Ouch! That hurt!



Photo by xtremefusion

Εκτός που θυμώνω, στεναχωριέμαι κιόλας. Ειδικά όταν με βάζουν στο ίδιο καζάνι με τους άλλους. Κι όταν στις πλάτες μου φορτώνουν συμπεριφορές και τακτικές άλλων. Κι όταν πιάνονται από κάτι που θα πω, για να περάσουν τα δικά τους. Ε λοιπόν αυτό δε μ’ αρέσει και στάθηκε αφορμή για το σημερινό post.

Όταν εγώ γράφω για τα προβλήματα που αντιμετωπίζω στο σχολείο κι έρχεσαι εσύ και μου λες για τις απεργίες των εκπαιδευτικών, δε δείχνεις μπέσα. Όταν ανοίγω την καρδιά μου και γράφω τον πόνο μου κι εσύ με κρίνεις, πάλι δε δείχνεις μπέσα. Όταν το πρόβλημά μου είναι το Α κι εσύ το παρακάμπτεις και μου μιλάς για το Β, μια από τα ίδια κάνεις.

Εσύ που λες ότι απεργούμε μόνο για τα φράγκα και όχι για την απαξίωση των εκπαιδευτικών, εμένα δε με ξέρεις. Ένα post μου διάβασες, άντε δύο, ίσως τρία και βιάστηκες να με τσουβαλιάσεις. Και μου μιλάς εσύ για μπέσα; Και σε ρωτάω: Δε θες εσύ να αμείβονται καλά οι δάσκαλοι των παιδιών σου; Γιατί ρε φίλε; Τι ζόρι τραβάς; Και τι φταίμε στην τελική αν τα media προβάλουν μόνο τα οικονομικά αιτήματα των εκπαιδευτικών; Ήρθες ποτέ να δεις τις συνθήκες στα σχολεία της επαρχίας; Ξέρεις πόσα χρόνια δουλεύουμε ως αναπληρωτές και τρέχουμε σαν τους γύφτους από νομό σε νομό κάθε χρόνο; Που δε ριζώνουμε πουθενά; Που μέχρι να μάθουμε τα παιδιά και να βρούμε τα κουμπιά τους, μας παίρνουν και μας πάνε σ’ άλλο σχολείο; Που δεν ξέρουμε πού θα είμαστε του χρόνου; Πόσοι εκπαιδευτικοί ζούνε χώρια απ΄ την οικογένειά τους γιατί δεν μπόρεσαν να πάρουν συνυπηρέτηση με τον/τη σύζυγο;

Ξέρεις αν εγώ εργάζομαι σωστά κι αν είμαι ευσυνείδητη; Αν μ’ αγαπάνε οι μαθητές μου κι αν μ’ έχουν ως πρότυπο; Αν έχω αφήσει κάτι πίσω μου σε όσα σχολεία έχω δουλέψει; Με ρωτάς πόσα ξοδεύω σε βενζίνες και σέρβις για να μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά; Ξέρεις ότι για να πάρω μετάθεση στο νομό (και όχι στην πόλη μου) θα περάσουν ακόμα πόσα χρόνια; Ξέρεις τι είναι να δίνεις εξετάσεις στον ΑΣΕΠ κάθε 2 χρόνια, «επιτυχούσα αλλά μη διορισθείσα, better luck next time, try again please»;

Γιατί λοιπόν πιάνεσαι από ένα post για να μου την πεις; Και μιλάς εσύ μετά για μπέσα; Κι αν θες να μιλήσουμε για την απαξίωση των εκπαιδευτικών, να το κάνουμε. Μάθε όμως πρώτα ότι ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός και πάνω απ’ όλα μ’ έμαθε να σέβομαι τους δασκάλους μου, πράγμα που δε βλέπω να προσπαθούν να κάνουν οι σημερινοί γονείς. Τον έβλεπα πώς κόπιαζε ο ίδιος να μας κάνει σωστούς ανθρώπους. Και όσα χρόνια πήγαινα εγώ σχολείο, έχω να θυμάμαι δάσκαλους και καθηγητές που άξιζαν και το σεβασμό και το θαυμασμό μου. Και που μας αγαπούσαν και μας έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό. Αυτούς εγώ ήθελα να τους μοιάσω.

Ναι, φυσικά μέσα στους πολλούς καλούς πάντα υπάρχουν και μερικοί σκάρτοι, αλλά πάλι και σε ποιον κλάδο δεν υπάρχουν οι τεμπέληδες; Δεν άκουσα ποτέ όμως κανέναν να λέει για τους τεμπέληδες δημόσιους ή ιδιωτικούς υπαλλήλους. Μόνο με τους «άχρηστους» εκπαιδευτικούς τα ‘χουμε. Κολάμε σ’ αυτά τα ελάχιστα αρνητικά παραδείγματα και βάζουμε στον ίδιο ντορβά και τους υπόλοιπους, γιατί είναι πιο εύκολο να γενικεύουμε και να αποποιούμαστε των ευθυνών μας ως γονείς. Και στην τελική, αν κάνουμε την πιο εύκολη δουλειά του κόσμου, ας γινόσασταν όλοι καθηγητές και δάσκαλοι να περνάτε ζάχαρη, σας εμπόδισε κανείς;

Αλλά η δική σου μπέσα ρε φίλε σταματά στο να σχολιάζεις αν κάποιοι άντρες τιμάνε τα παντελόνια που φοράνε, αν οι λεφτάδες ρίχνουν γκόμενες πιο εύκολα κι αν οι εκπαιδευτικοί απεργούνε μόνο για τα φράγκα. Εντάξει τότε ρε αλητόβιε, μπέσα!



Στέλλα


Photo by p2ikezej2nku


Τη Στέλλα τη γνώρισα πριν λίγα χρόνια σε μια ουρά σ’ ένα γραφείο της Δευτεροβάθμιας. Ήμασταν κι οι δυο αναπληρώτριες τότε και στηνόμασταν κάθε χρόνο να υποβάλουμε δικαιολογητικά για την επόμενη σχολική χρονιά. Ως συμφοιτήτριες δεν είχαμε γνωριστεί, αλλά εκείνη με θυμόταν φυσιογνωμικά. Πιάσαμε την κουβέντα κι ανακαλύψαμε πως ήμασταν και γειτόνισσες. Είχαμε μετακομίσει πρόσφατα κι οι δυο εδώ, νιόπαντρες, περιχαρείς νοικοκυρές. Ετοιμαζόμασταν τότε να δώσουμε εξετάσεις για τον ΑΣΕΠ, γιατί αν περιμέναμε να διοριστούμε από την επετηρίδα... καήκαμε!

Την ξαναείδα την επόμενη χρονιά στην ίδια ουρά στο ίδιο γραφείο για τον ίδιο λόγο. Πάλι χαθήκαμε το καλοκαίρι, αλλά αυτή τη φορά είχαμε ανταλλάξει τουλάχιστον τηλέφωνα. Της τηλεφώνησα τέλη Αυγούστου να της ανακοινώσω τα ευχάριστα νέα του διορισμού μας. Τοποθετηθήκαμε κι οι δυο στην ίδια περιφέρεια και πήγαμε να ψάξουμε για σπίτι. Βρήκαμε δυο μικρές γκαρσονιέρες στην ίδια πολυκατοικία και τις κλείσαμε. Η Στέλλα είχε και συγγενείς εκεί, εγώ ήμουν μόνη. Δηλαδή όχι εντελώς μόνη, είχα τη Στέλλα. Μεγάλη ανακούφιση αυτό! Να ξέρεις ότι είναι δίπλα σου κάποιος γνωστός, ότι δεν είσαι ξένος σ΄ ένα ξένο μέρος, αλλά έχεις κάποιον να μιλήσεις αν σου τη βιδώσει, ένα άτομο να πεις δυο κουβέντες με τον καφέ να ξεχαστείς.

Δεν ήταν η ανάγκη που μας ένωσε όμως. Ήταν που η Στέλλα είναι άνθρωπος εγκάρδιος και ζεστός, πολύ καλοπροαίρετη με όλους, γελαστή και καλοσυνάτη. Πάντα με την καλη κουβέντα στο στόμα, ακόμα κι όταν η ίδια έχει προβλήματα. Δε θα σε «κρεμάσει» ποτέ, ούτε θα πει λόγια πίσω από την πλάτη σου. Αυτό που βλέπεις, αυτό είναι! Και την εκτιμώ πολύ γι αυτό και την αγαπάω. Περάσαμε και δεύτερη χρονιά παρέα στην ίδια πόλη. Μετά πήραμε κι οι δυο απόσπαση. Τώρα μένουμε σπίτια μας, σχεδόν απέναντι, αν βγω στο μπαλκόνι, βλέπω το δικό της. Δε χανόμαστε.

Η Στέλλα όμως που είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, έχει ένα ιστορικό. Πριν λίγα χρόνια έκανε αφαίρεση ωοθήκης λόγω κακοήθειας. Μήνες μετά εγχειρίστηκε και πάλι. Από τότε προσπαθεί να κάνει παιδί με εξωσωματική κι όλο κάτι στραβώνει. Έχει παιδευτεί πολύ. Πριν τρεις βδομάδες έκανε επιτέλους την πολυπόθητη εμβρυομεταφορά. Έμεινε σπίτι με αναρρωτική και περίμενε να περάσουν λίγες μέρες μέχρι να κάνει τεστ κύησης. Της είχαν εμφυτεύσει τρία ωάρια. Τρία μικρά αστεράκια που έπαιρναν ζωή απ’ αυτήν και μεγάλωναν μέσα της. Ευχόμουν να προχωρήσουν και τα τρία γιατί ήξερα πόσο πολύ ήθελε τρίδυμα. «Μια κι έξω» όπως λέει κι εκείνη.

Την προηγούμενη Δευτέρα είχα ένα τηλεφώνημα από τη Στέλλα. Ακουγόταν μια χαρά και περίμενα να μου πει ότι όλα πήγαν καλά. Αντί γι αυτό μου είπε ότι η εξωσωματική απέτυχε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τόσος κόπος, τόσα έξοδα και τόσες ελπίδες πήγαν χαμένα. Πώς μπόρεσε και το πήρε τόσο ψύχραιμα; Πώς κατάφερε να είναι τόσο δυνατή;

Στελλίτσα μου, αν σε μια γυναίκα αξίζει περισσότερο να κάνει παιδιά, αυτή είσαι εσύ. Σου εύχομαι μέσα απ’ την καρδιά μου να τα καταφέρεις και του χρόνου στη γιορτή σου να σου φέρνουμε δώρο μωρουδιακά. Χρόνια πολλά και καλά. Κράτα γερά, με τσαμπουκά!

Φιλιά, Jo.


Διαχείριση θυμού

Photo by wolfskin



Θυμώνω...
όταν υποτιμούν τη νοημοσύνη μου
όταν δε με σέβονται ενώ το αξίζω
όταν πληγώνουν την αξιοπρέπειά μου
όταν ακυρώνουν όλους τους κόπους μου
όταν με υποβιβάζουν
όταν δε με αφουγκράζονται
όταν βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα

Τότε...
ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μου και δεν μπορώ να σκεφτώ λογικά
λέω λόγια που δεν πρέπει και μετανιώνω μετά
γυρνώ σπίτι κουρασμένη ψυχικά κι αναρωτιέμαι αν αξίζει να προσπαθώ

Σήμερα νόμιζα πως θα πάθω εγκεφαλικό.
Τελικά δεν αξίζει να προσπαθώ.
Για τίποτα και για κανέναν.

Surreal



Η nosyparker χτένισε τα μουστάκια της, φόρεσε τα μυωπικά γυαλιά της και τις καινούριες μπότες της, κούνησε την ουρά της και ξεκίνησε να συναντήσει την homeless montresor. H montresor ήταν ακόμα αναψοκοκκινισμένη από τον πυρετό της ορκομωσίας της και φλυαρούσε ασταμάτητα με λεπτομέρειες για το καινούριο της συνολάκι, τις φωτογραφίες, την ανθοδέσμη και το μαλλί κομμωτηρίου. Μπήκαν στο αμάξι και κατέβηκαν στην πόλη. Η βραδιά ήταν πολλά υποσχόμενη.

Το στέκι γνωστό. Ο nada τους περίμενε πίσω από το stand του dj και τις υποδέχτηκε με δυο φιλιά. Ματς μουτς - κι εμείς σ’ αγαπάμε, αλλά δεν κάνουμε κι έτσι! Η nosyparker άρχισε πάλι τη γνωστή της γκρίνια (δεν της είχε πετύχει η μιζανπλί) μόνο και μόνο για να τον βλέπει να αντιδρά και δήθεν να εκνευρίζεται. Ακόμα της χρωστάς εκείνο το cd και δεν την ξεχνάει την ποδηλατάδα και το γλυκόξινο Κινέζικο που της υποσχέθηκες. Και πού είναι οι θέσεις που υποτίθεται ότι τους κράτησες; Άλλη φορά θα πηγαίνουνε σε άλλο μαγαζί για μπύρες. Εδώ επεμβαίνει η montresor, η οποία είχε ήδη κάνει γνωριμία με ψηλό αδύνατο νεαρό (μα πότε πρόλαβε;) ο οποίος δυστυχώς συνοδευόταν. Φτου!

Δεν είχανε ακόμα προλάβει να καθήσουν, όταν στο μπαρ μπήκανε «οι άλλοι». Μπροστά τραβούσε ο vita mi barouak, ψάχνοντας επί ματαίω ν’ αναγνωρίσει μια γατούλα μες το πλήθος. Κι αυτός ο απερίσκεπτος μπήκε ανφάς και όχι προφίλ, και τους μπέρδεψε η μύτη του. Ευτυχώς η γατούλα είδε την candyblue και πάτησε ένα νιαρ κουνώντας το μαντήλι. Η candy όμως τους ξεγέλασε. Τους είχε πει πως είναι μπλε και μελαγχολική, μα φαίνεται πως ο θαλασσινός αέρας της κινηματογραφούπολης της έκανε τόσο καλό που της άλλαξε τη διάθεση. Από τη συγκίνηση (και τη δηλητηρίαση) ξέχασε να φέρει μαζί της το κολλάζ που είχε πει πως θα κρατά για να την αναγνωρίσουνε. Πάλι καλά που ήτανε μαζί κι ο dr Uqbar. Αλλά κι αυτός ήρθε χωρίς τα ροζ γυαλιά και χωρίς την πανοπλία του. Ευτυχώς έφερε μαζί το φαρδύ του χαμόγελο και την καλή καρδιά του. Μαζί τους κι ο horexakias ήρθε πολύ ορεξάτος γι αυτό και τον στρίμωξαν σε μια γωνία μπας και του κόψουνε λιγάκι τη φόρα.

Η ομάδα «πετούσε» υπό τις μουσικές επιλογές του nada, με ιστορίες για το μουστάκι του Νταλί, γατίσια γέλια, μπύρες, ουίσκυ και σφηνάκια τεκίλας. Αδίκως το περίεργο γατί προσπαθούσε να εκμαιεύσει λεπτομέρειες σχετικά με τον έρωτα του vita mi barouak και της σουπιάς, εκείνος έκανε την πάπια. Για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ο horexakias έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή κι άρχισε ν’ απαθανατίζει κι όποιον πάρει ο Χάρος! Παρόλο που η montresor ήταν εκεί, δεν πήρε φωτιά κανένα κτίριο, δεν έσπασαν ποτήρια, δεν έπεσε κανείς από τις σκάλες ούτε και κλειδώθηκε στην τουαλέτα μη μπορώντας να βγει. Περίεργο! Λες και σ’ όλα υπήρχε μια θετική αύρα.

Όμως όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν και η παρέα έπρεπε ν’ αποχωριστεί. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του - ή καλύτερα στο blog του. Θα τα λένε μέσα από τις ιστορίες τους στο εξής.

Καλή αντάμωση και πάλι.



Θλιβερά υποκατάστατα

Photo by snul


Σάββατο βράδυ. Ετοιμάζεται για έξω. Κόκκινο φόρεμα μοχέρ, αίσθηση απαλή που σε προκαλεί να το αγγίξεις. Κόκκινο κραγιόν, κόκκινα νύχια. Μαύρο δερμάτινο, μπούκλες ξανθές ατημέλητες, τακούνια που καρφώνουν την άσφαλτο.

Θα πιει παρέα με κάποιον άλλον απόψε, ενώ η σκέψη της θα ταξιδεύει σε σένα. Θα χαμογελά νωχελικά και φιλάρεσκα, θα σταυρώνει τα πόδια προκλητικά και θα τον αγγίζει τυχαία, θα του αφήνει κάποιο ίχνος αρώματος καθώς θα σκύβει να του μιλήσει μέσα στο θόρυβο του μπαρ, μα το μυαλό της θα ‘ναι πάντα κάπου αλλού. Θα προσπαθεί να ξεγελάσει τη μοναξιά της, να διασκεδάσει τους φόβους της και να καθησυχάσει την αγωνία που τη στοιχειώνει τα βράδια.

Η καρδιά... η καρδιά... η καρδιά... κάθε χτύπος της μια ανάσα σου, εκεί που βρίσκεσαι να την πνίγει, κάθε σφυγμός μια γροθιά στο στομάχι να την πονά, κάθε σου θύμηση καρφί στο μυαλό να σε αναζητά.

Το κορμί... το κορμί... το κορμί... κάθε του ρίγος μια μαχαιριά να σε σκίζει, κάθε του άγγιγμα ηλεκτροσόκ να την τινάζει και να ξυπνά. Κοιμάσαι μόνος απόψε; Άραγε την αναζητάς;

Το μυαλό... το μυαλό... το μυαλό... κάνε να σταματήσει να σκέφτεται, να μην πονά, να μη ζητά, να μην κλαίει. Κάθε σου σκέψη ένα μαρτύριο, μακριά σου δε ζει, μα ντρέπεσαι να το παραδεχτεί.

Πόσο πιο εύκολα θα ήταν να μπορεί να πει όλα όσα σκέφτεται! Χωρίς λόγια, μόνο με μια ματιά, με το κορμί και τα φιλιά να τα λένε καλύτερα. Ν’ ανοίξεις τα χέρια και να καταπιείς το είναι της και να μην την αφήσεις να φύγει ποτέ. Να είσαι εκείνη και να είναι εσύ. Ένα σώμα, ένας νους, μια πνοή, μια σκέψη.

Κι όμως απόψε δεν είσαι εδώ. Κι εκείνη θα κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον άλλον, που δε θα θέλει να θυμάται το πρωί. Υποκατάστατα δικά σου, οικτρά και θλιβερά, που κάνουν τη δουλειά για ένα βράδυ μόνο και αφήνουν πίσω τους μια δυσωδία φοβερή και μια πνιγηρή αναγούλα.

Σώσε την επιτέλους απ΄αυτό το μαρτύριο. Έλα και μείνε. Ζητάει πολλά;


Μουσικές δονήσεις

Photo by xemotearzx




Μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για έναν άνθρωπο από μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες; Είμαστε τόσο προβλέψιμοι τελικά; Από το τι διαβάζουμε, τι μουσική ακούμε, τι ρούχα φοράμε, τι ταινίες βλέπουμε; Από το πώς κινούμαστε, πώς τρώμε, πώς χαμογελάμε, πώς κοιτάμε; Είναι αυτές οι μικρές δονήσεις που λαμβάνουμε αρκετές για να μας πούνε αν κάποιος μας ταιριάζει, αν είναι συμβατός μ’ εμάς; Ή ζω μια πλάνη;

Πιάνω τον εαυτό μου μερικές φορές να σκέφτεται άτομα που μου μίλησαν για μουσική, που μου χάρισαν ένα τραγούδι, που μου πρότειναν ν’ ακούσω κάποιο άλλο, που μου τραγούδησαν ψιθυριστά στ’ αυτί κι αναρωτιέμαι… είναι η μουσική αυτό που μας ενώνει; Δείχνει άραγε ευαισθησίες και βγάζει στην επιφάνεια τρυφερές χορδές; Ή ζω μια πλάνη;

Τελευταία ακούω ξανά και ξανά τα ίδια τραγούδια, προσπαθώντας να νιώσω και πάλι όπως την πρώτη φορά που τα άκουσα, να μου γεννήσουν το ίδιο συναίσθημα, να προκαλέσουν την ίδια ανατριχίλα. Συχνά το καταφέρνω. Δεν ξέρω αν υποσυνείδητα έχω γίνει εξαιρετικά ευσυγκίνητη ή αν απλά φταίνε οι ορμόνες που με κάνουν εύκολα να δακρύζω ή ν’ ανατριχιάζω μ΄ ένα στίχο. Ξέρω όμως πως πολλές φορές τα λόγια είναι περιττά. Όχι γιατί δεν έχουμε κάτι να πούμε, αλλά γιατί πολύ απλά κάποιος άλλος το έχει γράψει ή το έχει τραγουδήσει πριν από μας για μας.

Κάτι τέτοιες ώρες λοιπόν, στη χαρά, στη λύπη… αρχίζουμε να σιγοτραγουδάμε, παρέα ή μόνοι… το μουσικό ημερολόγιο της ζωής μας, γλυκόπικρο κι αγαπημένο…

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Photo by soulstorm1106


Ρολόγια. Τα μισούσε με πάθος.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Έτρεχε για ακόμη μια φορά κυνηγημένος από τον χρόνο που δεν έλεγε να σταματήσει να κυλάει.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Μια ωρολογιακή βόμβα είχε οπλιστεί μέσα στο κεφάλι του.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Κάθε λέξη, κάθε κίνηση, κάθε ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, είναι ένα δευτερόλεπτο λιγότερο. Ένα δευτερόλεπτο που ίσως θα έπρεπε να έχει αξιοποιήσει διαφορετικά.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Γνωρίστηκαν παλιά μα ανακάλυψαν ο ένας τον άλλο χρόνια αργότερα, τυχαία ένα βράδυ. Ήταν υπέροχοι μαζί. Το είδαν και οι δύο κατευθείαν. Μια ζωή έψαχναν ο ένας τον άλλο και τώρα επιτέλους είχαν βρεθεί. Μα αυτοί οι τόσο ίδιοι άνθρωποι, ήταν καταραμένοι να μην ευτυχίσουν. Ζούσανε σε διαφορετικούς κόσμους. Έμεναν τόσο μακριά που οι περισσότεροι δε θα το σκέφτονταν καν. Και όμως εκείνη πήρε την απόφαση να ανέβει να τον δει. Για μία και μοναδική φορά. Μετά, έτσι απλά, θα έφευγε. Τρεις μέρες θα καθότανε. Άντε. Πήρε και άλλη μία μέρα παράταση. Τέσσερις.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Τέσσερις μέρες. Τι να προλάβει να πει και τι να προφτάσει να κάνει; Πόσο βαθειά να μπει μέσα στο μυαλό ενός άλλου ανθρώπου; Πόσο διάπλατα να της ανοίξει την καρδιά του; Του άρεσε να προχωράει αργά μα τώρα αυτά ήταν πολυτέλειες που δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του. Τέσσερις μέρες. Πάρτε τες και φροντίστε να χωρέσετε μέσα μια ολόκληρη ζωή. Μιλήστε, εκφραστείτε, επικοινωνήστε, διασκεδάστε, βγείτε για ποτό, καθίστε μέσα οι δυο σας. Ερωτευτήκατε; Φιληθείτε, ζήστε το μεγαλείο της αγκαλιάς, κάντε έρωτα. Πώς; Η πρώτη φορά ήταν αγχωμένη και δεν προλάβατε να της δείξετε τι αισθάνεστε; Κρίμα. Δεν έχετε χρόνο για δεύτερη... Τώρα πρέπει να αγαπηθείτε, και μετά να βγάλετε από μέσα σας τα πιο όμορφα παραμύθια. Ανοίξτε τα χείλη, που τόσο γλυκά φίλησε πριν από λίγο, για να ψιθυρίσετε τα παραμύθια σας στα αυτιά της και μετά ανοίξτε διάπλατα τα μάτια σας για να απολαύσετε το χαμόγελο που θα σας χαρίσει. Μα πριν προλάβετε να ανοίξετε τα βλέφαρά σας για να την κοιτάξετε θα τα έχει ήδη φιλήσει πικρά, το ένα μετά το άλλο. Και αυτό σημαίνει χωρισμός. Αυτό σημαίνει ότι οι μέρες πέρασαν. Αυτό σημαίνει τέλος.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…


Τέσσερις μέρες. Πέρασαν και δεν είχαν προλάβει να αρχίσουν καν. Οι ομορφότερες πρώτες μέρες που είχε ζήσει έμελλε να είναι ταυτόχρονα οι ομορφότερες τελευταίες. Αμέτρητες εμπειρίες, χαρά γέλια, ευτυχία. Τα πάντα ήταν υπέροχα. Για τέσσερις μέρες χάθηκε από τον κόσμο. Για τέσσερις μέρες ο κόσμος του έγινε αυτή. Μα οι ώρες περνούν σαν σφαίρες σε τέτοιες περιπτώσεις. Γρήγορα, αμείλικτα και κάθε μία αφήνει πίσω της μια ουλή που δεν φεύγει ποτέ. Χαμογέλασε πικρά καθώς σκέφτονταν ότι ο κόσμος ονόμαζε αυτές τις ουλές αναμνήσεις. Όλοι είναι σημαδεμένοι με άπειρες από αυτές, μα μερικές είναι τόσο δυνατές που σου αλλάζουν τη ζωή. Και οι δικές τους είχανε πλέον αλλάξει. Μα τώρα πάνω από τα κεφάλια τους, υπήρχε μία επιβλητική ταμπέλα. Ο.Σ.Ε. Και το τρένο θα εγκατέλειπε το σταθμό σε λίγο. Μαζί με τον κόσμο του. Κάπου βαθειά μέσα του ήθελε να ελπίζει ότι θα ξαναερχότανε να τον δει. Ότι θα μπορούσαν να είναι κανονικά μαζί σαν να μην υπήρχαν τα καταραμένα χιλιόμετρα. Ότι θα ξαναμηδενιζότανε το καταραμένο χρονόμετρο.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Τα ψηφία του ρολογιού στο σταθμό είναι κόκκινα. Αίμα.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Ρολόγια. Τα μισούσε με πάθος. Τούτο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή του.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

12:39

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

"Αντίο"






Το κείμενο έγραψε ένα γειτονάκι


Ένας φίλος...

... ήρθε απόψε απ’ τα παλιά.
Photo by s_photography

Είναι καλός μου σύμβουλος κι αυστηρός κριτής μου, αν και μερικές φορές τον μισώ για τις αλήθειες που μου λέει. Σαν καταλαγιάσει ο θυμός μου αναρωτιέμαι τι θα ‘κανα αν δεν είχα κι αυτόν να με ταρακουνάει.

Θυμάμαι τον προ-περασμένο χειμώνα που περάσαμε την Πρωτοχρονιά μαζί. Ήταν να μείνω 3-4 μέρες αλλά περνούσα τόσο καλά και αποφάσισα να παρατείνω τη διαμονή μου για λίγο. Δεν ήθελα να περάσουν οι διακοπές, μέσα μου όμως είχα ένα άγχος, μια τάση φυγής και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Ίσως φοβόμουν μην τον συνηθίσω και θελήσω να μείνω για πάντα.

Στη ζωή γνωρίζουμε ελάχιστα άτομα που μας σημαδεύουν. Κρατάμε μέσα μας μικρές στιγμές, τις κλειδώνουμε στο συρτάρι με τις αναμνήσεις και τ΄ανοίγουμε συχνά-πυκνά αναπολώντας, προσπαθώντας ν΄αδράξουμε μυρωδιές, αγγίγματα, βλέμματα και λόγια. Κι ας πονάμε.


Γαμώτο, γιατί να είσαι μακριά; Μην ξεχνάς, μου χρωστάς ένα ταξίδι στη Ρώμη!


U will survive

Όταν νομίζεις ότι όλα σου πάνε στραβά....



... θυμήσου, έχει και χειρότερα.


Αφιερωμένο στην alkyoni για να χαμογελάσει.


Είναι ωραία η θέα απ’ το ράφι;

Photo by charbee


Σάββατο πρωί κατέβηκα στο κέντρο για κάτι δουλειές. Στις 12:30 είχα τελειώσει, αλλά δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι κι άρχισα τα τηλέφωνα. Πέρασα από ένα καφέ όπου δουλεύει μια φίλη και όσο τα λέγαμε περίμενα τρεις άλλες. Τις δυο είχα να τις δω πάνω από ένα χρόνο, ήμασταν συμφοιτήτριες πολλά χρόνια πριν, αλλά έχουμε κρατήσει επαφή, μόνο που δε βρισκόμαστε συχνά. Με την άλλη δουλέψαμε μαζί ένα χρόνο κι από τότε κάνουμε παρέα.

Οι δυο πρώτες με εκπλήσουν δυσάρεστα κάθε φορά που τις συναντώ. Έχουν γεράσει και στο κορμί και στην ψυχή. Ο συντηρητισμός σε όλο του το μεγαλείο! Ανέραστες εδώ και χρόνια, σχολιάζουν την κάθε βολεμένη κυρά-Κατίνα επειδή έχει παντρευτεί κι έκανε δυο κουτσούβελα, αλλά βαθειά μέσα τους τη ζηλεύουν γιατί κοιμάται δίπλα σ’ έναν άντρα τα βράδια. Κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα τ΄απογεύματα για να μπορούν να πληρώνουν τ΄ακριβά συνολάκια τους και να τρέχουν στα ινστιτούτα και στα κομμωτήρια για ρεκτιφιέ μπας και γυρίσει κανείς να τις κοιτάξει. Και ψάχνουν γαμπρούς νέους, ωραίους, με ακαδημαϊκή μόρφωση, με σπίτι, ακριβό αυτοκίνητο, καλή δουλειά και παχυλό τραπεζικό λογαριασμό. Και δεν κάνουν εκπτώσεις. Κι έχουν πάντα ένα άγχος στο βλέμμα, να προλάβουν.... Τι να προλάβουν άραγε; Να ζήσουν; Πώς; Αναζητώντας τον πρίγκηπα του παραμυθιού; Μη χέσω!

Η άλλη είναι κάπως πιο νορμάλ. Και πιο εμφανίσιμη. Είδε κι απόειδε όμως κι αυτή ότι χαΐρι από άντρα δε θα βρει κι αποφάσισε ν’ αγοράσει σπίτι μόνη της. Πήρε ένα δάνειο κι έχει ξεσκιστεί στα ιδιαίτερα για να μπορεί ν’ αναταπεξέλθει. Η τελευταία σχέση που είχε ήταν στα 26 της κι από τότε δεν έχει ξανακάνει τίποτα με κανέναν. Κι αν τύχει και την ενδιαφέρει κάποιος, είναι τόσο μπλοκαρισμένη, που δεν τολμά να το δείξει. Της δένεται η γλώσσα κόμπος λέμε! Αλλά συχνάζει στα πιο σικ καφέ - ξέρετε, εκεί που πάει ο «καλός ο κόσμος» - και ψωνίζει μόνο φίρμες.

Και οι τρεις βγαίνουν τα βράδια με γυναικοπαρέες στις οποίες δε με καλούν ποτέ και υποτίθεται ότι περνούν ωραία. «Εσύ δεν έχεις ανάγκη» μου λένε συχνά. Λες κι εγώ δεν ξέρω από μοναξιά ή λες και όλα στη ζωή μου ήρθαν εύκολα. Ξεχνάνε όμως...

Κι αναρωτιέμαι: Πού είναι η μαγκιά σας ρε; Σας έχει πάρει τελείως από κάτω; Πώς περιμένετε να σας πλησιάσει κάποιος έτσι; Τολμήσατε ποτέ να δείξετε εσείς πρώτες ενδιαφέρον; Ρίξατε ποτέ τις άμυνες κι αφήσατε κάποιον να σας γνωρίσει; Ή του το παίζετε απελευθερωμένες και δήθεν ανεξάρτητες με στυλάκι «δεν έχω ανάγκη κανέναν»; Έχουμε ξεχάσει ακόμα και να φλερτάρουμε μου φαίνεται. Γιατί να σε πλησιάσει ο άλλος όταν έχεις ύφος 15 καρδιναλλίων και για να σκάσεις χαμόγελο πρέπει να σε γαργαλήσουν;

Θέλει μαγκιά, αγάπη μου καλή, πώς περιμένεις να ζήσεις αν δεν τολμήσεις; Κάτσε τότε και περίμενε. Κότα!



Μια δεύτερη ευκαιρία

Photo by TTr2

Πάντα πίστευα πως όλοι μας αξίζουμε μια δεύτερη ευκαιρία.
Είναι όμως κάποιοι που δεν αξίζουν ούτε μισή.



Τι μ’ έπιασε τώρα ξαφνικά θα μου πεις...
Έχεις χρόνο; Άναψε τσιγάρο και κάτσε. Θα σου πω μια ιστορία.

Η φίλη μου η Κ. γνώρισε τον Γ. πριν ενάμιση χρόνο μέσω κάποιου φίλου. Είχε ένα νταραβέρι τότε με το φίλο του τον Π. Έμενε σε άλλη πόλη, αλλά πήγαινε να τον δει όσο πιο συχνά μπορούσε και σε μια βόλτα για καφέ με την παρέα ήρθε κι αυτός. Κάθησε απέναντί της και της είπε ότι είχε ακούσει πολλά για κείνη και ήθελε να τη γνωρίσει. Ωραίο παιδί, ψηλό μελαχροινό, γεροδεμένο, είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες. Φορούσανε κι οι δυο γυαλιά ηλίου και αποφεύγανε τα πολλά πολλά από φόβο μην καρφωθούνε. Της άρεσε πολύ αλλά κρατούσε τους τύπους, εξάλλου υποτίθεται ότι ήταν με το φίλο του και γι αυτόν είχε πάει. Στις τρεις μέρες που έμεινε προσπάθησε να βρει ευκαιρία να τον ξαναδεί, το ίδιο κι εκείνος. Ο Π. ίσως κατάλαβε τη χημεία που υπήρξε μεταξύ της Κ. και του Γ. και το απέφυγε διακριτικά. Όμως η μια φορά που βρεθήκανε ήταν αρκετή για να ξεκινήσει κάτι.

Από τότε επικοινωνούσανε αρχικά με e-mail, μετά με τηλέφωνα και τα βράδια μιλούσανε στο msn. Στο φιλικό πάντα, καθώς εκείνη ήταν ακόμα με τον Π. Κάποια στιγμή εκείνος τη φλέρταρε ανοιχτά, η Κ. δίσταζε ν΄ανοιχτεί, την προβλημάτιζε η φιλία των δύο αντρών και δεν ήθελε να φερθεί σκάρτα. Όμως εκείνος με τον τρόπο του μπήκε ανάμεσά τους και τους απομάκρυνε. Δεν του το συγχώρησε τότε, το θέωρησε ανέντιμο εκ μέρους του, θα προτιμούσε να το είχε τελειώσει η ίδια, αλλά χρειαζόταν λίγο χρόνο ακόμα. Το καλοκαίρι που ακολούθησε δεν επικοινώνησε με κανέναν απ’ τους δυο. Ήθελε να κρατήσει απόσταση και να ηρεμήσει.

Πέρασαν λίγοι μήνες και ξαφνικά ο Γ. ξανάδωσε σημεία ζωής. Το πρώτο πράγμα που τη ρώτησε ήταν αν επικοινωνούσε ακόμα με τον Π. Ήθελε να ξέρει αν είχαν τελειώσει οριστικά. Του είπε πως ναι κι εκείνος άρχισε πλέον να τη διεκδικεί ανοιχτά. Ακολούθησε ένα διάστημα που την πολιορκούσε τόσο στενά που δεν της άφηνε περιθώρια ν’ αμφιβάλλει γι αυτόν. Πήγε τη βρήκε ένα τριήμερο και μετά κι άλλο κι άλλο κι άλλο.... Δε φαινόταν να ταιριάζουν και πολύ, αλλά υπήρχε μεγάλο πάθος που τα σκίαζε όλα. Η Κ. ήταν πολύ επιφυλακτική λόγω των καταστάσεων και κυρίως του νεαρότερου της ηλικίας του. Συν το ότι δεν είχε δώσει τα καλύτερα δείγματα στο παρελθόν. Προχώρησαν έτσι για λίγο καιρό, με την απόσταση να στέκεται εμπόδιο ανάμεσά τους. Της έταξε πολλά κι όσο κι αν δεν ήθελε να τα πιστέψει, είναι γλυκό να σου λένε όλα όσα θες ν΄ακούσεις. Στο κάτω κάτω δεν άξιζε να την ερωτευτούν; Γιατί της φαινόταν τόσο περίεργο που παθιαζόταν μαζί της; Λίγη υπομονή μονάχα της ζητούσε μέχρι να μπορέσει να πάρει μετάθεση στην πόλη της και να ζήσουνε μαζί.

Αυτό το «μαζί» από την αρχή την τρόμαξε. Όμως πώς θα γινόταν αλλιώς; Εκείνος θα έκανε την υπέρβαση να έρθει για χάρη της σε μια ξένη πόλη, μακριά από φίλους κι οικογένεια κι εκείνη δε θα δεχόταν να μείνει σπίτι της; Αχαριστία της φαινόταν. Κι έτσι σιγά σιγά άρχιζε να συνηθίσει την ιδέα της συμβίωσης μαζί του. Κι έτσι έφτασαν στις αρχές του επόμενου καλοκαιριού, αλλά τα πράγματα μεταξύ τους δεν ήταν ευοίωνα. Αυτός είχε προβλήματα κι εκείνη δεν έδειχνε τη δέουσα κατανόηση. Αλλά της έλειπε πολύ και δεν άντεχε μακριά του. Όσο δεν ήταν μαζί, τρελαινόταν με την απουσία του κι όταν ερχόταν ήταν σαν το σκύλο με τη γάτα. Τη ζήλευε πολύ κι ας μην έδινε εκείνη καθόλου δικαιώματα. Της το ‘βγαζε ξινό αν φορούσε κάτι προκλητικό και της χαλούσε τη διάθεση. Δεν την άντεχε την καταπίεση, δεν είχε συνηθίσει έτσι. Προσπαθούσε να τον καταλάβει, περνούσε δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις με προβλήματα υγείας και τον δικαιολογούσε που ξεσπούσε πάνω της καμιά φορά. Όμως κι εκείνη ήταν άνθρωπος και η υπομονή έχει και τα όριά της. Δεν ήταν δυνατόν να είναι όλα μονόπλευρα και να μην την υπολογίζει. Μια μέρα πάνω στα νεύρα της τον έβρισε. Δεν το εννοούσε, δεν ήταν το στυλ της να βωμολοχεί, απλά της ξέφυγε. Του ζήτησε συγνώμη. Ο Γ. στάθηκε ανένδοτος, μετά απ’ αυτό δεν θέλησε να της ξαναμιλήσει.

Η Κ. μετάνιωσε πικρά για τα λόγια που του είπε, δε φανταζόταν ότι θα το έπαιρνε τόσο βαριά. Από τη στεναχώρια έπαθε νεύρωση στομάχου και χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο δυο φορές. Του τηλεφωνούσε κι εκείνος αρνιόταν πεισματικά να το σηκώσει. Δεν της άξιζε κάτι τέτοιο, στο κάτω κάτω δεν την ήξερε καθόλου; Γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει και να τη συγχωρήσει; Έκλαψε πολύ μα σιγά σιγά άρχισε να το ξεπερνάει. Το καλοκαίρι της ήταν δύσκολο. Σκεφτόταν ότι κανονικά θα ‘πρεπε να ‘ναι μαζί, να κάνουν τις διακοπές τους στην Άνδρο, εκείνος πήγαινε κάθε χρόνο, ήταν το αγαπημένο του νησί. Κάτι φίλες της είχαν προτείνει να πάει μαζί τους για να μην είναι μόνη, αλλά σκεφτόταν ότι δε θα ήταν καλή παρέα και απέρριψε όλες τις προτάσεις. Κλείστηκε στο σπίτι σαν να τιμωρούσε τον εαυτό της.

Τον Σεπτέμβριο ένα βράδυ που είχε βγει να διασκεδάσει, ο Γ. της έστειλε ένα sms. Έχασε το χρώμα της και αναπήδησε η καρδιά της. Ρωτούσε τι κάνει, πού είναι κι αν της είχε λείψει. Ήθελε σαν τρελή ν΄απαντήσει όμως ο εγωισμός δεν την άφησε. Αυτός την είχε ξεκόψει και την είχε ξεγράψει 3 ολόκληρους μήνες χωρίς να δίνει σημεία ζωής, την έβγαλε από τη ζωή του σαν να την τιμωρούσε και τώρα ξαφνικά τη θυμήθηκε σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα; Ήταν τόσο πληγωμένη, σχεδόν οργισμένη που υποσχέθηκε να μην απαντήσει.Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι από το κλάμα. Τα μηνύματά του συνέχισαν για μια βδομάδα. Κάποια στιγμή δεν άντεξε και του απάντησε, ψυχρά, σχεδόν με κακία. Αυτός τότε μαλάκωσε, της τηλεφώνησε κι εκείνη τα ξέχασε όλα με μιας. Με το που άκουσε τη φωνή του, οι άμυνες κι οι αντιστάσεις πέσανε, ήταν εκεί στην άλλη άκρη της γραμμής σαν να μην είχε περάσει μια μέρα. Και της μιλούσε γλυκά, της εξηγούσε και της ζητούσε να τον δεχτεί πίσω. Την παρακαλούσε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία.

Αρχίσανε λοιπόν πάλι απ’ την αρχή, μόνο που τώρα ο Γ. ήξερε ότι μετάθεση στην πόλη της δε θα έπαιρνε άμεσα, το είχε χάσει αυτό το τρένο. Εκείνη δεν μπορούσε να μετακομίσει στη δική του πόλη, όχι έτσι τουλάχιστον, πριν δούνε πώς θα προχωρήσει η σχέση τους. Αισθήματα υπήρχαν, αλλά υπήρχε κι η απόσταση. Αναρωτιόταν λοιπόν η Κ. γιατί ξαναήρθε σ΄επαφή μαζί της, γιατί έριξε τον εγωισμό του και της τηλεφώνησε. «Γιατί είμαι μπουνταλάς και σ΄αγαπάω» της έλεγε. Τα λόγια του τη γαλήνευαν και μαλάκωνε. Του συγχωρούσε πολλά. Όμως πάλι η σχέση τους ήταν μισή. Τρένα, σταθμοί, ξενοδοχεία, τηλεφωνήματα που τα διέκοπταν συνέχεια, αναφιλητά στο μαξιλάρι τα βράδια, καλημέρες-καληνύχτες με sms, «ζωή μισή δε θέλω πια να ζω». Και συν τοις άλλοις συχνά δεν μπορούσε να τον βρει ούτε στο κινητό. Υποπτευόταν πως εκείνος μπορεί να είχε βρει άλλη, αλλά πάλι αν ήταν έτσι τα πράγματα γιατί της είχε ζητήσει να τα ξαναβρούνε; Κι αν είχε άλλη γιατί τα Σαββατόβραδα ήταν συνήθως σπίτι; Δεν έβγαινε ούτε τις καθημερινές, ή στη δουλειά θα ήταν ή στο σπίτι. Εξάλλου ο Γ. της έδειχνε καθαρά ότι τη ζήλευε και φοβόταν μην τη χάσει. Έτσι σιγά σιγά της έφυγε η ανησυχία. Μέχρι που ξαφνικά εκείνος άρχισε να δείχνει αδιαφορία. «Είχε συνέχεια δουλειές» Τα δυο τηλέφωνα τη μέρα έγιναν ένα στις τρεις, τα sms σιγά σιγά κόπηκαν, μέχρι που περνούσε ολόκληρο Σαββατοκύριακο χωρίς να επικοινωνήσουν καθόλου. Η Κ. κρατιόταν να μη τον πάρει από πείσμα για να δει πότε θα τη θυμηθεί. Μάλλον έψαχνε την αφορμή. Και δεν άργησε να έρθει.

Τις τρεις τελευταίες μέρες εκείνη ήταν στο κρεβάτι με ίωση. Του είχε στείλει μήνυμα την Παρασκευή πως δεν ήταν καλά και περίμενε να την πάρει να τα πούνε. Κυριακή βράδυ και τίποτα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Δεν άντεξε άλλο, σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του. Της είπε ότι είχε πολλή δουλειά το Σαββατοκύριακο (πάλι) και δεν είχε χρόνο να την πάρει. Μα καλά, ούτε δυο λεπτά να δει τι κάνει; Ούτε ένα sms της παρηγοριάς να της πει περαστικά; Άρρωστη και μόνη στο σπίτι κι εκείνος άφαντος. Δεν άκουγε πια τι της έλεγε, είχε φουντώσει από θυμό. Δηλαδή για ηλίθια την περνούσε; Έσφιξε τα δόντια και του είπε: «Μη με ξαναπάρεις, σε παρακαλώ, αφού δεν είμαι προτεραιότητα στη ζωή σου» Δεν περίμενε καν ν΄ακούσει τις δικαιολογίες του. Δε θα του αφιέρωνε ούτε λεπτό πια απ’ το χρόνο της.

.


Έχει 5 μήνες να τον δει, αλλά ακόμα τριγυρίζει στη σκέψη της.

Μίλα του

Photo by kphil



Θα ‘θελα να μπορούσα να σου μιλήσω ανοιχτά. Δηλαδή μπορώ, αλλά δεν θα το κάνω. Σκόπιμα. Ίσως γιατί βαθειά μέσα μου ξέρω το γιατί.

Δε μου αρέσει να κρύβομαι κι ούτε φοβάμαι να εκδηλώσω τα αισθήματά μου. Μια ολόκληρη ζωή άνοιγα τα χαρτιά μου, δεν κρατούσα τίποτα για μένα κι ας μετάνιωνα μετά. Πάντα πίστευα πως μόνο έτσι βγαίνω κερδισμένη, με το να λέω αυτά που σκέφτομαι, με το να δείχνω αυτά που αισθάνομαι και να είμαι αληθινή. Πόσες φορές δε σκέφτηκα μετά, τι θα είχε γίνει αν το είχα αποφύγει, αν είχα κρατήσει μέσα μου αυτά τα μικρά πολύτιμα μυστικά που κάποιος δεν εκτίμησε, που δεν τους έδωσε τη σημασία που τους άξιζε. Κι έριχνα το σφάλμα πάντα σε μένα. Για όλα έφταιγα εγώ και ποτέ οι άλλοι. Όχι αυτός που με πρόδωσε, αυτός που με πλήγωσε, αυτός που έφυγε. Αλλά εγώ! Εγώ που πίστεψα, εγώ που εμπιστεύτηκα, εγώ που έδωσα, εγώ που αγάπησα κι έζησα. Πάντα εγώ!

Και κάποια στιγμή έμεινα μόνη. Δεν ξέρω αλήθεια αν ήταν από επιλογή ή απλά έτσι τα ‘φερε η τύχη. Δε θα ήμουν μόνη σήμερα αν είχα βρει αυτό που μου αξίζει. Ή έστω κάποιον που να μη νιώθω ότι συμβιβάζομαι πλάι του. Και δε μιλάω μια μικρούς καθημερινούς συμβιβασμούς στη συμβίωση, αλλά για κείνα τα μεγαλύτερα, εκείνα της καρδιάς και της ψυχής, που αν δεχτείς εκπτώσεις, ξέρεις πως μια μιζέρια σκέτη θα ‘ναι η ζωή σου όλη.

Κι όμως να! Εγώ που ποτέ δε συμβιβάζομαι και που πάντα λέω την αλήθεια, βρίσκομαι εδώ μπροστά σου μην τολμώντας να σου πω αυτά που θέλω. Όχι γιατί φοβάμαι, αλλά γιατί ξέρω πως δε θ΄αλλάξει τίποτα. Κι είπα για πρώτη φορά στη ζωή μου ν΄αφήσω να πλανάται ένα μυστήριο. Και σε κοιτώ στα μάτια, πίνω μαζί σου και θέλω να ΄ρθω κοντά μα δεν το κάνω. Σου δίνω μονάχα το κορμί μου και κάτι λίγα ψιλά, ίσα να πάρεις μια ιδέα μήπως και σε κεντρίσω και θελήσεις να δεις περισσότερα.

Δε σου δίνομαι! Γιατί ξέρω πως δεν είσαι έτοιμος για μένα. Και γιατί ξέρω και ποιο θα ΄ναι και το τέλος. Τη βλέπω την κατάληξη να διαδραματίζεται μπροστά μου σαν ολόγραμμα. Εσύ να φεύγεις κι εγώ να μένω.
«Μα γιατί;» σε φαντάζομαι να ρωτάς. «Αποκλείεται να φύγεις εσύ πρώτη;»
«Αποκλείεται μωρό μου! Αποκλείεται»
Γιατί νιώθω πως τα κορμιά μας είναι φτιαγμένα το ένα για το άλλο. Γιατί μαζί δε χρειάζεται να μιλάμε, τα λένε όλα τα μάτια. Γιατί κοντά σου γαληνεύω. Γιατί η ανάσα σου δίπλα στη δική μου τη νύχτα με ηρεμεί καλύτερα κι απ’ το καλύτερο παραμύθι. Γιατί σαν με κρατάς αγκαλιά δε με απασχολεί τίποτα εκτός από το πώς να σε βλέπω να χαμογελάς. Γιατί θέλω ν’ ανοίξεις τα χέρια σου, να με κλείσεις μέσα τους και να κλάψω για όσες αγκαλιές δεν είχα όταν τις χρειάστηκα.

Όμως αυτό είναι μόνο η δική μου αλήθεια, η δική σου είναι αλλιώς. Και δε θέλω να ρισκάρω. Θέλω αυτή τη φορά να βαδίσω στα σίγουρα. Για μια γαμημένη φορά ν’ ακολουθήσω το μυαλό και όχι την καρδιά. Η καρδιά με πλήγωνε όλα αυτά τα χρόνια. Λέω γι αλλαγή «να το πάρω αλλιώς». Και να μη σου μιλήσω. Μόνο να σε πηδήξω. Γιατί μόνο έτσι καταλαβαίνεις. Γιατί καμιά φορά... καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς.

Hasta la vista baby!

Volver (Επιστρέφοντας)

«Τhe best way to tell a fiction is to dress it with reality»

Pedro Almodovar




Η νέα ταινία του Almodovar είναι γυρισμένη στην επαρχία όπου ο ίδιος μεγάλωσε, στην ιδιαίτερη πατρίδα του La Mancha και στις γειτονιές της Μαδρίτης. Ο σκηνοθέτης «επιστρέφει» στη γυναίκα. Συγκεκριμένα σε 4 γυναίκες και στους μεταξύ τους δεσμούς. Στα σκοτεινά μυστικά και στα ψέματα του παρελθόντος, στις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, στην αλληλεγγύη, στα «πνεύματα» που ενσαρκώνονται και ζητούν συγχώρεση, στην επανασύνδεση.


Highlights:

Η εναρκτήρια σκηνή στο νεκροταφείο, τα πλάνα στο μπούστο της Penelope, η σκηνή που καθαρίζει τo αίμα, η σουρεάλ εμφάνιση του φαντάσματος, το τραγούδι στο εστιατόριο, τα χρώματα.


Περισσότερα για την ταινία (trailer, φωτογραφίες, quotes)

μπορείτε να δείτε εδώ κι εδώ.

Λιακάδα

Photo byXSomethingWickedX


Σήμερα ήθελα να γράψω κάτι χαρούμενο. Αλλά το μυαλό μου έχει αποσυντονιστεί τελείως. Είναι κι αυτή η λιακάδα έξω που με αποπλανεί με τρέλα.

«Έλα» μου λέει «έλα! Να σε χτυπήσει λίγο ο ήλιος μπας και πάρει χρώμα το μουτράκι σου»
«Και ο λαιμός μου;»
τη ρωτώ «Τι θα γίνει με το λαιμό μου; Θα μου το γυρίσει σε πνευμονία και θα φταις εσύ κι οι σκανταλιές σου!»
«Γι αυτό τα έχουμε τα καπέλα και τα κασκόλ»
συνεχίζει αυτή το βιολί της. «Ντύσου ζεστά και βγες» και μου κλείνει πονηρά το μάτι.

Έχω αφήσει τα στόρια στο γραφείο μισάνοιχτα κι οι αχτίδες τρυπώνουν σε ρίγες μέσα απ’ τις χαραμάδες και με χαϊδεύουν γλυκά. Μου ζεσταίνουν το θώρακα και μου φτιάχνουν τη διάθεση. Η ώρα είναι εντεκάμιση κι ακόμα το σκέφτομαι. Να ενδώσω;


TV or not TV?

Photo by aliska

Εναλλακτικός τίτλος: Τάδε έφη Μαμαλάκης


Όταν είσαι στο κρεβάτι με 39 πυρετό, ζάλη και πονοκέφαλο το μόνο που μπορείς να κάνεις εκτός από το να κοιμάσαι, είναι να βλέπεις τηλεόραση. Εγώ γενικά τηλεόραση δεν παρακολουθώ, αλλά αυτές τις τελευταίες μέρες μη μπορώντας να διαβάσω, αναγκαστικά άνοιγα το χαζοκούτι για να ξεχαστώ. Τα πρωινάδικα δε θα τα σχολιάσω - ή μάλλον μετάνιωσα, θα το κάνω: βαρέθηκα να βλέπω ξανθές παρουσιάστριες με μεγάλα βυζιά και αβυσσαλέα ντεκολτέ να αναμασάνε τα ίδια και τα ίδια. Όλα τα κανάλια έδειχναν ακριβώς τα ίδια κουτσομπολιά και μάλιστα μερικά τα έδειξαν και την επόμενη μέρα μην τυχόν και δεν τα εμπεδώσαμε. Αίσχος!

Το απόγευμα όμως είχε 2 εκπομπές αξιόλογες. Η μία ήταν αυτή του Μαμαλάκη «Μπουκιά και συγχώριο» που αυτή τη φορά είχε αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη και η άλλη ήταν το «Εικόνες» στον Alpha ή στον Alter, θα σας γελάσω, με οδοιπορικό στην Κωνσταντινούπολη σε 3 μέρη, χθες ήταν το τρίτο και τελευταίο. Δυστυχώς και οι δυο εκπομπές προβάλονταν την ίδια ώρα ακριβώς κι έτσι αναγκαζόμουν να κάνω zapping συνεχώς, με αποτέλεσμα να τα κάνω κουλουβάχατα. Πάντως κάτι είδα.

Έχω μια ένσταση όμως: Λέει ο κύριος Μαμαλάκης:
"Στη Θεσσαλονίκη οι ρυθμοί είναι χαλαροί, ο κόσμος δεν έχει άγχος και δεν υπάρχει μοναξιά" !!!
Μετά συγχωρήσεως, αλλά αυτά είναι μαλακίες. Εντάξει, δεν μπορεί να συγκριθεί η Θεσσαλονίκη με την Αθήνα, αλλά όχι ότι εδώ δεν έχουμε άγχος. Καταρχήν έχουμε μεγαλύτερο πρόβλημα με το κυκλοφορικό, λόγω του ότι υπάρχουν μόνο 2 κενρικές αρτηρίες που μποτιλιάρονται συνεχώς τις ώρες αιχμής, συν τον περιφερειακό, όπου στους κόμβους εισόδου-εξόδου γίνεται το «έλα να δεις»! Αν πάλι πετύχεις ατύχημα (που γίνεται συχνά) και τύχεις να είσαι εκεί, έχεις μποτιλιαριστεί για πάνω από μια ώρα κι άντε μετά να φτάσεις στη δουλειά σου εγκαίρως. Ξέρεις τι είναι να ξεκινάς από Περαία στις 9:00 και να φτάνεις στο κέντρο στις 11:00; Απόσταση που με φυσιολογική κίνηση δε σου παίρνει πάνω από μισή ώρα.
Και το άλλο με τη μοναξιά δεν ξέρω από πού το συμπέρανε. «Αν είσαι μόνος –λέει- κατεβαίνεις μια βόλτα στο κέντρο και ενσωματώνεσαι στις παρέες.» Ζντόινκ! Δηλαδή άμα νιώσω μόνη, να πάρω τους δρόμους και να χωθώ στα μαγαζιά σαν τον ψωριάρη μπας και με περιμαζέψει καμιά παρέα. Έλεος! Εκτός κι αν εννοούσε να πάμε σε κάνα γνωστό στέκι και να βρούμε τους φίλους μας τις ώρες που γνωρίζουμε ότι συνήθως πηγαίνουν εκεί. Αλλά αυτό είναι άλλο.

Τέλος πάντων, δεν θα συγχιστώ περισσότερο, απλά αγαπητέ κύριε Μαμαλάκη, την επόμενη φορά που θα ‘ρθειτε, μπείτε σε κάνα λεωφορείο σε ώρα αιχμής και προτιμήστε τη Βασ. Όλγας τώρα που θα φτιάξουν νέα πεζοδρόμια και θα κλείσουν οι λεωφορειόδρομοι. Και να μη δείχνετε μόνο τα ωραία της πόλης μας αλλά και τα κακώς κείμενα. Ξέρω ξέρω, δε θα έχει μεγάλη ακροαματικότητα η εκπομπή σας διαφορετικά, αλλά καλά είναι να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Α ναι! Και το Kitchen Bar (εκεί που δουλεύει ο φίλος σας) έχει χάλια κουζίνα. Ciao!


Χαμηλές Πτήσεις (μέρος τρίτο)



Στερήθηκε αρκετά πράγματα μαζί του, κοινωνικές επαφές, εξόδους, τις φίλες της, την οικογένειά της, αλλά όλα αυτά δεν είχαν σημασία. Σημασία είχε μόνο να είναι μαζί του. Κι εκείνος με τον τρόπο του της έδειχνε ότι του ήταν απαραίτητη. Δεν ένιωθε πως έμπαινε σε δεύτερη μοίρα -πρώτα το χόμπυ του και μετά αυτή- όχι! Κι ας φαινόταν έτσι στους απ’ έξω κι ας γκρίνιαζε η μάνα της που όλο έλειπε και δεν την έβλεπε πια.

Σε μια από τις πτήσεις μαζί του, ένιωσε δέος. Πήραν ύψος πολύ γρήγορα, με τον καιρό συνήθισε να μη ζαλίζεται πολύ και ν’ αντέχει περισσότερη ώρα στον αέρα. Οι συνθήκες «κρατούσαν» και σε λίγο έβλεπε την απογείωση για πρώτη φορά τόσο πολύ χαμηλά κάτω από τα πόδια της. Θα προχωρούσαν πιο πίσω να της δείξει τη χαράδρα. Από πάνω τους είχαν ένα τεράστιο σύννεφο που σκίαζε τα πάντα κι έδινε μια μουντή, τρομαχτική όψη στο τοπίο. Έκανε κρύο εκεί ψηλά και ήταν όλα γκρίζα.
«Κρατήσου» της είπε «θα μπούμε στο σύννεφο»
Ξαφνικά όλα γύρω τους άσπρισαν, δεν έβλεπε τίποτα, ήταν σαν να τους τύλιγε ομίχλη, μόνο που τα πόδια τους δεν πατούσαν στη γη. Τρομοκρατήθηκε, δεν το φανταζόταν έτσι. Δε θυμάται πόσο κράτησε αυτό, μόνο το φόβο που την κατέλαβε, το κρύο και τη χαράδρα από κάτω που πλησίαζε απειλητικά. Σκέφτηκε τότε πώς να ένιωθε άραγε εκείνος όταν πετούσε μόνος κι αναρωτήθηκε αν ποτέ φοβόταν. Πώς να ‘ναι άραγε στα μοναχικά του ταξίδια, στην κόντρα με τον άνεμο και τον ίδιο τον εαυτό σου, κάθε φορά μακρύτερα και ψηλότερα, πιο μόνος κι απ’τα πουλιά. Προσευχήθηκε κρυφά, πρώτη φορά, να είναι πάντα γερός, μην πάθει τίποτα ποτέ, μόνο αυτό, τίποτ’ άλλο.

Σε λίγους μήνες εκείνος έκανε το πρώτο του προσωπικό και πανελλήνιο ρεκόρ ελεύθερης απόστασης. 107,5 χλμ σε ευθεία. Κι εκείνη ήταν εκεί όπως πάντα. Το δεύτερο δεν άργησε ν΄ακολουθήσει. 147 χλμ. Ήταν σχεδόν απίστευτο! Της αφιέρωσε και τα δυο του ρεκόρ, για την αγάπη, την κατανοήση και την υποστήριξη που του έδινε, της είπε πως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα είχαν γίνει χωρίς εκείνη. Δε θα τα είχε καταφέρει μόνος.

Ήταν όλα πολύ αρμονικά στη σχέση τους. Συχνά σκεφτόταν πόσα πράγματα είχε ζήσει μαζί του σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, πόσα καινούρια μέρη είχε γνωρίσει και πόσα είχαν μοιραστεί. Θα ήθελε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της μαζί του κι ας ήξερε πως εκείνος δεν ήταν the marrying type. Είχε όμως μια τετράγωνη λογική και ήταν τέρας ψυχραιμίας κι αποφασιστικότητας. Ήταν πολύ μεθοδικός κι έβαζε στόχους που μελετούσε προσεχτικά μέχρι να τους πετύχει. Κι εξακολουθούσε να είναι πολύ ερωτευμένη μαζί του.

Συζητούσανε συχνά για τη σχέση τους. Ήθελε να της μιλά ανοιχτά και να ξέρει που στέκεται μαζί του. Της έλεγε πως την αγαπά όσο καμιά άλλη και πως ήθελε να είναι μόνο μαζί της. Κάνανε σχέδια για το μέλλον εκείνο το καλοκαίρι. Ήταν Αύγουστος του 2004. Της είχε εξομολογηθεί πως ο πατέρας του ήθελε εγγονάκι. « Άντε, τι κάθεστε; Βάλτε μπρος!» του είχε πει.

Προς μεγάλη έκπληξη όλων, μια μέρα του Σεπτεμβρίου, εκείνος της έκανε μια πολύ άσχημη προσγείωση. Τράβηξε απότομα τα φρένα. Η πτώση ήταν αναπόφευκτη. Δε φάνηκε να χτύπησε. Ακούστηκε μόνο ένα κΡαΚ και ρ ά γ ι σ ε η κ α ρ δ ι ά της.


ΤΕΛΟΣ

Χαμηλές Πτήσεις (μέρος δεύτερο)



Η ζωή μαζί του στο σπίτι ήταν απλή και ήσυχη. Χωρίς πολλά σκαμπανεβάσματα, όμως με αρκετές ευχάριστες εναλλαγές και συχνά ταξίδια. Ήδη από την αρχή της γνωριμίας τους πήγε μαζί του όχι σε μέρη τουριστικά, μα σε κάτι κακοτράχαλες περιοχές με απογειώσεις αλλά και όμορφες παραλίες. Αυτός έτρεχε όπου γινόταν κάποιο paragliding event κι εκείνη απλά τον ακολουθούσε. Στις εξορμήσεις αυτές ήταν συνήθως η μόνη γυναίκα, αλλά δεν την πείραζε. Τον στήριζε και τον θαύμαζε, εξάλλου κατά γενική ομολογία ήταν πολύ καλός πιλότος. Δεν ήθελε να σταθεί εμπόδιο στην τρέλα του.

Ήταν άσχετη με το σπορ αυτό και της ήταν όλα πολύ καινούρια. Όμως μάθαινε γρήγορα και της άρεσε να κάνει παρέα με τους πιλότους. Ήταν από άλλη "πάστα" αυτοί οι άνθρωποι. Τολμηροί, ριψοκίνδυνοι, έτοιμοι για όλα, σαν τους ήρωες που βλέπεις στις ταινίες, της κέντριζαν το ενδιαφέρον και ήθελε να τους γνωρίσει. Ανέβαινε μαζί τους στις απογειώσεις, μάθαινε "να μετρά τον καιρό" παρατηρώντας τον άνεμο και τα σύννεφα. Περίμενε με τις ώρες στις πλαγιές βλέποντάς τους να ετοιμάζονται, ν΄ απλώνουν τις πτέρυγες, να ξεμπλέκουν τις αρτάνες, να φοράνε τη στολή, τα γάντια και το κράνος, να ζώνονται τον εξοπλισμό και να περιμένουν τη ριπή. Πόσα χρώματα μαζεμένα, απλωμένα στις πλαγιές και μετά ένα ένα ν΄απογειώνονται, σαν πολύχρωμα μπαλόνια στο γαλάζιο φόντο κι ο ήλιος να σε τυφλώνει καθώς κοιτάς ψηλά. Καθόταν στην πλαγιά και τους χάζευε μέχρι ν’ αρχίσουν ν’ απομακρύνονται, τραβώντας ο καθένας σε άλλες κατευθύνσεις και μετά κατέβαζε τ΄ αμάξι και περίμενε.

Δεν την πείραζε η ατέλειωτη αναμονή, κοντά του έμαθε ν’ αγαπάει τη φύση, πρώτη φορά έμενε τόσες ώρες μόνη στο βουνό, χαμένη στις σκέψεις της, χωρίς να βαριέται, χωρίς να γκρινιάζει, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, τα walkman στ΄αυτιά και συχνά το βλέμμα να χάνεται στον ορίζοντα ψάχνοντας ψηλά για μια χρωματιστή κουκίδα που κινείται. Μέχρι ν’ ακούσει σήμα στο VHF ότι εκείνος είχε προσγειωθεί κάπου μακριά και να ξεκινήσει. Ούτε οι αποστάσεις την πείραζαν, γιατί κάθε χιλιόμετρο που διένυε τον έφερνε πιο κοντά. Όταν τον έβρισκε, έφεγγε το πρόσωπό του απ’ τη χαρά, της έδινε ένα φιλί και μετά το πρώτο πράγμα που της έλεγε ήταν διάρκεια πτήσης, μέγιστο ύψος και απόσταση σε ευθεία. Στην επιστροφή της διηγούνταν με λεπτομέρειες το πρόσφατο ταξίδι του και χαιρόταν πολύ που το μοιραζόταν πρώτα μαζί της γιατί τον καταλάβαινε.

Θυμάται μια φορά που είχε προσγειωθεί σ’ ένα χωράφι με σιτάρι. Ήταν κατακαλόκαιρο με ντάλα ήλιο και του πήγε μπύρες να ξεδιψάσει. Οδηγούσε αρκετή ώρα μέχρι να τον βρει. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα κι οι δυο. Φιλήθηκαν και κόλησαν ο ένας πάνω στον άλλον. Θυμάται την αρμύρα των χειλιών του καθώς την ξάπλωσε ανάμεσα στα σπαρτά και της έκανε έρωτα κάτω από τον καυτό ήλιο που την τύφλωνε και την αφόρητη ζέστη που της έκαιγε το δέρμα. Όταν είχαν αποκάμει πια κι οι δυο, πήραν αμίλητοι μα χαμογελαστοί το δρόμο της επιστροφής.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Χαμηλές Πτήσεις (μέρος πρώτο)

Photo by m@nos



Τον γνώρισε τον Σεπτέμβριο του 2002. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά πιασμένα αλογοουρά, αγγελικά πράσινα μάτια, σκουλαρίκι και τατουάζ στην ωμοπλάτη. Ένα χελιδόνι. Δεν θα μπορούσε να έχει κάτι άλλο, πουλί ήταν κι ο ίδιος και πετούσε. Επίγειος άγγελος που της δάνεισε τα φτερά του και την ταξίδεψε μαγικά ταξίδια στα σύννεφα. Ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά και δεν μπόρεσαν ν΄αποχωριστούν. Πήγε σπίτι της το ίδιο κιόλας απόγευμα που γνωρίστηκαν κι έμεινε για 2 χρόνια. Ήταν σαν να τον ήξερε μια ολόκληρη ζωή. Δεν την ένοιαζε τίποτα, ήθελε μόνο να είναι μαζί του. Μύριζε όμορφα το πρωί που ξυπνούσε και είχε κορμί εφηβικό. Κοντά του δε φοβόταν τίποτα, εκείνος είχε μια απάντηση για όλα και τις λύσεις στα προβλήματά της. Του είχε τυφλή εμπιστοσύνη.

«Εσύ πότε θα πετάξεις;» τη ρώτησε μια μέρα.
«Αύριο» του είπε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Το ‘πε και το ‘κανε. Ξύπνησαν πρωί κι ανεβήκαν μαζί με τους άλλους στην απογείωση. Δεν είχε καθόλου άγχος, τον εμπιστευόταν απόλυτα. Δανείστηκε κράνος και γάντια από την Α., φόρεσε μπουφάν και μποτάκια, ζώστηκε τον εξοπλισμό και περίμεναν την κατάλληλη ριπή. Οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί τι πήγαινε να κάνει. Ξαφνικά οι σφυγμοί ανέβηκαν, τα πόδια της σχεδόν δεν μπορούσαν να την κρατήσουν, τα μηνίγκια της σφυροκοπούσαν. Ήταν όμως πολύ αργά για να κάνει πίσω. Ο Σ. έδωσε το έναυσμα κι άρχισαν να τρέχουν ταυτόχρονα, απόλυτος συγχρονισμός, τέσσερα πόδια στον ίδιο ρυθμό, δεν έπρεπε να κάνει τίποτα λάθος.

Δεν είχαν κάνει πάνω από 30 μέτρα και ξαφνικά δεν πατούσαν πια στο έδαφος. Ήταν στον αέρα πριν το καταλάβει καν. Σαν σε μια κούνια ψηλά κι ο άνεμος να της χαϊδεύει τα μαλλιά, τα λίγα συννεφάκια βαμβάκι γύρω τους, ήλιος και αχνό γαλάζιο, κάτω τα πουρνάρια απομακρύνονταν όλο και περισσότερο καθώς αφήνανε την πλαγιά.
«Κοίτα, μωρό μου, αγελαδίτσες» της είπε για να ξεχαστεί και να μην έχει άγχος κι εκείνη κάτω έβλεπε μόνο κάτι κοτρώνες και σκεφτόταν τι καλός που ήταν μαζί της. «Κοίτα μακριά για να μη ζαλίζεσαι, χαλάρωσε κι απόλαυσε τη θέα».

Η θέα ήταν όντως εκπληκτική. Στο βάθος μπροστά τους η λίμνη Βεγορίτιδα και τα νερά να στραφταλίζουν ασημένια κάτω απ’ τον ήλιο. Δάκρυσε... Δε φανταζόταν τόση συγκίνηση, ούτε τέτοια εμπειρία. Ήταν εκεί ψηλά μαζί του και δεν την ένοιαζε τίποτα. Δε φοβόταν, ήταν άτρωτη, δυνατή, ευτυχισμένη. Ερωτευμένη! Βγάλανε την πρώτη τους εναέρια φωτογραφία. Πρώτη πτήση, «τσουλήθρα» όπως το λένε στη γλώσσα τους οι πιλότοι, 15 λεπτά με πολύ ομαλή απογείωση και ακόμα καλύτερη προσγείωση. Πήρε μεγάλη χαρά, ήταν η πρώτη από τις κοπέλες των πιλότων που το είχε δοκιμάσει. Το έβλεπε στα μάτια τους πως την εγκρίνανε. Ένιωθε μία απ’ αυτούς, εγκλιματίστηκε γρήγορα και ήξερε πως κι εκείνος ένιωθε περήφανος για κείνη.

Δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να ξαναπετάξει.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Νοέμβρης


Photo by emowolf


Kάθε που μπαίνει Νοέμβρης μήνας λες και παγώνει η ψυχή μου. Έρχεται χειμώνας και το νιώθεις παντού. Από τις μέρες που σκοτεινιάζουν νωρίς, από τα μάλλινα που βγάζουμε από τη ναφθαλίνη, από τον Βαρδάρη που σε μαστιγώνει τα πρωινά, από τις καμινάδες στα χωριά που καπνίζουν ασταμάτητα... Ακόμα και τα τραγούδια για το Νοέμβριο έχουν μια έκδηλη μελαγχολία.

Η άσφαλτος στο δρόμο έχει άλλη όψη πια. Και το τοπίο έχει αλλάξει. Στο δελτίο καιρού είπανε πως σύντομα θα δούμε και τα πρώτα χιόνια. Οι γάτες μου ξαφνικά δε θέλουν να βγαίνουν στο μπαλκόνι, δείχνουν να προτιμούν τη ζεστασιά του καλοριφέρ και της αγκαλιάς μου. Κι εγώ τυλίγομαι ζεστά σε χνουδωτά πουλόβερ και πασμίνες, φοράω κάλτσες ψηλές και ζακετούλες και κυλιέμαι από καναπέ σε καναπέ κι από κρεβάτι σε κρεβάτι αναζητώντας τη θαλπωρή της κουβέρτας μου.

Σε λίγο θα κάνουν δειλά την εμφάνισή τους τα πρώτα γάντια και καπέλα. Θα πνίγουμε την ανάσα μας σε μοχέρ κασκόλ και θα τρέχουμε με τα χέρια στις τσέπες να ζεσταθούμε στα μικρά καφέ τα πρωινά του Σαββάτου στο κέντρο της πόλης. Θα ξαναζήσουμε βραδιές Παρασκευής με σινεμά και χαμηλοφωτισμένες μπυραρίες μετά. Έχει κι ο χειμώνας τη γλύκα του.

Μόνο ένα πράγμα με πειράζει τώρα που μπαίνει Νοέμβρης.
Εκείνο το παλιό κι αληθινό... «Έρχεται κρύο, καιρός για δύο»

Καλό Μήνα