριο ανεβαίνω στο διάδρομο και βλέπω τις θερμίδες που χάνω. 20 λεπτά βάδην κι έχω χάσει μόνο 120 θερμίδες; Δεν μπορεί, χαλασμένος θα είναι! Τι έχω κάψει; Μόνο τις 2 πρώτες φέτες ψωμί – χωρίς τη μερέντα! Κι η μεσημεριανή φασολάδα συν μια φέτα ψωμί; Ωιμέ! Δεν θα κάψω ποτέ αυτά που κατανάλωσα. Μήπως να βάλω δαχτυλίδι σαν τη Ντόρα; (Όχι στο δάχτυλο καλέ, στο στομάχι.) Σου κόβει λέει την όρεξη και δεν τρως όσο πριν. Μήπως να πάω στα Βόδι line; Σε βάζουν σε κάτι μηχανήματα και κάνεις παθητική γυμναστική. Μωρέ, εδώ δε βοηθάει η ενεργητική, η παθητική θα έχει αποτέλεσμα; Και την πείνα πού τη βάζεις; Αφού το στομάχι μου μιλάει: «Θέλω να φάω, δώσε μου, ρίξε κάτι μέσα, να χαρείς!». Στομάχι μου είναι , σπλάχνο μου, να το αφήσω να πεινάει; Κρίμα είναι…

Μέχρις στιγμής δεν έχω ενδώσει (το πρωινό δε μετράει, ούτε και τα 5 πατατάκια ημερησίως φαντάζομαι). Και κάθε πρωί προβάρω το περσινό μου τζην, εκείνο που το πλήρωσα 130 ευρώ στις εκπτώσεις κι ακόμα δεν τον έχω κάνει απόσβεση. Κι αυτοί οι μισογύνηδες οι σχεδιαστές, γιατί έχουν επαναφέρει τα στενά; Ας μου το εξηγήσει κάποιος. Χάθηκε ο κόσμος να είναι στη μόδα οι παντελόνες, οι ζιπ κιλότ, οι πλισέ φούστες, τα φορέματα τύπου Jackie; Τι καλές εποχές! Αμ τα φοιτητικά μας χρόνια πού τα πας; Έβαζες ένα φαρδύ T-shirt και μια χλαίνη κι έκανες και στυλ. Τώρα έχουνε βαλθεί να μας κάνουν όλες συλφίδες.

Τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες! Όντως πολύ ρατσιστική η μόδα, φιλενάδες. Το κατάλαβα φέτος που δε μου κάνουν πια τα περσινά μου παντελόνια. Τώρα νιώθω το πρόβλημα της μέσης Ελληνίδας που προσπαθεί να χωρέσει στα συνολάκια τα ραμμένα για ανορεκτικά κοριτσάκια, με στήθος σανίδα και οπίσθια όχι μεγαλύτερα σε μέγεθος από 2 μικρά πεπόνια. Και ζω ένα δράμα.

Τελικά, πόσες θερμίδες έχουν 5 πατατάκια;

Αν ήμουν…

Με αφορμή το Μπλε της candyblue

Αν ήμουν χρώμα…… θα ‘μουν κόκκινο
κόκκινο φωτεινό του ρουμπινιού τα ανοιξιάτικα πρωινά
κόκκινο φλογερό τα καλοκαίρια
κόκκινο του κρασιού, βαθύ και κατευναστικό τα χειμωνιάτικα βράδια

Αν ήμουν νερό… … θα ‘μουν φθινοπωρινή βροχή που σε ξαφνιάζει ευχάριστα και φεύγει γρήγορα, αφήνοντας πίσω μια γνώριμη οσμή, μια γλυκιά μελαγχολία κι ένα ουράνιο τόξο

Αν ήμουν ρούχο…… θα ‘μουν λευκό μπλουζάκι μακό, άνετο, καθημερινό κι αγαπημένο, που δεν τ’ αποχωρίζεσαι ποτέ όσα χρόνια κι αν το έχεις

Αν ήμουν έπιλο…… θα ‘μουν ένα κομψό, πορτοκαλί swede ανάκλιντρο που ξαπλώνεις πάνω του και ταξιδεύεις, σαν σε μια βάρκα με πανί που τη σπρώνχει η αύρα

Αν ήμουν μεταφορικό μέσο…… θα ‘μουν ποδήλατο που το καβαλάς τα μοναχικά απογεύματα για μια βόλτα στην παραλία και ξεχνιέσαι

Αν ήμουν παιχνίδι…… θα ‘μουν ένα πολύχρωμο puzzle με πολλά κομμάτια που θα σου ‘παιρνε μήνες να τ’ ολοκληρώσεις

Αν ήμουν φρούτο…… θα ‘μουν φράουλα, αρωματική, γλυκιά και ζουμερή, με μια ροζέτα σαντιγί στην άκρη απ’ το πιατάκι

Αν ήμουν σπίτι…… θα ‘μουν ένα αστικό διαμέρισμα, μια πολυτελής εργένικη γκαρσονιέρα, ένα loft για loners

Αν ήμουν κόσμημα…… θα ‘μουν μασίφ ασημένιο σκουλαρίκι ή ένα anklet με μια πέτρα από αχάτη για να σπάει η μονοτονία

Αν ήμουν μουσική…… θα ‘μουν μια ροκ μπαλάντα, μια απ’ αυτές που συνόδεψαν τα εφηβικά μας όνειρα

Αν ήμουν ζώο…… θα ‘μουν η γάτα μου η Ζήνα: μια αδέσποτη κεραμιδόγατα, αυθάδης κι ανεξάρτητη, τρυφερή, αισθαντική και χαδιάρα με τάσεις φυγής…

…so nosy-like!



Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη κι επεξεργασμένη από τον Αχιλλέα

Ο (α)γνωστος X


Ο (α)γνωστος X, ένα κεφάλαιο της ζωής μου. Μικρό αλλά σημαντικό. Από πότε εξάλλου μετρούσαμε τους ανθρώπους με βάση το πόσο έμειναν στη ζωή μας;

Ο (α)γνωστος X, αυτός που μ’ έκανε να ξεχάσω τον προηγούμενο και να πιστέψω σ’ένα πιο όμορφο μέλλον μαζί του. Όσο ξαφνικά ήρθε, τόσο ξαφνικά έφυγε. Σίφουνας σκέτος. Αλλά ποτέ δε μου άρεσαν οι προβλέψιμοι άντρες. Πάντα στα outsider έπεφτα.

Ο (α)γνωστος X, που επέστρεψε ξαφνικά λίγες μέρες πριν και μ’ αναστάτωσε πάλι. Κι εγώ σαν μωρό ξανάγινα εύπλαστη κι αφέθηκα στα χέρια του, στη μαγεία της φωνής σου, στα μάτια του τα σκοτεινά με τις ατέλειωτες βλεφαρίδες και στα αδηφάγα του χείλη, στη μυρωδιά του που μ’ έχει εμποτίσει και θα με στοιχειώνει όσος καιρός κι αν περάσει. Κι ας ξέρω πως πάλι θα φύγει ξαφνικά μια μέρα χωρίς σημάδια, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς λόγο... Έτσι απλά γιατί έπρεπε, γιατί αυτό ήθελε να κάνει. Γιατί η ζωή είναι γεμάτη από αγνώστους X, που άλλοι έρχονται κι άλλοι φεύγουν.

Κι όμως μου επιτρέπω να ονειρεύομαι και να ελπίζω, να περιμένω πότε θα τον ξαναδώ κι ας ξέρω ότι είναι πλάνη. Γιατί τι όνειρα βγαίνουν αληθινά μόνο αν τα πιστεύεις.

Candles in the wind

“And it seems to me, you lived your life like a candle in the wind
Never knowing who to cling to when the rain set in
Loneliness was tough, the toughest role you ever played
They created a superstar and pain was the price you paid”





Goodbye Summer

Nosy by day, naughty by night


" All right, pussy, pussy, pussy! Come on in pussy lovers! Here at the Titty Twister we're slashing pussy in half! Give us an offer on our vast selection of pussy, this is a pussy blow out!
All right, we got white pussy, black pussy, Spanish pussy, yellow pussy, we got hot pussy, cold pussy, we got wet pussy, we got smelly pussy, we got hairy pussy, bloody pussy, we got snappin' pussy, we got silk pussy, velvet pussy, Naugahyde pussy, we even got horse pussy, dog pussy, chicken pussy! Come on, you want pussy, come on in, pussy lovers! If we don't got it, you don't want it! Come on in, pussy lovers!"

"From dusk till dawn" - Quentin Tarantino

Απουσία



Τέσσερις τοίχοι, ένα δωμάτιο... κι εσύ να λείπεις

Να ξυπνώ κάθε μέρα σ` ένα στρώμα διπλό, να φτιάχνω καφέ για δυο κι εσύ να λείπεις

Να κάνω σχέδια για μας τους δυο, να ονειρεύομαι, μα να μη ζω κι εσύ να λείπεις

Βάφω τα πάντα σε χρώμα μουντό, μετρώ τις μέρες για να σε δω, μα εσύ πάντα λείπεις

Το καλοκαίρι μακρύ και ζεστό, το σπίτι άδειο και πνιγηρό, μου λείπεις

Κάθε γωνιά κι ένα κενό, κάθε ανάμνηση καρφί στο μυαλό κι εσύ να λείπεις

Χρόνια το ίδιο σκηνικό, όσα ζητώ βρίσκουν κενό... μου λείπεις