Μόνη μαζί μου

Αυτές τις μέρες είδα πολύ κόσμο. Ταξίδεψα, διασκέδασα, έφαγα, ήπια, έμεινα στο σπίτι από ελάχιστα έως καθόλου, κουράστηκα... Σήμερα όμως ξύπνησα στο κρεβάτι μου μετά από μέρες, με μια διάθεση νοσταλγική. Μου μύριζαν αναπάντεχα γλυκά τα σκεπάσματα, μου φάνηκε ασυνήθιστα μαλακό το στρώμα κι ας πονούσε το κορμί μου απ’ το ταξίδι. Σηκώθηκα χωρίς βιασύνη κι έφτιαξα φραπέ. Επιτέλους αληθινός καφές, όχι εκείνο το νεροζούμι!

Έβαλα να παίζει ένα cd με jazz που μου χάρισαν πρόσφατα, το ακούω όποτε θέλω να χαλαρώσω. Άναψα και το τζάκι, πρώτη φορά από τότε... πάνε σχεδόν δυόμιση χρόνια. Άναψα και τα φωτάκια στο δέντρο, τι πειράζει που είναι μέρα; Είναι τόσο μουντή που χρειάζεται λίγη λάμψη.

Φοράω εκείνες τις χριστουγεννιάτικες πυζαμούλες με τις νιφάδες που φωσφορίζουν στο σκοτάδι, δώρο της Φ. πέρσι στα γενέθλιά μου. Αν μπορούσα, θα φορούσα και τη μύτη του Rudolf που αναβοσβήνει και τη στέκα με τα κέρατα ταράνδου, αλλά τα πήρε η Τ. για να τα βάλει την πρωτοχρονιά και δεν ήθελα να της τα στερήσω. Πήρε και σκουλαρίκια χιονανθρωπάκια –κι αυτά αναβοσβήνουν- αλλά τα χάρισε στη μαμά του Λ. που της άρεσαν. Ναι, το ξέρω ότι παλιμπαιδίζουμε όλες, αλλά τι πειράζει; Οι γιορτές δεν είναι μόνο για τα παιδιά τελικά. Τουλάχιστον τώρα έχουμε μια πολύ καλή δικαιολογία.

Παλιά δε μου άρεζε να μένω στο σπίτι μόνη. Έψαχνα πάντα να βρω κάτι να κάνω ν' απασχολήσω το μυαλό μου. Τελευταία έχουν αλλάξει πολλά. Αναζητώ τη σιωπή και τη συντροφιά του εαυτού μου όλο και περισσότερο. Δεν είμαι αντικοινωνική, αλλά στο σπίτι μέσα δε θέλω κόσμο να με αποσυντονίζει, μου φτάνει η φασαρία όταν είμαι εκτός.

Σήμερα λοιπόν θα μείνω παρέα με μένα μόνο. Δε σκοπεύω να βγω από το σπίτι, ο κόσμος να χαλάσει. Θα μου μαγειρέψω κάτι και θα μου ανοίξω το καλύτερο κρασί που έχω. Θ’ ακούω μουσική όλη μέρα και δε θα σηκώνω τηλέφωνα. Θ’ ανάψω κεριά και θα χρησιμοποιήσω επιτέλους εκείνο το βάζο με τα άλατα μπάνιου που το κρατάω κλειστό τόσους μήνες χωρίς να ξέρω το γιατί. Θα ξαναδώ παλιές φωτογραφίες και θα κάνω γαλλικό μανικιούρ. Θα ξαπλώσω χωρίς να πρέπει να κοιμηθώ, έτσι γι αλλαγή. Θα δω ταινίες τρώγοντας σοκολατάκια και πίνοντας κονιάκ.



Θα ψάξω στα συρτάρια μου να βρω τον εαυτό που έχω χάσει.

Κι όταν τον βρω θα τον αγαπήσω και πάλι.

Γιατί έναν μόνο τον έχω...

Νυχτερινό


Photo by Luana




Γυρνώ από βραδινή έξοδο. Κουβέντες σημαντικές κι ασήμαντες σε πολυσύχναστο μπαρ. Στη διπλανή λωρίδα οδηγεί ένα περιπολικό. Πάμε παρέα για αρκετά χιλιόμετρα. Στο φανάρι που μας πιάνει γυρίζω και τους κοιτάζω. Χαμογελάμε αμήχανα. Ανάβει πράσινο και συνεχίζουμε, λίγο πιο κάτω στρίβουν αριστερά.

Στη σκέψη μου στριφογυρίζουν τα λόγια του τελευταίου εικοσιτετράωρου. Πόσο αληθινά, πόσο οδυνηρά… Οι ανθρώπινες σχέσεις, το Α και το Ω. Στο βάθος το φεγγάρι μια φέτα ξαπλωμένη σαν να λικνίζεται σε αιώρα αόρατη. Το ίδιο φεγγάρι βλέπουμε κι οι δυο όπου και να 'μαστε. Με συναρπάζει αυτή η σκέψη. Στο ράδιο το "Mad about you" κι η ένταση στο τέρμα.

feel the vibe, feel the terror, feel the pain, it's driving me insane
I can't fake - for god's sake, why am I driving in the wrong lane

Πού να είσαι τώρα; Φέρνω στο νου κάτι που μου είπες και παίρνω δύναμη από σένα. Σειρά μου είναι, μου το χρωστούσες.

Ξέρω πως όλοι σε κρίνουν αυστηρά. Κι εγώ το έχω κάνει στο παρελθόν. Όμως δε θα το κάνω πια. Ποια είμαι εγώ για να σε κρίνω; Μήπως λίγα λάθη έχω κάνει; Μου φτάνει που είσαι εκεί και που υπάρχεις. Και που με κάνεις και αναθεωρώ την αξία των μικρών μας στιγμών.

Να ‘σαι γερός κι ευτυχισμένος. Καληνύχτα.



Comment Moderation


Photo by Lasla


Δεν περιμένεις να σε καταλαβαίνουν όλοι. Για την ακρίβεια, δεν περιμένεις να σε καταλάβει κανείς. Δε γράφεις για τους άλλους, για σένα γράφεις. Όμως έρχεται μια μέρα που παίρνεις ένα σχόλιο που τσιμπάει σαν αγκάθι την καρδιά σου. Και σκέφτεσαι πως απλά σε αδικεί. Τίποτ’ άλλο...


Αγρύπνια


Photo by nocturnalCharm



Νυστάζω πολύ. Είμαι κουρασμένη κι αυτή η φριχτή υγρασία έχει τσακίσει τα κόκαλά μου. Θέλω να κοιμηθώ όμως δεν μπορώ ακόμα. Τουλάχιστον όχι πριν γράψω. Του το χρωστάω. Είναι ο μόνος τρόπος για να του πω ευχαριστώ που ταξίδεψε για να βρεθεί κοντά μου.

Προσπάθησα να υψώσω τείχος και να κρατήσω αντιστάσεις, όλες οι άμυνες βγήκαν στην επιφάνεια, άμυνες που δεν ήξερα πως είχα. Έγινα σχεδόν κακιά, προσποιήθηκα... όμως στο τέλος δεν άντεξα. Λύγισα.

Λίγες ώρες μόνο και μοιρασμένος ύπνος. Δηλαδή, τι ύπνος; Αγρύπνια! Να αφουγκράζομαι την ανάσα του και να αισθάνομαι τη θαλπωρή του κορμιού του, να μην κρυώνω. Να θυμάμαι κι όλα να ξυπνάνε μέσα μου. Και να με πονάνε.

Έκλαψα κι ευχήθηκα να μην είχε έρθει... μα το πρωί που ξύπνησα και δεν ήταν πια εκεί, το πήρα πίσω. Θέλω να πέσω να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω.




Διάλειμμα

Από το Lancashire με αγάπη




Γράφω μέσα από ένα μικρό café πίνοντας ζεστό κονιάκ, κοιτώντας μέσα από τη θαμπή τζαμαρία τη βροχή και το υγρό τοπίο. Χριστούγεννα μακριά απ’ το σπίτι κι όμως τόσο απρόσμενα ευχάριστα. Τόσο γλυκιά μοναξιά. Ποιος θέλει να γυρίσει πίσω; Μακάρι να ‘μενα για πάντα εδώ. Στη βρετανική εξοχή, ο καιρός είναι ιδανικός για περισυλλογή.

Το 2006 δεν ήταν κι άσχημη χρονιά. Θα μπορούσε να είναι καλύτερη, θα μπορούσε όμως να ‘ναι και χειρότερη. Θυμάμαι παλιά κάποια μου είχε πει «πρόσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί και να πραγματοποιηθεί». Ε λοιπόν τα μισά που ευχήθηκα τα τρία προηγούμενα χρόνια πραγματοποιήθηκαν.

Με τα άλλα μισά τι θα κάνουμε;
Τελικά... πόσο περνάνε απ’ το χέρι μας αυτά που ευχόμαστε;
Εμείς πόσο προσπαθούμε γι αυτά; Πόσο τ’ αφήνουμε στην τύχη;
Και τι κάνουμε όταν όλα μας πάνε στραβά;

Δεν ξέρω τι περιμένω από το 2007. Μέχρι να έρθει, προσμένω μόνο ένα τρένο. Που κάποιον θα φέρει μαζί του, έστω και για λίγο και μετά θα τον πάρει πίσω εκεί απ’ όπου τον έφερε. Λίγες στάλες ευτυχίας μετρημένες στα δάχτυλα, με το σταγονόμετρο δοσμένες πάντα μην τύχει και μεθύσω. Θα διώξω τις μαύρες σκέψεις και θα σκέφτομαι θετικά. Δεν πρέπει να είμαι αχάριστη. Έχω όλα όσα κάποιοι θα ήθελαν για να είναι ευτυχισμένοι. Γιατί πάντα λοιπόν ζητάμε αυτό που δεν έχουμε;


Merry Christmas


Photo by ploop26

Πετάω το απόγευμα για UK. Θα συνδυάσω δουλειές και διακοπές. Θα λείψω λίγες μόνο μέρες και θα επιστρέψω δριμύτερη και με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Καλά Χριστούγεννα και Καλή Πρωτοχρονιά να έχουμε. Αν βρω χρόνο και διαθέσιμο pc,
θα ποστάρω κι από κει.

Φιλιά

Ν

Torn


Photo by sndr



4:30 π.μ. ξημερώματα Σαββάτου. Με βρήκε το πρωί να βωλοδέρνω.

Το απόγευμα μου είχε τηλεφωνήσει ο Α. Ήθελε να βγούμε, ευγενικά αρνήθηκα.

Πιο πριν είχε περάσει από το σπίτι ο Γ. Πέντε χρόνια μετά κι ακόμα έρχεται αλληλογραφία γι αυτόν στο γραμματοκιβώτιό μου!

Σήμερα είχε γενέθλια ο Λ. Ήταν κούκλος μέσα στο μαύρο του κοστούμι, έλαμπαν τα μάτια του και το χαμόγελό του φώτιζε το χώρο. Με φίλησε στα χείλη. Έκλεισε τα 26. Θυμήθηκα το καλοκαίρι που πέρασε, τη νύχτα που ήρθε στη σκηνή μου κρυφά και ξάπλωσε πλάι μου.

Ο Δ. καθόταν δίπλα μου και προσπαθούσε να μου πιάσει κουβέντα. Τον διευκόλυνα. Ήταν αρκετά εμφανίσιμος. Με άγγιζε διακριτικά στο μπράτσο.

Ο Γ. άλλαξε θέση και ήρθε κοντά μου. Μελαχροινός. Αρκετά του γούστου μου. Τον άφηνα να μ’ αγκαλιάζει.

Ο Μ. μου χάρισε ένα λουλούδι. Κόκκινο τριαντάφυλλο που μύριζε έντονα παρ’ όλο τον καπνό που σκέπαζε το χώρο.

Ο Κ. φεύγοντας με φίλησε κι ας μ’ είχε γνωρίσει σήμερα κιόλας.

Οι περισσότεροι μετά θα πήγαιναν κάπου αλλού να συνεχίσουν τη βραδιά. Ήθελα να φύγω. Κατέβηκα την πλατεία Ναυαρίνου και κατευθύνθηκα κάπου γνωστά. Δεν είχε πάει ακόμα 2:00.

Βρήκα τον Σ. στο στέκι. Χάρηκα που τον είδα μετά από καιρό. Είπαμε πολλά. Στοίχημα πως κατάλαβε πολύ λίγα. Πώς γίνεται μαζί να μιλάμε και χώρια να καταλαβαίνουμε; Τον πήγα σπίτι στις 4 και κάτι. Του υποσχέθηκα πως θα του κάνω αναπάντητη μόλις φτάσω. Γαμώτο! Ξέχασα να του ευχηθώ για τις γιορτές.

Ο δρόμος άδειος, άραγε είμαι η μόνη που ξενυχτάει; Το πόδι βαρύ στο γκάζι, σε μια στροφή στον περιφερειακό πιάνω 130. Μια σκέψη μου περνάει απ’ το μυαλό. Τι θα γίνει αν δεν επαναφέρω το τιμόνι;

4:45 π.μ. Σώα και αβλαβής στο σπίτι.

Τόσα γράμματα της αλφαβήτου,
κι όμως λείπει κάποιο...

.

11:05 π.μ. Σάββατο πρωί, ξυπνάω με φοβερό πονοκέφαλο. Έχει τελειώσει κι ο καφές. Τι μαλακίες έγραψα χθες βράδυ!


darklord

Στη χώρα που ακόμα βρέχει




Νύχτα τον γνώρισε - ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Γιατί εκείνος την είχε προσέξει από πριν. Και της είχε αφήσει ένα μήνυμα σε μια ιστοσελίδα. Εκείνη δεν είχε δώσει σημασία τότε, ήταν ένα μήνυμα σαν όλα τ’ άλλα, αδιάφορο, ένα από τα πολλά...

Πέρασαν μήνες από κείνη τη μέρα, μέχρι που ένα βράδυ χαζεύοντας τυχαία στο νετ, έπεσε πάνω στο προφίλ του. Δεν τον θυμόταν. Δεν είχε φωτογραφία, τουλάχιστον όχι κάποια που να δείχνει πώς είναι. Μια φωτό κομμένη στη μέση σχεδόν, ένα μαύρο μακό, ένα μπράτσο με μια φλέβα να προεξέχει, μισό μάγουλο και μια υποψία από χείλη. Και το ταβάνι... Κι όμως υπήρχε κάτι εκεί που ήταν αρκετό να της κεντρίσει το ενδιαφέρον. Η φλέβα αυτή της ξύπνησε κάτι πρωτόγνωρο.

Η ώρα ήταν περασμένη. Νύχτα καλοκαιριού, η πόλη άδεια, οι περισσότεροι έλειπαν σε διακοπές. Αυτή μόνη σπίτι, μ’ ένα μπουκάλι λευκό κρασί να σκοτώνει τις ώρες μπροστά σε μια οθόνη. Τα στοιχεία στο προφίλ του λειψά, δεν έλεγαν κάτι για κείνον. Τοποθεσία: «Εδώ πάντως βρέχει». Κι όμως κάτι της έλεγε πως πρέπει να του μιλήσει. Του άφησε μήνυμα και προς μεγάλη της έκπληξη εκείνος απάντησε σχεδόν αμέσως. Κι οι δυο online λοιπόν. Τουλάχιστον θα είχε κάτι να περάσει την ώρα της.

Τις μέρες που ακολούθησαν έμαθε πολλά γι αυτόν. Όχι όλα όσα θα ‘θελε, της τα έλεγε μισά και άφηνε πάντα κάτι να αιωρείται. Τον συναντούσε πάντα μετά τα μεσάνυχτα, ήταν βλέπεις κι η διαφορά της ώρας. Τον περίμενε να τελειώσει απ’ τη δουλειά για να τα πούνε. Δεν τον είχε δει ακόμα κι αυτό ήταν αρκετό για να την εξιτάρει. Μια φορά μονάχα την άφησε να δει κάτι λίγο απ’ αυτόν, μέσω μιας webcam, νύχτα, μαύρο σκοτάδι πίσσα στο δωμάτιο, κι αυτός με μαύρο μακό να πίνει κρασί και να δείχνει μόνο το στέρνο του, δυο μπράτσα γυμνά, δυο χέρια μ’ ασημένια δαχτυλίδια κι ένα μενταγιόν στο λαιμό που μόλις μπορούσε να διακρίνει. Τα χείλη του μόνο έβλεπε, όχι πιο πάνω...

Η κουβέντα τους, συχνά αποκαλυπτική, είχε κάτι που τραβούσε και τους δυο ως τα χαράματα. Όσο πιο πολλά λέγανε, τόσο περισσότερα ήθελε να μάθει ο ένας για τον άλλον. Την άφηνε να τον μαθαίνει σιγά σιγά, της αποκάλυπτε λίγα κάθε φορά φροντίζοντας να της κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον. Εκείνη απ’ τη μεριά της έκανε ακριβώς το αντίθετο, πάντα έτσι ήταν, δεν άφηνε τίποτα για το τέλος, ήταν του «όλα ή τίποτα» - εξάλλου δεν είχε και τίποτα να χάσει, ούτε καν το χρόνο της, είχε όσο χρόνο ήθελε στη διάθεσή της. Μέρες κενές και νύχτες ατελείωτες, πρόσφατα προδομένη από έναν έρωτα που της άφησε ανοιχτές πληγές, προσπαθούσε να γιατρέψει τα σημάδια της, να μη σκέφτεται, να γεμίζει τα βράδια της ευχάριστα και να μπορεί να κοιμάται τις μέρες χωρίς πόνο. Έπινε. Κι ανοιγόταν. Σ’ έναν άγνωστο. Κάποιον που είχε γνωρίσει λίγα βράδια πριν, που την έκανε να χαμογελά και να ξεχνιέται, που της γινόταν απαραίτητος μέρα τη μέρα, που είχε την περιέργεια να δει κι από κοντά, μα ήξερε πως αυτό δε θα γινόταν.

Μέχρι που εκείνος το πρότεινε πρώτος. Κι εκεί ήταν που, στο ενδεχόμενο μιας επικείμενης συνάντησης, εκείνη τρόμαξε κι έκανε πίσω... Το τελευταίο που χρειαζόταν ήταν μια ακόμα ερωτική ιστορία, ένα σκαλί να πατήσει πάνω για να ξεπεράσει το προηγούμενο και ν’ ανέβει λίγο πιο ψηλά. Αρκετά μπερδεμένη ήταν, της έφταναν όσα είχε περάσει τους προηγούμενους μήνες. Του είπε ψέματα ελπίζοντας πως εκείνος θα πληγωθεί, πως θα θιχτεί ο αντρικός του εγωισμός και θα κάνει πίσω. Κι έτσι έγινε! Ήρθε στην Ελλάδα και δεν την πήρε ούτε ένα τηλέφωνο. Κάποια μεταμεσονύκτια sms, άλλα λόγια ν’αγαπιόμαστε κι αυτό ήταν όλο.

Εκείνη πολλά βράδια τον σκεφτότανε. Της φαινόταν αστείο να τους χωρίζουν μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα, αντί για τη θάλασσα που τους χώριζε πριν κι όμως ν’ αφήνουν προφάσεις κι εγωισμούς σαν μικρά παιδιά να μπαίνουν ανάμεσά τους. Είχε το τηλέφωνό του. Σκέφτηκε να μπει στ’ αμάξι και να τραβήξει νότια. Αν πήγαινε να τον βρει, εκείνος ίσως να μαλάκωνε. Ίσως να περίμενε μια δική της κίνηση, μια κουβέντα, μια πρόσκληση να πάει να την συναντήσει. Κάτι που δεν έγινε ποτέ.

Κι οι μέρες πέρασαν και μαζί τους κι οι διακοπές του κι εκείνος γύρισε πίσω στη χώρα που πάντα βρέχει. Κι εκείνη δεν τον γνώρισε ποτέ. Μέχρι που χθες τον είδε πάλι. Κατά τύχη, μήνες μετά. Και σήμερα πάλι, εκείνος μπήκε για να τη «συναντήσει». Και να της χαρίσει ένα τραγούδι. Και της θύμισε πως είχαν κάνει σχέδια γι αυτά τα Χριστούγεννα, να πάει εκείνη να τον βρει στη χώρα που πάντα βρέχει. Μόνο που τώρα στην καρδιά της δε βρέχει πια. Και της έχει αφήσει μόνο μια πολύ γλυκιά ανάμνηση. Σκοτεινή μα γλυκιά... Αλμύρα που σκάει στο πρόσωπο σαν στέκεσαι κοντά στο βράχο κι ατενίζεις το πέλαγος. Ποιος ξέρει; Ίσως στο μέλλον. Ίσως...


The Party’s Here



«Πόσα κλείνεις είπαμε;»

Οι πρώτοι καλεσμένοι αφίχθησαν κατά τις 21:30. Στο σπίτι όλα έτοιμα, κεριά, μουσική, εορταστικός στολισμός λόγω των ημερών (όσα λαμπάκια δεν έφαγε ο Ράμσυ δηλαδή) και η οικοδέσποινα έτοιμη κι αυτή και απαστράπτουσα. "Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει" λέει η σοφή λαϊκή παροιμία, πόσο μάλλον τον εαυτό σου! Εξάλλου αν δεν το πιστέψεις εσύ, πώς περιμένεις να το πιστέψουν οι άλλοι;

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, κι εκεί που το κέφι είχε ανάψει, είπα να βγάλω την τούρτα και να σβήσω τα κεράκια. Είχα αγοράσει 2 πακετάκια των 20, από αυτά τα μικρά τα ροζ που παίρνουν για τα κοριτσάκια. Αν είχε συσκευασίες των 18, πάλι 2 θα έπαιρνα και θα μου έβγαιναν ακριβώς, μην προτρέχετε λοιπόν σε κακεντρεχή σχόλια.

Παρένθεση: Η πωλήτρια όταν είδε ότι πήρα τόσα πολλά, επενέβη όσο πιο ευγενικά μπορούσε: "Έχουμε και κεράκια με αριθμούς, να μη χαλάσετε την τούρτα!" Την κοίταξα λοιπόν κι εγώ όσο πιο ευγενικά μπορούσα και της είπα ότι "Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΤΟΥΡΤΑ θέλω να έχει όλα τα κεριά επάνω για να φαίνεται ωραία στις φωτογραφίες, εντάξει;" Μου ευχήθηκε με τη σειρά της να τα εκατοστήσω, αλλά μάλλον τα κεριά που θα πουλούσε σκεφτότανε.

Ανοίγω λοιπόν το πρώτο πακετάκι με τα κεράκια κι αρχίζω να τα στήνω στην τούρτα. Δυο απ' αυτά μου ξέφυγαν, κύλησαν στο τραπεζάκι και πέσανε στο πάτωμα. Εγώ δεν το αντελήφθην, διότι τι να πρωτοδώ το party girl! "Ορνέλλα" μου φωνάζανε συνέχεια και γύριζα δήθεν έκπληκτη και σαστισμένη για να βγουν αυθόρμητες οι φωτογραφίες. Τα μετράω λοιπόν και τα βρίσκω 18! "Ε θα έκανα λάθος" σκέφτηκα και συνεχίζω ακάθεκτη με το δεύτερο πακετάκι, νομίζοντας ότι κι αυτό θα έχει μέσα 18. Στο μεταξύ ο καλός μου αδερφούλης έχει βρει τα 2 που αυτομόλησαν και εν αγνοία μου τα προσθέτει στην τούρτα που έχει ήδη πάνω 18. Συν τα άλλα 20 που έχω βάλει εγώ, πόσο μας κάνει λέμε; Σαράντααα!!!

Ναι, ναι, καλά καταλάβατε, 40 κεράκια έσβησα, αντί 36 που έπρεπε. Το θυμάμαι και γελάω. Κι είχα κι από δίπλα το γειτονάκι να με κοροϊδεύει –και με το δίκιο του- γιατί εδώ και καιρό μου λέει ότι τα κρύβω. Τι να κρύψω, αγάπη μου; Έχω εγώ ανάγκη από τέτοια; Είμαι μια θεά και δε σηκώνω αντίρρηση. Εξάλλου είμαι όσο αισθάνομαι, αλλά κι όσο είμαι να 'δειχνα, πάλι θα λύσσαγαν οι εχθρές μου! Κι όπως έλεγε κι η Ρίτα "οι σαραντάρες ίσον με δύο εικοσάρες", άρα εγώ είμαι δυο δεκαοχτάρες, διορθώστε με αν κάνω λάθος στα μαθηματικά. Μου αφιερώνω λοιπόν το παρακάτω τραγουδάκι κι ας μην ξέρω γαλλικά για να καταλαβαίνω τι λέει, μου φτάνει που εγώ είμαι μια λολίτα. Ή μάλλον δυο για την ακρίβεια.

Όχι, για να μη λέτε ότι γράφω συνέχεια κλαψομούνικα posts, ορίστε, αυτοσαρκάζομαι κιόλας.

Σας φιλώ γλυκά στη μούρη. Και του χρόνου με υγεία.


Ήρθες στον ύπνο μου


Photo by andaria




Είδα στον ύπνο μου πως σε συνάντησα και πάλι. Κι ήταν τα γελαστά σου μάτια όμορφα κάτω απ΄τις πυκνές σου βλεφαρίδες. Μ’ αγκάλιασες και ζέστανε η καρδιά μου. Κι ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα.

«Πόσος καιρός πάει;» με ρώτησες
«Από τότε» σου απάντησα
«Πώς κι έτσι;»
«Δε θέλησα άλλον από σένα»


Δεν ξέρω αν με πίστεψες, μόνο μ’ αγκάλιασες και πάλι και σε ρώτησα αν θα μ’ άφηνες να κλάψω. Κι έκλαψα εκεί χωμένη μέσ’ στα μπράτσα σου, με το κεφάλι στη γουρνίτσα του λαιμού σου, κάτω απ’ τα μαύρα σου μαλλιά να με σκεπάζουν. Κι έκλαψα γιατί ποτέ μου δε σου μίλησα, παρά μονάχα στ’ όνειρό μου. Για όσα ήθελα από σένα και όσα είχα να σου δώσω.

Τώρα που ξύπνησα το ξέρω πως δε σ’ έχω, ποτέ δε σ’ είχα, ποτέ δε σ’ άφησα να μάθεις... Δεν ξέρω αν μετάνιωσα ή αν ήταν για καλό που λένε, που ποτέ οι δρόμοι μας δε σμίξαν. Ξέρω μονάχα πως για τα Χριστούγεννα μια ευχή μόνο θα κάνω. Μια νύχτα ακόμα γεμάτη από σένα. Μόνο.



Birthday Post

Ξορκίζοντας τη μοναξιά

Photo by KatrinaStranger

“...everything that has a beginning, has an end…”

Γι αυτό κι εγώ δεν θα τα πάρω απ’ την αρχή, αλλά απ’ το τέλος.


Σήμερα κλείνω τα 36. Δε νιώθω λύπη, δε νιώθω χαρά, δε νιώθω τίποτα. Ξύπνησα μουδιασμένη και δεν ήθελα καν να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, ήθελα μόνο να γινόταν να γυρνούσα 10 χρόνια πίσω και να πάρω τη ζωή μου αλλιώς. Όχι πως θα ‘κανα κάτι διαφορετικό, πάντα πίστευα πως είμαστε αυτό που μας έχουν κάνει οι εμπειρίες μας. Μόνο... να κέρδιζα λίγο χρόνο ακόμα, σαν να μη μου ‘φτασαν όσα έζησα, σαν να μη στράγγιξα τη ζωή, σαν να μη ρούφηξα όλο το μεδούλι από το κόκκαλο.

Κόσμο γνώρισα πολύ, φίλους έκανα λίγους, όμως χαίρομαι όταν πλαισιώνομαι από άτομα που δείχνουν ν’ αντέχουν στο χρόνο. Λόγια που έμειναν χαραγμένα στην καρδιά, εικόνες ανεξίτηλες στη μνήμη, ταξίδια, μέρη, πρόσωπα, παιδιά... Χιλιόμετρα αμέτρητα, βήματα πολλά, άλλοτε γοργά και ανυπόμονα άλλοτε βαριά και κουρασμένα, μα πάντα κάποιος πλάι μου - κι ας ήταν ένας άλλος κάθε φορά, μου αρκούσε να μην είμαι μόνη. Κι όμως είναι δυο χρόνια τώρα που και με κόσμο νιώθω μόνη. Δεν τις αντέχω τις φλυαρίες, το ρηχό βλέμμα, το συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού, το παγωμένο χαμόγελο, τα άδεια μάτια.

100 τετραγωνικά, ένας υπολογιστής και 2 γάτες είναι ο κόσμος μου όλος. Κι οι μνήμες μου, που παλιά τις κρατούσα καλά σφαλισμένες μα που τώρα συχνά κάνουν πρεμιέρα σ’ ένα blog που διαβάζεις κι εσύ.

Απόψε πρέπει να γιορτάσω. ΠΡΕΠΕΙ! Όχι γιατί κανείς με υποχρεώνει, αλλά γιατί έχω τόσα για τα οποία πρέπει να γιορτάζω κάθε μέρα: Γιατί εργάζομαι, γιατί έχω ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μου, γιατί είμαι υγιής, γιατί έχω δίπλα μου την οικογένειά μου, γιατί έχω φίλους που μ’ αγαπάνε, γιατί έχω ακόμα σώας τας φρένας, για το blog αυτό και ό,τι μου κρατά συντροφιά τα τελευταία δυο χρόνια. Για τις στιγμές τις όμορφες, τις ξένοιαστες, τις ερωτευμένες... για τους πόνους και τις απογοητεύσεις ακόμα, για το Χρόνο που στάθηκε τόσο καλός μαζί μου, για όσα πέρασαν και για όσα θα ‘ρθουν. Για τη φιλία, την αγάπη, τον έρωτα, τη συντροφικότητα. Για τη nosy ρε γαμώτο!

Απόψε λοιπόν θα γιορτάσω. Γιατί τίποτα δεν είναι δεδομένο.

.

Χρόνια μου πoλλά και καλά!



Jaws - The Return

Τα σαγόνια του γάτου

Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω

Χθες γυρνώντας σπίτι από τη δουλειά, με το που βάζω το κλειδί και ανοίγω την πόρτα, βλέπω το γάτο μου τον Ράμσυ να τρέχει να κρυφτεί. Αυτό είναι πολύ ασυνήθιστο, γιατί συνήθως έρχεται να μου τριφτεί για αγκαλιές, είναι όμως επίσης πολύ χαρακτηριστικό, και σημαίνει ότι κάτι κακό έχει κάνει.

Δε χρειάστηκε να ψάξω, η ζημιά ήταν μπροστά στα μάτια μου. Ένα κομμένο καλώδιο φαρδύ πλατύ στο πάτωμα, μερικά φυλλαράκια από φίκο μπένζαμιν σκορπισμένα επιμελώς ατημέλητα και η Ζήνα παραδίπλα, eye witness, μ’ ένα βλέμμα μπλαζέ σε στυλ «Μην κοιτάς εμένα, ο άλλος το έκανε!»

Ένα φυτό είπα να στολίσω φέτος με λαμπάκια η γυναίκα, δυο φορές μου τα κατέστρεψε το τέρας. Διότι μην τον βλέπετε έτσι γλυκούλη στη φωτό, περί τέρατος πρόκειται, που δεν έχει αφήσει καλώδιο για καλώδιο σε ησυχία. Μου έχει κόψει πολλάκις καλώδια από πληκτρολόγιο, από ποντίκι, από scanner, από modem και το καλώδιο του τηλεφώνου, αν μπορούσε θα μασουλούσε και το monitor, σας τ’ ορκίζομαι! Πέρσι πάνω στα νεύρα μου άρπαξα ένα κομμένο καλώδιο και του ‘ριξα μερικές μπας και συνετιστεί. Έκλαψε λίγο, κρύφτηκε και για ένα διάστημα μόλις έβλεπε καλώδιο, όπου φύγει φύγει. Μετά το ξέχασε κι άρχισε τα ίδια πάλι... Είδα κι απόειδα, αγόρασα ασύρματα, αλλά μου έχει μείνει συνήθεια να κλειδαμπαρώνομαι στο γραφείο και να παραφυλάω μην μπει το τέρας κλεφτά και δεν τον πάρω χαμπάρι.

Αφού λοιπόν δεν μπορεί να βάλει χέρι –συγνώμη, δόντι- στον υπολογιστή, μ’ εκδικείται και ξεσπάει τώρα στα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Είχα πάρει την περασμένη βδομάδα κάτι ωραία φωτεινά αστεράκια για τη μπαλκονόπορτα, δεν πρόλαβα να τα κρεμάσω. Ξυπνάω το πρωί και τι να δω! Ανάβανε μόνο 6 από τα 36! Είχε κόψει το καλώδιο πάλι. Ευτυχώς είχα κρατήσει την απόδειξη, τα τύλιξα ωραία ωραία στη συσκευασία τους και τα γύρισα πίσω. «Εεεε, ήτανε κομμένο ένα καλώδιο» τους είπα και μου τα αλλάξανε χωρίς δεύτερη κουβέντα ευτυχώς. Όμως τα λαμπάκια του δέντρου δεν μπορώ να τα επιστρέψω, έχει κόψει το καλώδιο σε 3 διαφορετικά σημεία ο αχόρταγος, ούτε μακαρόνια να ήτανε. Αναγκάστηκα ν’ αγοράσω άλλα. Παρακαλάτε να τη βγάλουν καθαρή μέχρι το νέο έτος, όχι τίποτ’ άλλο, αλλά μη μου πάθει και καμιά ηλεκτροπληξία το γατί! Μου ‘χει πει ο κτηνίατρος ότι μπορεί να μείνει με μισή γλώσσα.


Τ’ ακούς γατούλη; Έλα... μαμ!


Άδεια μου αγκαλιά



Photo by makyo



Απο χθες ακούω το La Fisarmonica. Μ’ έχει πιάσει μια γλυκιά μελαγχολία. Μου θυμίζει εφηβικά πάρτυ, αγκαλιές, πρώτα φιλιά, αγγίγματα στα σκοτεινά, σκιρτήματα... Χρόνια ανέμελα που δε γυρνάνε πίσω - και ποιος το θέλει άλλωστε; Μεγαλώσαμε πολύ...

Έχω μπει σ’ ένα τριπάκι κι αναπολώ γιορτές, Χριστούγεννα... Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Χαρούμενες μέρες που μαζευόμασταν όλοι στο σπίτι, πότε στο ένα και πότε στο άλλο, τραπέζια γεμάτα, κρασί άφθονο, φωνές και γέλια... κι εκείνος δίπλα μου. 8 ολόκληρα χρόνια...

1999: Τα πρώτα Χριστούγεννα σπίτι μας. Ήθελα τόσο πολύ να στολίσω δέντρο. Όλα καινούρια! Πρώτο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, πρώτη Πρωτοχρονιά, τ’ Αη Γιαννιού ξανά τραπεζώματα, κόσμος, φίλοι, ευτυχία...

2001: Και μετά ξαφνικά μόνη, εγώ κι οι τέσσερις τοίχοι, χωρίς έπιπλα, μόνο ένα κρεβάτι και μια τηλεόραση. Φτου κι απ’ την αρχή... Άντεξα.

2002: Τα δύο επόμενα Χριστούγεννα ήμουν με κάποιον άλλον. Δυο ακόμα χρόνια μ' ένα ζευγάρι ξένα φτερά, ένα ζευγάρι δανεικά δεκανίκια. Και πάλι Χριστουγεννιάτικα δέντρα, λαμπιόνια, γιρλάντες, βασιλόπιτες και σαμπάνιες, όμως λιγότερος κόσμος - δεν τα περνάς ανώδυνα τη δεύτερη φορά...

2004: Μόνη πάλι. Τα έπιπλα δικά μου ευτυχώς. Κι οι γάτες. Κατάδικές μου κι αυτές. Καταδικασμένες μαζί με μένα να υπομένουν την απουσία του. Να αναζητούν τη μυρωδιά του στα μαξιλάρια του καναπέ και σε ξεχασμένα μακό. Και να μου δείχνουν με τον τρόπο τους πως τους λείπει.

2006: Δε στολίζω δέντρο από τότε. Βαριέμαι να το κατεβάσω απ’ το πατάρι κι ακόμα περισσότερο να το ξεστολίσω μετά. Ποιο το νόημα να το βλέπω μόνη; Τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά. Κι όσο κι αν είμαι παιδί στην ψυχή, καταλαβαίνω επιτέλους πως πρέπει κάποτε να μεγαλώσω. Μόνη.

Γαμημένο ακορντεόν, με ξέσκισες απόψε. Σίγουρα έβαλε το χεράκι της κι η βότκα.


Ψιτ! Κοιμάμαι ακόμα στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού.

Τι είχαμε, τι χάσαμε!


Photo by Nsoroma79

Της τηλεφώνησα για δυο λόγους:
α) γιόρταζε ο άντρας της την προηγούμενη (του Αγίου Νικολάου)
β) η ίδια γέννησε πριν 3-4 βδομάδες και ήθελα να της ευχηθώ για το μωράκι
Μ’ ένα σμπάρο 2 τρυγόνια λοιπόν.

Έκπληξη πρώτη: Δεν αναγνώρισε την κλήση μου, πράγμα που σημαίνει ότι είχε διαγράψει το νούμερό μου από το κινητό της. Με πείραξε αυτό, δεδομένου ότι τη γνωρίζω 3 χρόνια.
Έκπληξη δεύτερη: Όταν της είπα το όνομά μου, πάλι δεν έδειξε να με αναγνωρίζει κι αναρωτήθηκε ποια είμαι. Ούτε με το χαϊδευτικό μου δε με κατάλαβε. Αν μη τι άλλο, το nosy είναι χαρακτηριστικό!

Μου μιλούσε ψυχρά, σχεδόν αδιάφορα και μ’ έκανε να αισθανθώ πολύ άβολα. Στην τελική, δεν την πήρα να της ζητήσω δανεικά, αλλά να της ευχηθώ. Είχα σκοπό να την καλέσω και στο πάρτυ μου, αν είχε σαραντίσει, αλλά σκέφτηκα «λεχώνα είναι, σιγά μην τρέχει σε χορούς». Δεν πρόλαβα βέβαια. Εκεί που της μιλούσα, ξαφνικά έκλεισε η γραμμή. Κοιτάω το κινητό μου, είχε φουλ σήμα. Της ξανατηλεφωνώ, βγαίνει τηλεφωνητής. «Ο συνδρομητής που καλείτε δεν είναι διαθέσιμος».

Τι έγινε ρε παιδιά; Μου το έκλεισε; Αποκλείεται, σκέφτηκα! Τέτοια αγένεια, γιατί; Υπέθεσα λοιπόν ότι όντως δεν είχε σήμα ή ότι έπεσε η μπαταρία κλπ. Λογικά θα μ΄έπαιρνε αυτή μετά. Ε ακόμα με παίρνει! Εγώ την πήρα άλλες 2 φορές την Παρασκευή και δεν ήταν διαθέσιμη.

Συχνά έρχεται η στιγμή που αξιολογείς τις γνωριμίες σου. Δεν την θεωρούσα ποτέ φίλη με την πραγματική σημασία της λέξης, αλλά είχαμε καλή χημεία και όταν βρισκόμασταν έδειχνε πως της άρεσε η παρέα μου. Κι όμως αυτή τη φορά που της τηλεφώνησα δεν έδειξε καν τη στοιχειώδη ευγένεια. Τι μεσολάβησε σ’ αυτό το διάστημα; Τίποτα! Υποθέτω πως είναι μια ακόμη από αυτές τις «φίλες» που όταν τις συναντάς στο δρόμο μετά από καιρό, σου πετάει το γνωστό κλισέ: «Έλα βρε, πού χάθηκες; Ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρες!» και σε κάνει να αισθάνεσαι κι άσχημα από πάνω. Εδώ λοιπόν είναι που εσύ πρέπει να ‘χεις το θάρρος να της απαντήσεις ένα ορθό-κοφτό: «Ούτε κι εσύ!» και να τη στείλεις στα τσακίδια.


Σταματημένοι δείκτες


Photo by dressONbackwards



Στο σπίτι μου έχω έξι ρολόγια. Δύο τοίχου και τέσσερα επιτραπέζια. Όλα δείχνουν διαφορετική ώρα, κανένα τη σωστή. Τα πέντε είναι σταματημένα και το έκτο δείχνει μια ώρα μπροστά.

Θυμάμαι το πρώτο, το είχα πάρει όταν ετοίμαζα το σπίτι, ήθελα ένα για την κουζίνα, σε χρώμα μεταλλικό. Είναι στρόγγυλο και μεγάλο και μέσα του έχει 4 μικρότερα ρολόγια που δείχνουν την ώρα σε Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Σύδνεϋ και Λος Άντζελες, σταματημένα κι αυτά εδώ και 5 χρόνια.

Ο Γ. είχε εμμονή με την ώρα. Κάθε που οι μπαταρίες πέφτανε και μένανε λίγο πίσω, πήγαινε και διόρθωνε τους δείκτες λες κι είχε καμία σημασία η ώρα στο άλλο ημισφαίριο. Όταν έφυγε για πάντα, αποφάσισα πως δε θα ξαναλλάξω μπαταρίες σ΄αυτό το ρολόι κι έχει μείνει ακίνητο από τότε, ξεχασμένο όπως κι εκείνος.

Το ρολόι στο σαλόνι μου το είχε πάρει δώρο στη γιορτή μου τον πρώτο χρόνο που μέναμε μαζί στο σπίτι, το είχα δει σε μια βιτρίνα και μου άρεσε πολύ. Μαλώναμε πού θα το κρεμάσουμε, όταν έφυγε του άλλαξα θέση και το έβαλα εκεί που ήθελα εξαρχής. Δε θυμάμαι πόσο καιρό είναι σταματημένο.

Τα υπόλοιπα τέσσερα δεν τα κοιτώ σχεδόν ποτέ, έχουν γίνει διακοσμητικά στοιχεία πια, καθόλου χρηστικά, είναι εκεί μόνο για να μου θυμίζουν. Όχι εκείνον πάντως...

Ο Κ. ποτέ δε με ρώτησε για τα ρολόγια. Μου άρεσε πολύ που δεν τον ένοιαζε καθόλου. Είχε ένα δικό του ρολόι μέσα του και κοντά του έμαθα ν΄ακούω το δικό μου με τον καιρό. Στη φύση εξάλλου ο χρόνος δεν έχει σημασία.

Από μικρή είχα άγχος με το χρόνο, μια ζωή έτρεχα να προλάβω. Μέχρι που πέταξα το ρολόι χειρός κι άρχισα να ζω σε πιο φυσιολογικούς ρυθμούς. Ακόμα και χωρίς ρολόι δεν αργώ ποτέ στα ραντεβού. Τελικά μια συνήθεια είναι όλα. Κι όταν είμαι στο τιμόνι, υπολογίζω την ώρα με τις αποστάσεις, όλα είναι μετρημένα πια. Δε χρειάζεται ν’ ανησυχώ για τίποτα. Τα χρόνια περνάνε ούτως ή άλλως...





ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- AdHeReL

"Με το φεγγάρι του Δεκέμβρη ξαναγεννιέμαι και πεθαίνω"



Τη λέγανε Adherel κι ήταν κόρη του φεγγαριού. Γεννήθηκε ένα βράδυ του Δεκέμβρη με πανσέληνο, σαν η σελήνη έριξε τ’ ασημένιο φως της στα γυάλινα νερά της λίμνης, έγλυψε τα νούφαρα που τη χαϊδεύανε απαλά, τα παραμέρισε διεκδικητικά και εισέβαλε μέχρι τα άδυτα του βυθού της. Είχε κόκκινα κυματιστά μαλλιά που πάνω τους σκαλώνανε τ΄αστέρια, μάτια γκρίζα, μακριά κρινοδάχτυλα, κορμί ελαφιού κι ασημιά φτερά πεταλούδας καρφωμένα στις ωμοπλάτες. Φίλοι της ήταν τα πουλιά και φύλακας άγγελός της το πούμα. Την είδε ο ήλιος σαν ξεπρόβαλε γυμνή πρώτη φορά απ’ τη λίμνη. Την ομορφιά της ζήλεψε. Την καταράστηκε να μην μπορεί ποτέ να βγει στο φως της μέρας, να καίγεται το δέρμα της στην πρώτη αχτίδα και μιλιά να μη βγει ποτέ απ΄τα γλυκά της χείλη. Μόνη να ζει και να πλανιέται μες το σκοτεινό το δάσος, νύχτα, με συντροφιά το μαύρο πούμα και τ΄ άστρα που σκαλώναν στα μαλλιά της. Μόνο κάθε πανσέληνο Δεκέμβρη τα μάγια ίσως να τα λύσει, αν βρει το ταίρι της την ώρα που όλοι θα κοιμούνται. Κι έβγαινε κάθε που θα νύχτωνε γεμάτο το φεγγάρι του Δεκέμβρη, σαν αμαζόνα το μαύρο πούμα καβαλούσε και ξεκινούσε το κυνήγι. Κι όργωνε το δάσος με τα πουλιά στο διάβα της κι άστραφταν τ΄αστέρια στα μαλλιά της δίπλα στο φως της λίμνης. Τριγύριζε στου blogspot το μικρό χωριό και κλεφτά παρατηρούσε τα ζευγάρια που κοιμόντουσαν σφιχτά αγκαλιασμένα απ΄τα μισάνοιχτα παράθυρα τις νύχτες, έκλεβε τις ανάσες τους και τα φιλιά τους ζήλευε, τα μοιρασμένα οράματα καθώς γερνούσανε μαζί. Στεκόταν πάνω απ΄τις κούνιες των μωρών και τρύπωνε κάτω απ’ τα σφαλιστά τους βλέφαρα, θέρμη γλυκιά να πάρει απ’ τα όνειρά τους. Και κάθε Δεκέμβρη με πανσέληνο, σύντροφο έψαχνε να βρει για να λυθούν τα μάγια. Κι έλιωνε σαν το κερί κάθε που ξημέρωνε, γιατί ήξερε πως δεν θ’ αντέξει ως τον επόμενο Δεκέμβρη. Παρήγγειλε λοιπόν και κάλεσαν όλα τα ζωντανά του δάσους. Μαζεύτηκαν μια νύχτα με πανσέληνο για να τους αποχαιρετήσει και χρυσοποίκιλτα μικρά πουγκιά τους έδωσε με ρόδια και μια μπούκλα απ’τα πορφυρά μαλλιά της μ’ ένα αστέρι στον καθένα. Κάνανε κύκλο γύρω απ’ τη φωτιά κι ενώσανε τα χέρια και τότε μόνο η κόρη η μουγκή μίλησε σε όλους με τα μάτια. Και είδανε τον πόνο της και όσα έκρυβε η καρδιά της τόσα χρόνια και δάκρυσαν που μπόρεσαν τη σκέψη της να νιώσουν. Και κύλησαν τα δάκρια και παγωμένα γίνανε ρουμπίνια και διαμάντια που γυάλιζαν απόκοσμα στο φως της φλόγας. Και τότε αυτή σηκώθηκε και φρενιασμένα χόρεψε μέσα στον κύκλο, πετώντας από πάνω της το πέπλο που φορούσε. Κι η γύμνια της τους τύφλωσε τόσο όμορφη που ήταν και τα πουλιά φτερούγισαν στης μουσικής τον ήχο. Το πούμα μόνο βόγκηξε με κόκκινα τα μάτια, που ένιωσε πως θα ‘χανε για πάντα την κυρά του. Πάνω απ΄τη φωτιά εκείνη αιωρήθηκε για λίγο, το βλέμμα της πλανήθηκε υγρό τριγύρω και ξάφνου βούτηξε στις φλόγες χωρίς μιλιά να βγάλει. Το μόνο που ακούστηκε στη σιγαλιά του δάσους, ήταν ο ήχος από φτερά ασημένια που τσακίσανε και πορφυρά μαλλιά που μύρισαν καμμένα. Κανείς δεν είπε τίποτα, μόνο κλαίγαν από μέσα τους όπως κι εκείνη τόσα χρόνια. Σαν έσβησε η κόρη, σύννεφα κάλυψαν τη σελήνη δακρυσμένη, τ΄αστέρια εξαϋλώθηκαν και το δάσος του blogspot σκεπάστηκε με ασημένια φεγγαρόσκονη.


Ευχαριστώ την candyblue για το κολλάζ

Είμαι καλά, γιατρέ μου;














Μια και σας βρήκα μπόσικους με τις ψηφοφορίες, βοηθήστε ακόμα λίγο κι εγώ θα σας κεράσω φοντάν.



Νιώθω ένα βάρος. Απ’ τη μύτη αν με πιάσεις, θα σκάσω. Και φταίει ο Α γι αυτό. Δηλαδή δε μου ‘χει κάνει τίποτα ο άνθρωπος, κάθε άλλο. Μια χαρά κύριος είναι, εμφανίσιμος, ευγενικός, ανοιχτοχέρης, νοικοκύρης, με όλα τα μαλλιά στο κεφάλι του, στα σωστά κιλά, στην κατάλληλη ηλικία, με καλή δουλειά και κυρίως όταν ανοίγει το στόμα του δεν πετάει βατράχια. Και ακόμα πιο σημαντικό, ενδιαφέρεται για μένα. Σφόδρα! Και μου το δείχνει κιόλας, δεν είναι κανένας κρυόκωλος ο άνθρωπος.

Εγώ τώρα κανονικά θα ‘πρεπε να χαίρομαι. Για την ακρίβεια, να πηδάω απ’ τη χαρά μου. Διότι τελευταία όλο γκρινιάζω πως δε γνωρίζω κανέναν την προκοπής, κι ότι πέφτω συνέχεια πάνω σε κάτι ρεμάλια, ότι ερωτεύομαι τα λάθος άτομα, ότι έχω τον μαλακομαγνήτη κλπ κλπ κλπ - τα έχετε ακούσει πολλάκις φαντάζομαι, μην τα επαναλαμβάνω αδίκως λοιπόν και σας κουράζω.

«Ποιο το πρόβλημα τότε;» θα μου πείτε. Στο ψητό λοιπόν: Ο Α με διεκδικεί (σαφώς). Εγώ όμως κάνω την πάπια (σαφέστατα). Παθαίνω πατατράκ και παραλύω σας λέω. Κάθε που με πλησιάζει, εγώ παγώνω. Λίγο πάει ν΄απλώσει το χεράκι του να μ’ αγκαλιάσει, αλλάζω θέση εγώ. Σαν πάει να έρθει να καθίσει πιο κοντά μου, τότε θα θυμηθώ πως δίψασα και θα σηκωθώ να πιω νερό. Τον ακάθιστο παθαίνω ένα πράμα. Βρε όσο με ποτίζει μπας και χαλαρώσω, τόσο πιο στρίντζω γίνομαι εγώ. Έχει απηυδήσει ο άνθρωπος σας λέω - και με το δίκιο του. Καλέ, εγώ παγοκολώνα ποτέ δεν ήμουν, κάθε άλλο μάλιστα, ρωτήστε όποιον θέλετε, θα σας πει τα καλύτερα! Έχω σεξογραφικά με άριστες συστάσεις. Τι μ’ έχει πιάσει τώρα απορώ!

Βοηθάτε ρε παιδιά, να πάρω μια απόφαση, πριν πετάξει το πουλάκι και μετά είναι αργά:
α) το κόβω μαχαίρι, αφού δε μου βγαίνει
β) το πάω λάου λάου για λίγο ακόμα μπας και ζεσταθεί το πράμα
γ) του κάθομαι ασυζητητί (στην τελική μπορεί και να μ΄αρέσει)
δ) του εξηγώ ότι έχω μεγάλη αμηχανία και το συζητάμε μπας και βρούμε μια λύση
ε) άλλο (παρακαλώ διευκρινίστε)


Άιντε και πρέπει ν’ αποφασίσω σύντομα.




Τι κάνεις όταν....



Photo by SomethingWicked


...θέλεις να γράψεις για να ξαλαφρώσεις, αλλά ξέρεις ότι θα σε διαβάσει αυτός που ΔΕΝ πρέπει;

1. γράφεις σε γ’ ενικό και λες την ιστορία σαν να πρόκειται για άλλον/η
2. αλλάζεις λίγο γεγονότα/πρόσωπα/καταστάσεις κι εύχεσαι να μην τα συνδέσουν με σένα
3. παρακαλάς να μην έχει χρόνο να μπει στο νετ ειδικά τη μέρα που ανεβάζεις το post κι ελπίζεις να έχεις οίστρο και τις επόμενες μέρες, ώστε το post να προχωρήσει πιο γρήγορα παρακάτω
4. άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε (μέχρι πότε όμως;)
5. τα γράφεις κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει
6. το «καταπίνεις» και πας παρακάτω




Παρακαλώ, τη βοήθεια του κοινού. Ευχαριστώ.



Η Calamity Jane σε νέες περιπέτειες

Μια αποφράδα χιονισμένη μέρα του περασμένου Δεκέμβρη, η φίλη μου η Calamity κι εγώ αποφασίσαμε να επισκεφτούμε μια φάρμα με άλογα για να κάνουμε ιππασία. Ιδού τμήμα από το αγρόκτημα.
Αρχικά μας είπανε να πλησιάσουμε τ’ άλογα και να τα ταΐσουμε μήλα για να μας συμπαθήσουνε.

Κάποια από αυτά την Calamity την λατρέψανε!

Αφού κολατσίσανε τα ζώα, ήρθε η ώρα να διαλέξουμε άλογο. Πολύ όμορφα τα καφετιά. Κάνουν ωραία αντίθεση με το χιόνι.

Όμως επειδή η Calamity είναι αρχάρια, οι άνθρωποι της φάρμας επιμένανε να πάρει τον Ιβάν (το ψωράλογο)!

Αφού το διαλέξαμε, πρέπει τώρα να το σελώσουμε. Χμ... μια κουβέντα είναι! Πώς το σηκώνεις αυτό;

Χα! Τα κατάφερε!

Κι αν είναι δύσκολο να σηκώσεις τη σέλα, ακόμα πιο δύσκολο είναι να καβαλήσεις τ’ άλογο. Για ευνόητους λόγους παραλείπω αρκετές φωτογραφίες από την όλη διαδικασία.

Επιτέλους, η Calamity πάνω στ’ άλογο. «Έλα ρε Ιβάν, μη μου το κάνεις αυτό! Κάτσε ακίνητος για μια φωτογραφία»

Τελικά σαν να του καλάρεσαν οι φωτογραφίες του Ιβάν. Πρώτη μούρη!

Όσο για το τοπίο, μαγευτικό! Λέμε να ξαναπάμε φέτος την άνοιξη.

Κι επειδή ως γνωστόν εγώ είμαι γεννημένη Αμαζόνα, παραλείπω δικές μου φωτογραφίες, διότι έχουμε κι έναν Α βαθμό τακτ. Για να μην αισθανθεί άσχημα η Calamity ντε! Άσε που κάποιος έπρεπε να κάνει και το φωτογράφο.

Καλό μήνα και καλό Σαββατοκύριακο



Update: Μελαγχόλησα... Τραγουδάκι που ταιριάζει με τη διάθεση.

Rolling Stones - Wild Horses.mp3



Ouch! That hurt!



Photo by xtremefusion

Εκτός που θυμώνω, στεναχωριέμαι κιόλας. Ειδικά όταν με βάζουν στο ίδιο καζάνι με τους άλλους. Κι όταν στις πλάτες μου φορτώνουν συμπεριφορές και τακτικές άλλων. Κι όταν πιάνονται από κάτι που θα πω, για να περάσουν τα δικά τους. Ε λοιπόν αυτό δε μ’ αρέσει και στάθηκε αφορμή για το σημερινό post.

Όταν εγώ γράφω για τα προβλήματα που αντιμετωπίζω στο σχολείο κι έρχεσαι εσύ και μου λες για τις απεργίες των εκπαιδευτικών, δε δείχνεις μπέσα. Όταν ανοίγω την καρδιά μου και γράφω τον πόνο μου κι εσύ με κρίνεις, πάλι δε δείχνεις μπέσα. Όταν το πρόβλημά μου είναι το Α κι εσύ το παρακάμπτεις και μου μιλάς για το Β, μια από τα ίδια κάνεις.

Εσύ που λες ότι απεργούμε μόνο για τα φράγκα και όχι για την απαξίωση των εκπαιδευτικών, εμένα δε με ξέρεις. Ένα post μου διάβασες, άντε δύο, ίσως τρία και βιάστηκες να με τσουβαλιάσεις. Και μου μιλάς εσύ για μπέσα; Και σε ρωτάω: Δε θες εσύ να αμείβονται καλά οι δάσκαλοι των παιδιών σου; Γιατί ρε φίλε; Τι ζόρι τραβάς; Και τι φταίμε στην τελική αν τα media προβάλουν μόνο τα οικονομικά αιτήματα των εκπαιδευτικών; Ήρθες ποτέ να δεις τις συνθήκες στα σχολεία της επαρχίας; Ξέρεις πόσα χρόνια δουλεύουμε ως αναπληρωτές και τρέχουμε σαν τους γύφτους από νομό σε νομό κάθε χρόνο; Που δε ριζώνουμε πουθενά; Που μέχρι να μάθουμε τα παιδιά και να βρούμε τα κουμπιά τους, μας παίρνουν και μας πάνε σ’ άλλο σχολείο; Που δεν ξέρουμε πού θα είμαστε του χρόνου; Πόσοι εκπαιδευτικοί ζούνε χώρια απ΄ την οικογένειά τους γιατί δεν μπόρεσαν να πάρουν συνυπηρέτηση με τον/τη σύζυγο;

Ξέρεις αν εγώ εργάζομαι σωστά κι αν είμαι ευσυνείδητη; Αν μ’ αγαπάνε οι μαθητές μου κι αν μ’ έχουν ως πρότυπο; Αν έχω αφήσει κάτι πίσω μου σε όσα σχολεία έχω δουλέψει; Με ρωτάς πόσα ξοδεύω σε βενζίνες και σέρβις για να μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά; Ξέρεις ότι για να πάρω μετάθεση στο νομό (και όχι στην πόλη μου) θα περάσουν ακόμα πόσα χρόνια; Ξέρεις τι είναι να δίνεις εξετάσεις στον ΑΣΕΠ κάθε 2 χρόνια, «επιτυχούσα αλλά μη διορισθείσα, better luck next time, try again please»;

Γιατί λοιπόν πιάνεσαι από ένα post για να μου την πεις; Και μιλάς εσύ μετά για μπέσα; Κι αν θες να μιλήσουμε για την απαξίωση των εκπαιδευτικών, να το κάνουμε. Μάθε όμως πρώτα ότι ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός και πάνω απ’ όλα μ’ έμαθε να σέβομαι τους δασκάλους μου, πράγμα που δε βλέπω να προσπαθούν να κάνουν οι σημερινοί γονείς. Τον έβλεπα πώς κόπιαζε ο ίδιος να μας κάνει σωστούς ανθρώπους. Και όσα χρόνια πήγαινα εγώ σχολείο, έχω να θυμάμαι δάσκαλους και καθηγητές που άξιζαν και το σεβασμό και το θαυμασμό μου. Και που μας αγαπούσαν και μας έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό. Αυτούς εγώ ήθελα να τους μοιάσω.

Ναι, φυσικά μέσα στους πολλούς καλούς πάντα υπάρχουν και μερικοί σκάρτοι, αλλά πάλι και σε ποιον κλάδο δεν υπάρχουν οι τεμπέληδες; Δεν άκουσα ποτέ όμως κανέναν να λέει για τους τεμπέληδες δημόσιους ή ιδιωτικούς υπαλλήλους. Μόνο με τους «άχρηστους» εκπαιδευτικούς τα ‘χουμε. Κολάμε σ’ αυτά τα ελάχιστα αρνητικά παραδείγματα και βάζουμε στον ίδιο ντορβά και τους υπόλοιπους, γιατί είναι πιο εύκολο να γενικεύουμε και να αποποιούμαστε των ευθυνών μας ως γονείς. Και στην τελική, αν κάνουμε την πιο εύκολη δουλειά του κόσμου, ας γινόσασταν όλοι καθηγητές και δάσκαλοι να περνάτε ζάχαρη, σας εμπόδισε κανείς;

Αλλά η δική σου μπέσα ρε φίλε σταματά στο να σχολιάζεις αν κάποιοι άντρες τιμάνε τα παντελόνια που φοράνε, αν οι λεφτάδες ρίχνουν γκόμενες πιο εύκολα κι αν οι εκπαιδευτικοί απεργούνε μόνο για τα φράγκα. Εντάξει τότε ρε αλητόβιε, μπέσα!



Στέλλα


Photo by p2ikezej2nku


Τη Στέλλα τη γνώρισα πριν λίγα χρόνια σε μια ουρά σ’ ένα γραφείο της Δευτεροβάθμιας. Ήμασταν κι οι δυο αναπληρώτριες τότε και στηνόμασταν κάθε χρόνο να υποβάλουμε δικαιολογητικά για την επόμενη σχολική χρονιά. Ως συμφοιτήτριες δεν είχαμε γνωριστεί, αλλά εκείνη με θυμόταν φυσιογνωμικά. Πιάσαμε την κουβέντα κι ανακαλύψαμε πως ήμασταν και γειτόνισσες. Είχαμε μετακομίσει πρόσφατα κι οι δυο εδώ, νιόπαντρες, περιχαρείς νοικοκυρές. Ετοιμαζόμασταν τότε να δώσουμε εξετάσεις για τον ΑΣΕΠ, γιατί αν περιμέναμε να διοριστούμε από την επετηρίδα... καήκαμε!

Την ξαναείδα την επόμενη χρονιά στην ίδια ουρά στο ίδιο γραφείο για τον ίδιο λόγο. Πάλι χαθήκαμε το καλοκαίρι, αλλά αυτή τη φορά είχαμε ανταλλάξει τουλάχιστον τηλέφωνα. Της τηλεφώνησα τέλη Αυγούστου να της ανακοινώσω τα ευχάριστα νέα του διορισμού μας. Τοποθετηθήκαμε κι οι δυο στην ίδια περιφέρεια και πήγαμε να ψάξουμε για σπίτι. Βρήκαμε δυο μικρές γκαρσονιέρες στην ίδια πολυκατοικία και τις κλείσαμε. Η Στέλλα είχε και συγγενείς εκεί, εγώ ήμουν μόνη. Δηλαδή όχι εντελώς μόνη, είχα τη Στέλλα. Μεγάλη ανακούφιση αυτό! Να ξέρεις ότι είναι δίπλα σου κάποιος γνωστός, ότι δεν είσαι ξένος σ΄ ένα ξένο μέρος, αλλά έχεις κάποιον να μιλήσεις αν σου τη βιδώσει, ένα άτομο να πεις δυο κουβέντες με τον καφέ να ξεχαστείς.

Δεν ήταν η ανάγκη που μας ένωσε όμως. Ήταν που η Στέλλα είναι άνθρωπος εγκάρδιος και ζεστός, πολύ καλοπροαίρετη με όλους, γελαστή και καλοσυνάτη. Πάντα με την καλη κουβέντα στο στόμα, ακόμα κι όταν η ίδια έχει προβλήματα. Δε θα σε «κρεμάσει» ποτέ, ούτε θα πει λόγια πίσω από την πλάτη σου. Αυτό που βλέπεις, αυτό είναι! Και την εκτιμώ πολύ γι αυτό και την αγαπάω. Περάσαμε και δεύτερη χρονιά παρέα στην ίδια πόλη. Μετά πήραμε κι οι δυο απόσπαση. Τώρα μένουμε σπίτια μας, σχεδόν απέναντι, αν βγω στο μπαλκόνι, βλέπω το δικό της. Δε χανόμαστε.

Η Στέλλα όμως που είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, έχει ένα ιστορικό. Πριν λίγα χρόνια έκανε αφαίρεση ωοθήκης λόγω κακοήθειας. Μήνες μετά εγχειρίστηκε και πάλι. Από τότε προσπαθεί να κάνει παιδί με εξωσωματική κι όλο κάτι στραβώνει. Έχει παιδευτεί πολύ. Πριν τρεις βδομάδες έκανε επιτέλους την πολυπόθητη εμβρυομεταφορά. Έμεινε σπίτι με αναρρωτική και περίμενε να περάσουν λίγες μέρες μέχρι να κάνει τεστ κύησης. Της είχαν εμφυτεύσει τρία ωάρια. Τρία μικρά αστεράκια που έπαιρναν ζωή απ’ αυτήν και μεγάλωναν μέσα της. Ευχόμουν να προχωρήσουν και τα τρία γιατί ήξερα πόσο πολύ ήθελε τρίδυμα. «Μια κι έξω» όπως λέει κι εκείνη.

Την προηγούμενη Δευτέρα είχα ένα τηλεφώνημα από τη Στέλλα. Ακουγόταν μια χαρά και περίμενα να μου πει ότι όλα πήγαν καλά. Αντί γι αυτό μου είπε ότι η εξωσωματική απέτυχε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τόσος κόπος, τόσα έξοδα και τόσες ελπίδες πήγαν χαμένα. Πώς μπόρεσε και το πήρε τόσο ψύχραιμα; Πώς κατάφερε να είναι τόσο δυνατή;

Στελλίτσα μου, αν σε μια γυναίκα αξίζει περισσότερο να κάνει παιδιά, αυτή είσαι εσύ. Σου εύχομαι μέσα απ’ την καρδιά μου να τα καταφέρεις και του χρόνου στη γιορτή σου να σου φέρνουμε δώρο μωρουδιακά. Χρόνια πολλά και καλά. Κράτα γερά, με τσαμπουκά!

Φιλιά, Jo.


Διαχείριση θυμού

Photo by wolfskin



Θυμώνω...
όταν υποτιμούν τη νοημοσύνη μου
όταν δε με σέβονται ενώ το αξίζω
όταν πληγώνουν την αξιοπρέπειά μου
όταν ακυρώνουν όλους τους κόπους μου
όταν με υποβιβάζουν
όταν δε με αφουγκράζονται
όταν βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα

Τότε...
ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μου και δεν μπορώ να σκεφτώ λογικά
λέω λόγια που δεν πρέπει και μετανιώνω μετά
γυρνώ σπίτι κουρασμένη ψυχικά κι αναρωτιέμαι αν αξίζει να προσπαθώ

Σήμερα νόμιζα πως θα πάθω εγκεφαλικό.
Τελικά δεν αξίζει να προσπαθώ.
Για τίποτα και για κανέναν.

Surreal



Η nosyparker χτένισε τα μουστάκια της, φόρεσε τα μυωπικά γυαλιά της και τις καινούριες μπότες της, κούνησε την ουρά της και ξεκίνησε να συναντήσει την homeless montresor. H montresor ήταν ακόμα αναψοκοκκινισμένη από τον πυρετό της ορκομωσίας της και φλυαρούσε ασταμάτητα με λεπτομέρειες για το καινούριο της συνολάκι, τις φωτογραφίες, την ανθοδέσμη και το μαλλί κομμωτηρίου. Μπήκαν στο αμάξι και κατέβηκαν στην πόλη. Η βραδιά ήταν πολλά υποσχόμενη.

Το στέκι γνωστό. Ο nada τους περίμενε πίσω από το stand του dj και τις υποδέχτηκε με δυο φιλιά. Ματς μουτς - κι εμείς σ’ αγαπάμε, αλλά δεν κάνουμε κι έτσι! Η nosyparker άρχισε πάλι τη γνωστή της γκρίνια (δεν της είχε πετύχει η μιζανπλί) μόνο και μόνο για να τον βλέπει να αντιδρά και δήθεν να εκνευρίζεται. Ακόμα της χρωστάς εκείνο το cd και δεν την ξεχνάει την ποδηλατάδα και το γλυκόξινο Κινέζικο που της υποσχέθηκες. Και πού είναι οι θέσεις που υποτίθεται ότι τους κράτησες; Άλλη φορά θα πηγαίνουνε σε άλλο μαγαζί για μπύρες. Εδώ επεμβαίνει η montresor, η οποία είχε ήδη κάνει γνωριμία με ψηλό αδύνατο νεαρό (μα πότε πρόλαβε;) ο οποίος δυστυχώς συνοδευόταν. Φτου!

Δεν είχανε ακόμα προλάβει να καθήσουν, όταν στο μπαρ μπήκανε «οι άλλοι». Μπροστά τραβούσε ο vita mi barouak, ψάχνοντας επί ματαίω ν’ αναγνωρίσει μια γατούλα μες το πλήθος. Κι αυτός ο απερίσκεπτος μπήκε ανφάς και όχι προφίλ, και τους μπέρδεψε η μύτη του. Ευτυχώς η γατούλα είδε την candyblue και πάτησε ένα νιαρ κουνώντας το μαντήλι. Η candy όμως τους ξεγέλασε. Τους είχε πει πως είναι μπλε και μελαγχολική, μα φαίνεται πως ο θαλασσινός αέρας της κινηματογραφούπολης της έκανε τόσο καλό που της άλλαξε τη διάθεση. Από τη συγκίνηση (και τη δηλητηρίαση) ξέχασε να φέρει μαζί της το κολλάζ που είχε πει πως θα κρατά για να την αναγνωρίσουνε. Πάλι καλά που ήτανε μαζί κι ο dr Uqbar. Αλλά κι αυτός ήρθε χωρίς τα ροζ γυαλιά και χωρίς την πανοπλία του. Ευτυχώς έφερε μαζί το φαρδύ του χαμόγελο και την καλή καρδιά του. Μαζί τους κι ο horexakias ήρθε πολύ ορεξάτος γι αυτό και τον στρίμωξαν σε μια γωνία μπας και του κόψουνε λιγάκι τη φόρα.

Η ομάδα «πετούσε» υπό τις μουσικές επιλογές του nada, με ιστορίες για το μουστάκι του Νταλί, γατίσια γέλια, μπύρες, ουίσκυ και σφηνάκια τεκίλας. Αδίκως το περίεργο γατί προσπαθούσε να εκμαιεύσει λεπτομέρειες σχετικά με τον έρωτα του vita mi barouak και της σουπιάς, εκείνος έκανε την πάπια. Για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ο horexakias έβγαλε μια φωτογραφική μηχανή κι άρχισε ν’ απαθανατίζει κι όποιον πάρει ο Χάρος! Παρόλο που η montresor ήταν εκεί, δεν πήρε φωτιά κανένα κτίριο, δεν έσπασαν ποτήρια, δεν έπεσε κανείς από τις σκάλες ούτε και κλειδώθηκε στην τουαλέτα μη μπορώντας να βγει. Περίεργο! Λες και σ’ όλα υπήρχε μια θετική αύρα.

Όμως όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν και η παρέα έπρεπε ν’ αποχωριστεί. Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του - ή καλύτερα στο blog του. Θα τα λένε μέσα από τις ιστορίες τους στο εξής.

Καλή αντάμωση και πάλι.



Θλιβερά υποκατάστατα

Photo by snul


Σάββατο βράδυ. Ετοιμάζεται για έξω. Κόκκινο φόρεμα μοχέρ, αίσθηση απαλή που σε προκαλεί να το αγγίξεις. Κόκκινο κραγιόν, κόκκινα νύχια. Μαύρο δερμάτινο, μπούκλες ξανθές ατημέλητες, τακούνια που καρφώνουν την άσφαλτο.

Θα πιει παρέα με κάποιον άλλον απόψε, ενώ η σκέψη της θα ταξιδεύει σε σένα. Θα χαμογελά νωχελικά και φιλάρεσκα, θα σταυρώνει τα πόδια προκλητικά και θα τον αγγίζει τυχαία, θα του αφήνει κάποιο ίχνος αρώματος καθώς θα σκύβει να του μιλήσει μέσα στο θόρυβο του μπαρ, μα το μυαλό της θα ‘ναι πάντα κάπου αλλού. Θα προσπαθεί να ξεγελάσει τη μοναξιά της, να διασκεδάσει τους φόβους της και να καθησυχάσει την αγωνία που τη στοιχειώνει τα βράδια.

Η καρδιά... η καρδιά... η καρδιά... κάθε χτύπος της μια ανάσα σου, εκεί που βρίσκεσαι να την πνίγει, κάθε σφυγμός μια γροθιά στο στομάχι να την πονά, κάθε σου θύμηση καρφί στο μυαλό να σε αναζητά.

Το κορμί... το κορμί... το κορμί... κάθε του ρίγος μια μαχαιριά να σε σκίζει, κάθε του άγγιγμα ηλεκτροσόκ να την τινάζει και να ξυπνά. Κοιμάσαι μόνος απόψε; Άραγε την αναζητάς;

Το μυαλό... το μυαλό... το μυαλό... κάνε να σταματήσει να σκέφτεται, να μην πονά, να μη ζητά, να μην κλαίει. Κάθε σου σκέψη ένα μαρτύριο, μακριά σου δε ζει, μα ντρέπεσαι να το παραδεχτεί.

Πόσο πιο εύκολα θα ήταν να μπορεί να πει όλα όσα σκέφτεται! Χωρίς λόγια, μόνο με μια ματιά, με το κορμί και τα φιλιά να τα λένε καλύτερα. Ν’ ανοίξεις τα χέρια και να καταπιείς το είναι της και να μην την αφήσεις να φύγει ποτέ. Να είσαι εκείνη και να είναι εσύ. Ένα σώμα, ένας νους, μια πνοή, μια σκέψη.

Κι όμως απόψε δεν είσαι εδώ. Κι εκείνη θα κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον άλλον, που δε θα θέλει να θυμάται το πρωί. Υποκατάστατα δικά σου, οικτρά και θλιβερά, που κάνουν τη δουλειά για ένα βράδυ μόνο και αφήνουν πίσω τους μια δυσωδία φοβερή και μια πνιγηρή αναγούλα.

Σώσε την επιτέλους απ΄αυτό το μαρτύριο. Έλα και μείνε. Ζητάει πολλά;


Μουσικές δονήσεις

Photo by xemotearzx




Μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για έναν άνθρωπο από μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες; Είμαστε τόσο προβλέψιμοι τελικά; Από το τι διαβάζουμε, τι μουσική ακούμε, τι ρούχα φοράμε, τι ταινίες βλέπουμε; Από το πώς κινούμαστε, πώς τρώμε, πώς χαμογελάμε, πώς κοιτάμε; Είναι αυτές οι μικρές δονήσεις που λαμβάνουμε αρκετές για να μας πούνε αν κάποιος μας ταιριάζει, αν είναι συμβατός μ’ εμάς; Ή ζω μια πλάνη;

Πιάνω τον εαυτό μου μερικές φορές να σκέφτεται άτομα που μου μίλησαν για μουσική, που μου χάρισαν ένα τραγούδι, που μου πρότειναν ν’ ακούσω κάποιο άλλο, που μου τραγούδησαν ψιθυριστά στ’ αυτί κι αναρωτιέμαι… είναι η μουσική αυτό που μας ενώνει; Δείχνει άραγε ευαισθησίες και βγάζει στην επιφάνεια τρυφερές χορδές; Ή ζω μια πλάνη;

Τελευταία ακούω ξανά και ξανά τα ίδια τραγούδια, προσπαθώντας να νιώσω και πάλι όπως την πρώτη φορά που τα άκουσα, να μου γεννήσουν το ίδιο συναίσθημα, να προκαλέσουν την ίδια ανατριχίλα. Συχνά το καταφέρνω. Δεν ξέρω αν υποσυνείδητα έχω γίνει εξαιρετικά ευσυγκίνητη ή αν απλά φταίνε οι ορμόνες που με κάνουν εύκολα να δακρύζω ή ν’ ανατριχιάζω μ΄ ένα στίχο. Ξέρω όμως πως πολλές φορές τα λόγια είναι περιττά. Όχι γιατί δεν έχουμε κάτι να πούμε, αλλά γιατί πολύ απλά κάποιος άλλος το έχει γράψει ή το έχει τραγουδήσει πριν από μας για μας.

Κάτι τέτοιες ώρες λοιπόν, στη χαρά, στη λύπη… αρχίζουμε να σιγοτραγουδάμε, παρέα ή μόνοι… το μουσικό ημερολόγιο της ζωής μας, γλυκόπικρο κι αγαπημένο…

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Photo by soulstorm1106


Ρολόγια. Τα μισούσε με πάθος.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Έτρεχε για ακόμη μια φορά κυνηγημένος από τον χρόνο που δεν έλεγε να σταματήσει να κυλάει.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Μια ωρολογιακή βόμβα είχε οπλιστεί μέσα στο κεφάλι του.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Κάθε λέξη, κάθε κίνηση, κάθε ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, είναι ένα δευτερόλεπτο λιγότερο. Ένα δευτερόλεπτο που ίσως θα έπρεπε να έχει αξιοποιήσει διαφορετικά.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Γνωρίστηκαν παλιά μα ανακάλυψαν ο ένας τον άλλο χρόνια αργότερα, τυχαία ένα βράδυ. Ήταν υπέροχοι μαζί. Το είδαν και οι δύο κατευθείαν. Μια ζωή έψαχναν ο ένας τον άλλο και τώρα επιτέλους είχαν βρεθεί. Μα αυτοί οι τόσο ίδιοι άνθρωποι, ήταν καταραμένοι να μην ευτυχίσουν. Ζούσανε σε διαφορετικούς κόσμους. Έμεναν τόσο μακριά που οι περισσότεροι δε θα το σκέφτονταν καν. Και όμως εκείνη πήρε την απόφαση να ανέβει να τον δει. Για μία και μοναδική φορά. Μετά, έτσι απλά, θα έφευγε. Τρεις μέρες θα καθότανε. Άντε. Πήρε και άλλη μία μέρα παράταση. Τέσσερις.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Τέσσερις μέρες. Τι να προλάβει να πει και τι να προφτάσει να κάνει; Πόσο βαθειά να μπει μέσα στο μυαλό ενός άλλου ανθρώπου; Πόσο διάπλατα να της ανοίξει την καρδιά του; Του άρεσε να προχωράει αργά μα τώρα αυτά ήταν πολυτέλειες που δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του. Τέσσερις μέρες. Πάρτε τες και φροντίστε να χωρέσετε μέσα μια ολόκληρη ζωή. Μιλήστε, εκφραστείτε, επικοινωνήστε, διασκεδάστε, βγείτε για ποτό, καθίστε μέσα οι δυο σας. Ερωτευτήκατε; Φιληθείτε, ζήστε το μεγαλείο της αγκαλιάς, κάντε έρωτα. Πώς; Η πρώτη φορά ήταν αγχωμένη και δεν προλάβατε να της δείξετε τι αισθάνεστε; Κρίμα. Δεν έχετε χρόνο για δεύτερη... Τώρα πρέπει να αγαπηθείτε, και μετά να βγάλετε από μέσα σας τα πιο όμορφα παραμύθια. Ανοίξτε τα χείλη, που τόσο γλυκά φίλησε πριν από λίγο, για να ψιθυρίσετε τα παραμύθια σας στα αυτιά της και μετά ανοίξτε διάπλατα τα μάτια σας για να απολαύσετε το χαμόγελο που θα σας χαρίσει. Μα πριν προλάβετε να ανοίξετε τα βλέφαρά σας για να την κοιτάξετε θα τα έχει ήδη φιλήσει πικρά, το ένα μετά το άλλο. Και αυτό σημαίνει χωρισμός. Αυτό σημαίνει ότι οι μέρες πέρασαν. Αυτό σημαίνει τέλος.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…


Τέσσερις μέρες. Πέρασαν και δεν είχαν προλάβει να αρχίσουν καν. Οι ομορφότερες πρώτες μέρες που είχε ζήσει έμελλε να είναι ταυτόχρονα οι ομορφότερες τελευταίες. Αμέτρητες εμπειρίες, χαρά γέλια, ευτυχία. Τα πάντα ήταν υπέροχα. Για τέσσερις μέρες χάθηκε από τον κόσμο. Για τέσσερις μέρες ο κόσμος του έγινε αυτή. Μα οι ώρες περνούν σαν σφαίρες σε τέτοιες περιπτώσεις. Γρήγορα, αμείλικτα και κάθε μία αφήνει πίσω της μια ουλή που δεν φεύγει ποτέ. Χαμογέλασε πικρά καθώς σκέφτονταν ότι ο κόσμος ονόμαζε αυτές τις ουλές αναμνήσεις. Όλοι είναι σημαδεμένοι με άπειρες από αυτές, μα μερικές είναι τόσο δυνατές που σου αλλάζουν τη ζωή. Και οι δικές τους είχανε πλέον αλλάξει. Μα τώρα πάνω από τα κεφάλια τους, υπήρχε μία επιβλητική ταμπέλα. Ο.Σ.Ε. Και το τρένο θα εγκατέλειπε το σταθμό σε λίγο. Μαζί με τον κόσμο του. Κάπου βαθειά μέσα του ήθελε να ελπίζει ότι θα ξαναερχότανε να τον δει. Ότι θα μπορούσαν να είναι κανονικά μαζί σαν να μην υπήρχαν τα καταραμένα χιλιόμετρα. Ότι θα ξαναμηδενιζότανε το καταραμένο χρονόμετρο.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Τα ψηφία του ρολογιού στο σταθμό είναι κόκκινα. Αίμα.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

Ρολόγια. Τα μισούσε με πάθος. Τούτο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή του.

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

12:39

Τικ τακ… τικ τακ… τικ τακ…

"Αντίο"






Το κείμενο έγραψε ένα γειτονάκι


Ένας φίλος...

... ήρθε απόψε απ’ τα παλιά.
Photo by s_photography

Είναι καλός μου σύμβουλος κι αυστηρός κριτής μου, αν και μερικές φορές τον μισώ για τις αλήθειες που μου λέει. Σαν καταλαγιάσει ο θυμός μου αναρωτιέμαι τι θα ‘κανα αν δεν είχα κι αυτόν να με ταρακουνάει.

Θυμάμαι τον προ-περασμένο χειμώνα που περάσαμε την Πρωτοχρονιά μαζί. Ήταν να μείνω 3-4 μέρες αλλά περνούσα τόσο καλά και αποφάσισα να παρατείνω τη διαμονή μου για λίγο. Δεν ήθελα να περάσουν οι διακοπές, μέσα μου όμως είχα ένα άγχος, μια τάση φυγής και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Ίσως φοβόμουν μην τον συνηθίσω και θελήσω να μείνω για πάντα.

Στη ζωή γνωρίζουμε ελάχιστα άτομα που μας σημαδεύουν. Κρατάμε μέσα μας μικρές στιγμές, τις κλειδώνουμε στο συρτάρι με τις αναμνήσεις και τ΄ανοίγουμε συχνά-πυκνά αναπολώντας, προσπαθώντας ν΄αδράξουμε μυρωδιές, αγγίγματα, βλέμματα και λόγια. Κι ας πονάμε.


Γαμώτο, γιατί να είσαι μακριά; Μην ξεχνάς, μου χρωστάς ένα ταξίδι στη Ρώμη!


U will survive

Όταν νομίζεις ότι όλα σου πάνε στραβά....



... θυμήσου, έχει και χειρότερα.


Αφιερωμένο στην alkyoni για να χαμογελάσει.


Είναι ωραία η θέα απ’ το ράφι;

Photo by charbee


Σάββατο πρωί κατέβηκα στο κέντρο για κάτι δουλειές. Στις 12:30 είχα τελειώσει, αλλά δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι κι άρχισα τα τηλέφωνα. Πέρασα από ένα καφέ όπου δουλεύει μια φίλη και όσο τα λέγαμε περίμενα τρεις άλλες. Τις δυο είχα να τις δω πάνω από ένα χρόνο, ήμασταν συμφοιτήτριες πολλά χρόνια πριν, αλλά έχουμε κρατήσει επαφή, μόνο που δε βρισκόμαστε συχνά. Με την άλλη δουλέψαμε μαζί ένα χρόνο κι από τότε κάνουμε παρέα.

Οι δυο πρώτες με εκπλήσουν δυσάρεστα κάθε φορά που τις συναντώ. Έχουν γεράσει και στο κορμί και στην ψυχή. Ο συντηρητισμός σε όλο του το μεγαλείο! Ανέραστες εδώ και χρόνια, σχολιάζουν την κάθε βολεμένη κυρά-Κατίνα επειδή έχει παντρευτεί κι έκανε δυο κουτσούβελα, αλλά βαθειά μέσα τους τη ζηλεύουν γιατί κοιμάται δίπλα σ’ έναν άντρα τα βράδια. Κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα τ΄απογεύματα για να μπορούν να πληρώνουν τ΄ακριβά συνολάκια τους και να τρέχουν στα ινστιτούτα και στα κομμωτήρια για ρεκτιφιέ μπας και γυρίσει κανείς να τις κοιτάξει. Και ψάχνουν γαμπρούς νέους, ωραίους, με ακαδημαϊκή μόρφωση, με σπίτι, ακριβό αυτοκίνητο, καλή δουλειά και παχυλό τραπεζικό λογαριασμό. Και δεν κάνουν εκπτώσεις. Κι έχουν πάντα ένα άγχος στο βλέμμα, να προλάβουν.... Τι να προλάβουν άραγε; Να ζήσουν; Πώς; Αναζητώντας τον πρίγκηπα του παραμυθιού; Μη χέσω!

Η άλλη είναι κάπως πιο νορμάλ. Και πιο εμφανίσιμη. Είδε κι απόειδε όμως κι αυτή ότι χαΐρι από άντρα δε θα βρει κι αποφάσισε ν’ αγοράσει σπίτι μόνη της. Πήρε ένα δάνειο κι έχει ξεσκιστεί στα ιδιαίτερα για να μπορεί ν’ αναταπεξέλθει. Η τελευταία σχέση που είχε ήταν στα 26 της κι από τότε δεν έχει ξανακάνει τίποτα με κανέναν. Κι αν τύχει και την ενδιαφέρει κάποιος, είναι τόσο μπλοκαρισμένη, που δεν τολμά να το δείξει. Της δένεται η γλώσσα κόμπος λέμε! Αλλά συχνάζει στα πιο σικ καφέ - ξέρετε, εκεί που πάει ο «καλός ο κόσμος» - και ψωνίζει μόνο φίρμες.

Και οι τρεις βγαίνουν τα βράδια με γυναικοπαρέες στις οποίες δε με καλούν ποτέ και υποτίθεται ότι περνούν ωραία. «Εσύ δεν έχεις ανάγκη» μου λένε συχνά. Λες κι εγώ δεν ξέρω από μοναξιά ή λες και όλα στη ζωή μου ήρθαν εύκολα. Ξεχνάνε όμως...

Κι αναρωτιέμαι: Πού είναι η μαγκιά σας ρε; Σας έχει πάρει τελείως από κάτω; Πώς περιμένετε να σας πλησιάσει κάποιος έτσι; Τολμήσατε ποτέ να δείξετε εσείς πρώτες ενδιαφέρον; Ρίξατε ποτέ τις άμυνες κι αφήσατε κάποιον να σας γνωρίσει; Ή του το παίζετε απελευθερωμένες και δήθεν ανεξάρτητες με στυλάκι «δεν έχω ανάγκη κανέναν»; Έχουμε ξεχάσει ακόμα και να φλερτάρουμε μου φαίνεται. Γιατί να σε πλησιάσει ο άλλος όταν έχεις ύφος 15 καρδιναλλίων και για να σκάσεις χαμόγελο πρέπει να σε γαργαλήσουν;

Θέλει μαγκιά, αγάπη μου καλή, πώς περιμένεις να ζήσεις αν δεν τολμήσεις; Κάτσε τότε και περίμενε. Κότα!



Μια δεύτερη ευκαιρία

Photo by TTr2

Πάντα πίστευα πως όλοι μας αξίζουμε μια δεύτερη ευκαιρία.
Είναι όμως κάποιοι που δεν αξίζουν ούτε μισή.



Τι μ’ έπιασε τώρα ξαφνικά θα μου πεις...
Έχεις χρόνο; Άναψε τσιγάρο και κάτσε. Θα σου πω μια ιστορία.

Η φίλη μου η Κ. γνώρισε τον Γ. πριν ενάμιση χρόνο μέσω κάποιου φίλου. Είχε ένα νταραβέρι τότε με το φίλο του τον Π. Έμενε σε άλλη πόλη, αλλά πήγαινε να τον δει όσο πιο συχνά μπορούσε και σε μια βόλτα για καφέ με την παρέα ήρθε κι αυτός. Κάθησε απέναντί της και της είπε ότι είχε ακούσει πολλά για κείνη και ήθελε να τη γνωρίσει. Ωραίο παιδί, ψηλό μελαχροινό, γεροδεμένο, είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες. Φορούσανε κι οι δυο γυαλιά ηλίου και αποφεύγανε τα πολλά πολλά από φόβο μην καρφωθούνε. Της άρεσε πολύ αλλά κρατούσε τους τύπους, εξάλλου υποτίθεται ότι ήταν με το φίλο του και γι αυτόν είχε πάει. Στις τρεις μέρες που έμεινε προσπάθησε να βρει ευκαιρία να τον ξαναδεί, το ίδιο κι εκείνος. Ο Π. ίσως κατάλαβε τη χημεία που υπήρξε μεταξύ της Κ. και του Γ. και το απέφυγε διακριτικά. Όμως η μια φορά που βρεθήκανε ήταν αρκετή για να ξεκινήσει κάτι.

Από τότε επικοινωνούσανε αρχικά με e-mail, μετά με τηλέφωνα και τα βράδια μιλούσανε στο msn. Στο φιλικό πάντα, καθώς εκείνη ήταν ακόμα με τον Π. Κάποια στιγμή εκείνος τη φλέρταρε ανοιχτά, η Κ. δίσταζε ν΄ανοιχτεί, την προβλημάτιζε η φιλία των δύο αντρών και δεν ήθελε να φερθεί σκάρτα. Όμως εκείνος με τον τρόπο του μπήκε ανάμεσά τους και τους απομάκρυνε. Δεν του το συγχώρησε τότε, το θέωρησε ανέντιμο εκ μέρους του, θα προτιμούσε να το είχε τελειώσει η ίδια, αλλά χρειαζόταν λίγο χρόνο ακόμα. Το καλοκαίρι που ακολούθησε δεν επικοινώνησε με κανέναν απ’ τους δυο. Ήθελε να κρατήσει απόσταση και να ηρεμήσει.

Πέρασαν λίγοι μήνες και ξαφνικά ο Γ. ξανάδωσε σημεία ζωής. Το πρώτο πράγμα που τη ρώτησε ήταν αν επικοινωνούσε ακόμα με τον Π. Ήθελε να ξέρει αν είχαν τελειώσει οριστικά. Του είπε πως ναι κι εκείνος άρχισε πλέον να τη διεκδικεί ανοιχτά. Ακολούθησε ένα διάστημα που την πολιορκούσε τόσο στενά που δεν της άφηνε περιθώρια ν’ αμφιβάλλει γι αυτόν. Πήγε τη βρήκε ένα τριήμερο και μετά κι άλλο κι άλλο κι άλλο.... Δε φαινόταν να ταιριάζουν και πολύ, αλλά υπήρχε μεγάλο πάθος που τα σκίαζε όλα. Η Κ. ήταν πολύ επιφυλακτική λόγω των καταστάσεων και κυρίως του νεαρότερου της ηλικίας του. Συν το ότι δεν είχε δώσει τα καλύτερα δείγματα στο παρελθόν. Προχώρησαν έτσι για λίγο καιρό, με την απόσταση να στέκεται εμπόδιο ανάμεσά τους. Της έταξε πολλά κι όσο κι αν δεν ήθελε να τα πιστέψει, είναι γλυκό να σου λένε όλα όσα θες ν΄ακούσεις. Στο κάτω κάτω δεν άξιζε να την ερωτευτούν; Γιατί της φαινόταν τόσο περίεργο που παθιαζόταν μαζί της; Λίγη υπομονή μονάχα της ζητούσε μέχρι να μπορέσει να πάρει μετάθεση στην πόλη της και να ζήσουνε μαζί.

Αυτό το «μαζί» από την αρχή την τρόμαξε. Όμως πώς θα γινόταν αλλιώς; Εκείνος θα έκανε την υπέρβαση να έρθει για χάρη της σε μια ξένη πόλη, μακριά από φίλους κι οικογένεια κι εκείνη δε θα δεχόταν να μείνει σπίτι της; Αχαριστία της φαινόταν. Κι έτσι σιγά σιγά άρχιζε να συνηθίσει την ιδέα της συμβίωσης μαζί του. Κι έτσι έφτασαν στις αρχές του επόμενου καλοκαιριού, αλλά τα πράγματα μεταξύ τους δεν ήταν ευοίωνα. Αυτός είχε προβλήματα κι εκείνη δεν έδειχνε τη δέουσα κατανόηση. Αλλά της έλειπε πολύ και δεν άντεχε μακριά του. Όσο δεν ήταν μαζί, τρελαινόταν με την απουσία του κι όταν ερχόταν ήταν σαν το σκύλο με τη γάτα. Τη ζήλευε πολύ κι ας μην έδινε εκείνη καθόλου δικαιώματα. Της το ‘βγαζε ξινό αν φορούσε κάτι προκλητικό και της χαλούσε τη διάθεση. Δεν την άντεχε την καταπίεση, δεν είχε συνηθίσει έτσι. Προσπαθούσε να τον καταλάβει, περνούσε δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις με προβλήματα υγείας και τον δικαιολογούσε που ξεσπούσε πάνω της καμιά φορά. Όμως κι εκείνη ήταν άνθρωπος και η υπομονή έχει και τα όριά της. Δεν ήταν δυνατόν να είναι όλα μονόπλευρα και να μην την υπολογίζει. Μια μέρα πάνω στα νεύρα της τον έβρισε. Δεν το εννοούσε, δεν ήταν το στυλ της να βωμολοχεί, απλά της ξέφυγε. Του ζήτησε συγνώμη. Ο Γ. στάθηκε ανένδοτος, μετά απ’ αυτό δεν θέλησε να της ξαναμιλήσει.

Η Κ. μετάνιωσε πικρά για τα λόγια που του είπε, δε φανταζόταν ότι θα το έπαιρνε τόσο βαριά. Από τη στεναχώρια έπαθε νεύρωση στομάχου και χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο δυο φορές. Του τηλεφωνούσε κι εκείνος αρνιόταν πεισματικά να το σηκώσει. Δεν της άξιζε κάτι τέτοιο, στο κάτω κάτω δεν την ήξερε καθόλου; Γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει και να τη συγχωρήσει; Έκλαψε πολύ μα σιγά σιγά άρχισε να το ξεπερνάει. Το καλοκαίρι της ήταν δύσκολο. Σκεφτόταν ότι κανονικά θα ‘πρεπε να ‘ναι μαζί, να κάνουν τις διακοπές τους στην Άνδρο, εκείνος πήγαινε κάθε χρόνο, ήταν το αγαπημένο του νησί. Κάτι φίλες της είχαν προτείνει να πάει μαζί τους για να μην είναι μόνη, αλλά σκεφτόταν ότι δε θα ήταν καλή παρέα και απέρριψε όλες τις προτάσεις. Κλείστηκε στο σπίτι σαν να τιμωρούσε τον εαυτό της.

Τον Σεπτέμβριο ένα βράδυ που είχε βγει να διασκεδάσει, ο Γ. της έστειλε ένα sms. Έχασε το χρώμα της και αναπήδησε η καρδιά της. Ρωτούσε τι κάνει, πού είναι κι αν της είχε λείψει. Ήθελε σαν τρελή ν΄απαντήσει όμως ο εγωισμός δεν την άφησε. Αυτός την είχε ξεκόψει και την είχε ξεγράψει 3 ολόκληρους μήνες χωρίς να δίνει σημεία ζωής, την έβγαλε από τη ζωή του σαν να την τιμωρούσε και τώρα ξαφνικά τη θυμήθηκε σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα; Ήταν τόσο πληγωμένη, σχεδόν οργισμένη που υποσχέθηκε να μην απαντήσει.Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι από το κλάμα. Τα μηνύματά του συνέχισαν για μια βδομάδα. Κάποια στιγμή δεν άντεξε και του απάντησε, ψυχρά, σχεδόν με κακία. Αυτός τότε μαλάκωσε, της τηλεφώνησε κι εκείνη τα ξέχασε όλα με μιας. Με το που άκουσε τη φωνή του, οι άμυνες κι οι αντιστάσεις πέσανε, ήταν εκεί στην άλλη άκρη της γραμμής σαν να μην είχε περάσει μια μέρα. Και της μιλούσε γλυκά, της εξηγούσε και της ζητούσε να τον δεχτεί πίσω. Την παρακαλούσε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία.

Αρχίσανε λοιπόν πάλι απ’ την αρχή, μόνο που τώρα ο Γ. ήξερε ότι μετάθεση στην πόλη της δε θα έπαιρνε άμεσα, το είχε χάσει αυτό το τρένο. Εκείνη δεν μπορούσε να μετακομίσει στη δική του πόλη, όχι έτσι τουλάχιστον, πριν δούνε πώς θα προχωρήσει η σχέση τους. Αισθήματα υπήρχαν, αλλά υπήρχε κι η απόσταση. Αναρωτιόταν λοιπόν η Κ. γιατί ξαναήρθε σ΄επαφή μαζί της, γιατί έριξε τον εγωισμό του και της τηλεφώνησε. «Γιατί είμαι μπουνταλάς και σ΄αγαπάω» της έλεγε. Τα λόγια του τη γαλήνευαν και μαλάκωνε. Του συγχωρούσε πολλά. Όμως πάλι η σχέση τους ήταν μισή. Τρένα, σταθμοί, ξενοδοχεία, τηλεφωνήματα που τα διέκοπταν συνέχεια, αναφιλητά στο μαξιλάρι τα βράδια, καλημέρες-καληνύχτες με sms, «ζωή μισή δε θέλω πια να ζω». Και συν τοις άλλοις συχνά δεν μπορούσε να τον βρει ούτε στο κινητό. Υποπτευόταν πως εκείνος μπορεί να είχε βρει άλλη, αλλά πάλι αν ήταν έτσι τα πράγματα γιατί της είχε ζητήσει να τα ξαναβρούνε; Κι αν είχε άλλη γιατί τα Σαββατόβραδα ήταν συνήθως σπίτι; Δεν έβγαινε ούτε τις καθημερινές, ή στη δουλειά θα ήταν ή στο σπίτι. Εξάλλου ο Γ. της έδειχνε καθαρά ότι τη ζήλευε και φοβόταν μην τη χάσει. Έτσι σιγά σιγά της έφυγε η ανησυχία. Μέχρι που ξαφνικά εκείνος άρχισε να δείχνει αδιαφορία. «Είχε συνέχεια δουλειές» Τα δυο τηλέφωνα τη μέρα έγιναν ένα στις τρεις, τα sms σιγά σιγά κόπηκαν, μέχρι που περνούσε ολόκληρο Σαββατοκύριακο χωρίς να επικοινωνήσουν καθόλου. Η Κ. κρατιόταν να μη τον πάρει από πείσμα για να δει πότε θα τη θυμηθεί. Μάλλον έψαχνε την αφορμή. Και δεν άργησε να έρθει.

Τις τρεις τελευταίες μέρες εκείνη ήταν στο κρεβάτι με ίωση. Του είχε στείλει μήνυμα την Παρασκευή πως δεν ήταν καλά και περίμενε να την πάρει να τα πούνε. Κυριακή βράδυ και τίποτα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Δεν άντεξε άλλο, σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του. Της είπε ότι είχε πολλή δουλειά το Σαββατοκύριακο (πάλι) και δεν είχε χρόνο να την πάρει. Μα καλά, ούτε δυο λεπτά να δει τι κάνει; Ούτε ένα sms της παρηγοριάς να της πει περαστικά; Άρρωστη και μόνη στο σπίτι κι εκείνος άφαντος. Δεν άκουγε πια τι της έλεγε, είχε φουντώσει από θυμό. Δηλαδή για ηλίθια την περνούσε; Έσφιξε τα δόντια και του είπε: «Μη με ξαναπάρεις, σε παρακαλώ, αφού δεν είμαι προτεραιότητα στη ζωή σου» Δεν περίμενε καν ν΄ακούσει τις δικαιολογίες του. Δε θα του αφιέρωνε ούτε λεπτό πια απ’ το χρόνο της.

.


Έχει 5 μήνες να τον δει, αλλά ακόμα τριγυρίζει στη σκέψη της.

Μίλα του

Photo by kphil



Θα ‘θελα να μπορούσα να σου μιλήσω ανοιχτά. Δηλαδή μπορώ, αλλά δεν θα το κάνω. Σκόπιμα. Ίσως γιατί βαθειά μέσα μου ξέρω το γιατί.

Δε μου αρέσει να κρύβομαι κι ούτε φοβάμαι να εκδηλώσω τα αισθήματά μου. Μια ολόκληρη ζωή άνοιγα τα χαρτιά μου, δεν κρατούσα τίποτα για μένα κι ας μετάνιωνα μετά. Πάντα πίστευα πως μόνο έτσι βγαίνω κερδισμένη, με το να λέω αυτά που σκέφτομαι, με το να δείχνω αυτά που αισθάνομαι και να είμαι αληθινή. Πόσες φορές δε σκέφτηκα μετά, τι θα είχε γίνει αν το είχα αποφύγει, αν είχα κρατήσει μέσα μου αυτά τα μικρά πολύτιμα μυστικά που κάποιος δεν εκτίμησε, που δεν τους έδωσε τη σημασία που τους άξιζε. Κι έριχνα το σφάλμα πάντα σε μένα. Για όλα έφταιγα εγώ και ποτέ οι άλλοι. Όχι αυτός που με πρόδωσε, αυτός που με πλήγωσε, αυτός που έφυγε. Αλλά εγώ! Εγώ που πίστεψα, εγώ που εμπιστεύτηκα, εγώ που έδωσα, εγώ που αγάπησα κι έζησα. Πάντα εγώ!

Και κάποια στιγμή έμεινα μόνη. Δεν ξέρω αλήθεια αν ήταν από επιλογή ή απλά έτσι τα ‘φερε η τύχη. Δε θα ήμουν μόνη σήμερα αν είχα βρει αυτό που μου αξίζει. Ή έστω κάποιον που να μη νιώθω ότι συμβιβάζομαι πλάι του. Και δε μιλάω μια μικρούς καθημερινούς συμβιβασμούς στη συμβίωση, αλλά για κείνα τα μεγαλύτερα, εκείνα της καρδιάς και της ψυχής, που αν δεχτείς εκπτώσεις, ξέρεις πως μια μιζέρια σκέτη θα ‘ναι η ζωή σου όλη.

Κι όμως να! Εγώ που ποτέ δε συμβιβάζομαι και που πάντα λέω την αλήθεια, βρίσκομαι εδώ μπροστά σου μην τολμώντας να σου πω αυτά που θέλω. Όχι γιατί φοβάμαι, αλλά γιατί ξέρω πως δε θ΄αλλάξει τίποτα. Κι είπα για πρώτη φορά στη ζωή μου ν΄αφήσω να πλανάται ένα μυστήριο. Και σε κοιτώ στα μάτια, πίνω μαζί σου και θέλω να ΄ρθω κοντά μα δεν το κάνω. Σου δίνω μονάχα το κορμί μου και κάτι λίγα ψιλά, ίσα να πάρεις μια ιδέα μήπως και σε κεντρίσω και θελήσεις να δεις περισσότερα.

Δε σου δίνομαι! Γιατί ξέρω πως δεν είσαι έτοιμος για μένα. Και γιατί ξέρω και ποιο θα ΄ναι και το τέλος. Τη βλέπω την κατάληξη να διαδραματίζεται μπροστά μου σαν ολόγραμμα. Εσύ να φεύγεις κι εγώ να μένω.
«Μα γιατί;» σε φαντάζομαι να ρωτάς. «Αποκλείεται να φύγεις εσύ πρώτη;»
«Αποκλείεται μωρό μου! Αποκλείεται»
Γιατί νιώθω πως τα κορμιά μας είναι φτιαγμένα το ένα για το άλλο. Γιατί μαζί δε χρειάζεται να μιλάμε, τα λένε όλα τα μάτια. Γιατί κοντά σου γαληνεύω. Γιατί η ανάσα σου δίπλα στη δική μου τη νύχτα με ηρεμεί καλύτερα κι απ’ το καλύτερο παραμύθι. Γιατί σαν με κρατάς αγκαλιά δε με απασχολεί τίποτα εκτός από το πώς να σε βλέπω να χαμογελάς. Γιατί θέλω ν’ ανοίξεις τα χέρια σου, να με κλείσεις μέσα τους και να κλάψω για όσες αγκαλιές δεν είχα όταν τις χρειάστηκα.

Όμως αυτό είναι μόνο η δική μου αλήθεια, η δική σου είναι αλλιώς. Και δε θέλω να ρισκάρω. Θέλω αυτή τη φορά να βαδίσω στα σίγουρα. Για μια γαμημένη φορά ν’ ακολουθήσω το μυαλό και όχι την καρδιά. Η καρδιά με πλήγωνε όλα αυτά τα χρόνια. Λέω γι αλλαγή «να το πάρω αλλιώς». Και να μη σου μιλήσω. Μόνο να σε πηδήξω. Γιατί μόνο έτσι καταλαβαίνεις. Γιατί καμιά φορά... καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς.

Hasta la vista baby!