Photo by TTr2
Πάντα πίστευα πως όλοι μας αξίζουμε μια δεύτερη ευκαιρία.
Είναι όμως κάποιοι που δεν αξίζουν ούτε μισή.
Τι μ’ έπιασε τώρα ξαφνικά θα μου πεις...
Έχεις χρόνο; Άναψε τσιγάρο και κάτσε. Θα σου πω μια ιστορία.
Η φίλη μου η Κ. γνώρισε τον Γ. πριν ενάμιση χρόνο μέσω κάποιου φίλου. Είχε ένα νταραβέρι τότε με το φίλο του τον Π. Έμενε σε άλλη πόλη, αλλά πήγαινε να τον δει όσο πιο συχνά μπορούσε και σε μια βόλτα για καφέ με την παρέα ήρθε κι αυτός. Κάθησε απέναντί της και της είπε ότι είχε ακούσει πολλά για κείνη και ήθελε να τη γνωρίσει. Ωραίο παιδί, ψηλό μελαχροινό, γεροδεμένο, είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες. Φορούσανε κι οι δυο γυαλιά ηλίου και αποφεύγανε τα πολλά πολλά από φόβο μην καρφωθούνε. Της άρεσε πολύ αλλά κρατούσε τους τύπους, εξάλλου υποτίθεται ότι ήταν με το φίλο του και γι αυτόν είχε πάει. Στις τρεις μέρες που έμεινε προσπάθησε να βρει ευκαιρία να τον ξαναδεί, το ίδιο κι εκείνος. Ο Π. ίσως κατάλαβε τη χημεία που υπήρξε μεταξύ της Κ. και του Γ. και το απέφυγε διακριτικά. Όμως η μια φορά που βρεθήκανε ήταν αρκετή για να ξεκινήσει κάτι.
Από τότε επικοινωνούσανε αρχικά με e-mail, μετά με τηλέφωνα και τα βράδια μιλούσανε στο msn. Στο φιλικό πάντα, καθώς εκείνη ήταν ακόμα με τον Π. Κάποια στιγμή εκείνος τη φλέρταρε ανοιχτά, η Κ. δίσταζε ν΄ανοιχτεί, την προβλημάτιζε η φιλία των δύο αντρών και δεν ήθελε να φερθεί σκάρτα. Όμως εκείνος με τον τρόπο του μπήκε ανάμεσά τους και τους απομάκρυνε. Δεν του το συγχώρησε τότε, το θέωρησε ανέντιμο εκ μέρους του, θα προτιμούσε να το είχε τελειώσει η ίδια, αλλά χρειαζόταν λίγο χρόνο ακόμα. Το καλοκαίρι που ακολούθησε δεν επικοινώνησε με κανέναν απ’ τους δυο. Ήθελε να κρατήσει απόσταση και να ηρεμήσει.
Πέρασαν λίγοι μήνες και ξαφνικά ο Γ. ξανάδωσε σημεία ζωής. Το πρώτο πράγμα που τη ρώτησε ήταν αν επικοινωνούσε ακόμα με τον Π. Ήθελε να ξέρει αν είχαν τελειώσει οριστικά. Του είπε πως ναι κι εκείνος άρχισε πλέον να τη διεκδικεί ανοιχτά. Ακολούθησε ένα διάστημα που την πολιορκούσε τόσο στενά που δεν της άφηνε περιθώρια ν’ αμφιβάλλει γι αυτόν. Πήγε τη βρήκε ένα τριήμερο και μετά κι άλλο κι άλλο κι άλλο.... Δε φαινόταν να ταιριάζουν και πολύ, αλλά υπήρχε μεγάλο πάθος που τα σκίαζε όλα. Η Κ. ήταν πολύ επιφυλακτική λόγω των καταστάσεων και κυρίως του νεαρότερου της ηλικίας του. Συν το ότι δεν είχε δώσει τα καλύτερα δείγματα στο παρελθόν. Προχώρησαν έτσι για λίγο καιρό, με την απόσταση να στέκεται εμπόδιο ανάμεσά τους. Της έταξε πολλά κι όσο κι αν δεν ήθελε να τα πιστέψει, είναι γλυκό να σου λένε όλα όσα θες ν΄ακούσεις. Στο κάτω κάτω δεν άξιζε να την ερωτευτούν; Γιατί της φαινόταν τόσο περίεργο που παθιαζόταν μαζί της; Λίγη υπομονή μονάχα της ζητούσε μέχρι να μπορέσει να πάρει μετάθεση στην πόλη της και να ζήσουνε μαζί.
Αυτό το «μαζί» από την αρχή την τρόμαξε. Όμως πώς θα γινόταν αλλιώς; Εκείνος θα έκανε την υπέρβαση να έρθει για χάρη της σε μια ξένη πόλη, μακριά από φίλους κι οικογένεια κι εκείνη δε θα δεχόταν να μείνει σπίτι της; Αχαριστία της φαινόταν. Κι έτσι σιγά σιγά άρχιζε να συνηθίσει την ιδέα της συμβίωσης μαζί του. Κι έτσι έφτασαν στις αρχές του επόμενου καλοκαιριού, αλλά τα πράγματα μεταξύ τους δεν ήταν ευοίωνα. Αυτός είχε προβλήματα κι εκείνη δεν έδειχνε τη δέουσα κατανόηση. Αλλά της έλειπε πολύ και δεν άντεχε μακριά του. Όσο δεν ήταν μαζί, τρελαινόταν με την απουσία του κι όταν ερχόταν ήταν σαν το σκύλο με τη γάτα. Τη ζήλευε πολύ κι ας μην έδινε εκείνη καθόλου δικαιώματα. Της το ‘βγαζε ξινό αν φορούσε κάτι προκλητικό και της χαλούσε τη διάθεση. Δεν την άντεχε την καταπίεση, δεν είχε συνηθίσει έτσι. Προσπαθούσε να τον καταλάβει, περνούσε δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις με προβλήματα υγείας και τον δικαιολογούσε που ξεσπούσε πάνω της καμιά φορά. Όμως κι εκείνη ήταν άνθρωπος και η υπομονή έχει και τα όριά της. Δεν ήταν δυνατόν να είναι όλα μονόπλευρα και να μην την υπολογίζει. Μια μέρα πάνω στα νεύρα της τον έβρισε. Δεν το εννοούσε, δεν ήταν το στυλ της να βωμολοχεί, απλά της ξέφυγε. Του ζήτησε συγνώμη. Ο Γ. στάθηκε ανένδοτος, μετά απ’ αυτό δεν θέλησε να της ξαναμιλήσει.
Η Κ. μετάνιωσε πικρά για τα λόγια που του είπε, δε φανταζόταν ότι θα το έπαιρνε τόσο βαριά. Από τη στεναχώρια έπαθε νεύρωση στομάχου και χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο δυο φορές. Του τηλεφωνούσε κι εκείνος αρνιόταν πεισματικά να το σηκώσει. Δεν της άξιζε κάτι τέτοιο, στο κάτω κάτω δεν την ήξερε καθόλου; Γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει και να τη συγχωρήσει; Έκλαψε πολύ μα σιγά σιγά άρχισε να το ξεπερνάει. Το καλοκαίρι της ήταν δύσκολο. Σκεφτόταν ότι κανονικά θα ‘πρεπε να ‘ναι μαζί, να κάνουν τις διακοπές τους στην Άνδρο, εκείνος πήγαινε κάθε χρόνο, ήταν το αγαπημένο του νησί. Κάτι φίλες της είχαν προτείνει να πάει μαζί τους για να μην είναι μόνη, αλλά σκεφτόταν ότι δε θα ήταν καλή παρέα και απέρριψε όλες τις προτάσεις. Κλείστηκε στο σπίτι σαν να τιμωρούσε τον εαυτό της.
Τον Σεπτέμβριο ένα βράδυ που είχε βγει να διασκεδάσει, ο Γ. της έστειλε ένα sms. Έχασε το χρώμα της και αναπήδησε η καρδιά της. Ρωτούσε τι κάνει, πού είναι κι αν της είχε λείψει. Ήθελε σαν τρελή ν΄απαντήσει όμως ο εγωισμός δεν την άφησε. Αυτός την είχε ξεκόψει και την είχε ξεγράψει 3 ολόκληρους μήνες χωρίς να δίνει σημεία ζωής, την έβγαλε από τη ζωή του σαν να την τιμωρούσε και τώρα ξαφνικά τη θυμήθηκε σαν να μην είχε προηγηθεί τίποτα; Ήταν τόσο πληγωμένη, σχεδόν οργισμένη που υποσχέθηκε να μην απαντήσει.Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι από το κλάμα. Τα μηνύματά του συνέχισαν για μια βδομάδα. Κάποια στιγμή δεν άντεξε και του απάντησε, ψυχρά, σχεδόν με κακία. Αυτός τότε μαλάκωσε, της τηλεφώνησε κι εκείνη τα ξέχασε όλα με μιας. Με το που άκουσε τη φωνή του, οι άμυνες κι οι αντιστάσεις πέσανε, ήταν εκεί στην άλλη άκρη της γραμμής σαν να μην είχε περάσει μια μέρα. Και της μιλούσε γλυκά, της εξηγούσε και της ζητούσε να τον δεχτεί πίσω. Την παρακαλούσε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία.
Αρχίσανε λοιπόν πάλι απ’ την αρχή, μόνο που τώρα ο Γ. ήξερε ότι μετάθεση στην πόλη της δε θα έπαιρνε άμεσα, το είχε χάσει αυτό το τρένο. Εκείνη δεν μπορούσε να μετακομίσει στη δική του πόλη, όχι έτσι τουλάχιστον, πριν δούνε πώς θα προχωρήσει η σχέση τους. Αισθήματα υπήρχαν, αλλά υπήρχε κι η απόσταση. Αναρωτιόταν λοιπόν η Κ. γιατί ξαναήρθε σ΄επαφή μαζί της, γιατί έριξε τον εγωισμό του και της τηλεφώνησε. «Γιατί είμαι μπουνταλάς και σ΄αγαπάω» της έλεγε. Τα λόγια του τη γαλήνευαν και μαλάκωνε. Του συγχωρούσε πολλά. Όμως πάλι η σχέση τους ήταν μισή. Τρένα, σταθμοί, ξενοδοχεία, τηλεφωνήματα που τα διέκοπταν συνέχεια, αναφιλητά στο μαξιλάρι τα βράδια, καλημέρες-καληνύχτες με sms, «ζωή μισή δε θέλω πια να ζω». Και συν τοις άλλοις συχνά δεν μπορούσε να τον βρει ούτε στο κινητό. Υποπτευόταν πως εκείνος μπορεί να είχε βρει άλλη, αλλά πάλι αν ήταν έτσι τα πράγματα γιατί της είχε ζητήσει να τα ξαναβρούνε; Κι αν είχε άλλη γιατί τα Σαββατόβραδα ήταν συνήθως σπίτι; Δεν έβγαινε ούτε τις καθημερινές, ή στη δουλειά θα ήταν ή στο σπίτι. Εξάλλου ο Γ. της έδειχνε καθαρά ότι τη ζήλευε και φοβόταν μην τη χάσει. Έτσι σιγά σιγά της έφυγε η ανησυχία. Μέχρι που ξαφνικά εκείνος άρχισε να δείχνει αδιαφορία. «Είχε συνέχεια δουλειές» Τα δυο τηλέφωνα τη μέρα έγιναν ένα στις τρεις, τα sms σιγά σιγά κόπηκαν, μέχρι που περνούσε ολόκληρο Σαββατοκύριακο χωρίς να επικοινωνήσουν καθόλου. Η Κ. κρατιόταν να μη τον πάρει από πείσμα για να δει πότε θα τη θυμηθεί. Μάλλον έψαχνε την αφορμή. Και δεν άργησε να έρθει.
Τις τρεις τελευταίες μέρες εκείνη ήταν στο κρεβάτι με ίωση. Του είχε στείλει μήνυμα την Παρασκευή πως δεν ήταν καλά και περίμενε να την πάρει να τα πούνε. Κυριακή βράδυ και τίποτα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Δεν άντεξε άλλο, σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του. Της είπε ότι είχε πολλή δουλειά το Σαββατοκύριακο (πάλι) και δεν είχε χρόνο να την πάρει. Μα καλά, ούτε δυο λεπτά να δει τι κάνει; Ούτε ένα sms της παρηγοριάς να της πει περαστικά; Άρρωστη και μόνη στο σπίτι κι εκείνος άφαντος. Δεν άκουγε πια τι της έλεγε, είχε φουντώσει από θυμό. Δηλαδή για ηλίθια την περνούσε; Έσφιξε τα δόντια και του είπε: «Μη με ξαναπάρεις, σε παρακαλώ, αφού δεν είμαι προτεραιότητα στη ζωή σου» Δεν περίμενε καν ν΄ακούσει τις δικαιολογίες του. Δε θα του αφιέρωνε ούτε λεπτό πια απ’ το χρόνο της.
.
Έχει 5 μήνες να τον δει, αλλά ακόμα τριγυρίζει στη σκέψη της.